Σφήνες του Αφεντούλη
«Βγαίνει το μεροκάματο χωρίς ιδρώτα;» αναρωτήθηκε με την πρώτη ματιά στον τίτλο, ο «αν δεν έχω καλουπώσει», μικροσυνταξιούχος «Μήτσος», αμφισβητώντας τα γραφόμενα τού εμπειροτέχνη πολιτικού αναλυτή, θείου Αφεντούλη, όσο να πείτε, και το χειρότερο, αναγνώστες μου.
Ο απόμαχος της δόμησης, για να επαυξήσει τις μομφές, παράφρασε κοπιαστική δημιουργία της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου και συνέχισε άδοντας:
Οι ψευδείς οι μεταδόσεις
προκαλούν αναστατώσεις,
σαν κι από «σφηνών»
την ταραχή.
Μη μιλάς για ανεργία,
η δουλειά δίνει υγεία,
το γιαπί, το πηλοφόρι, το μυστρί.
Ζεις με απλωμένο χέρι,
σαν υπάρχει χασομέρι,
που υπονοείς
με ζαβολιές.
Μην εγείρεις φασαρία,
όσοι θέλουν ευτυχία,
τη ζωή τους την περνούν στις σκαλωσιές.
Λήξη «ψαλμωδίας», στο καπάκι της οποίας επόμενο ήταν να τεθούμε σε συναγερμό, προκειμένου να αποκρούσουμε τις «βολές» του επικριτή, αναγνώστες μου, και να λείπουν οι απορίες.
Διότι, βιαστικός «ας γιούζουαλ», μας περίλαβε στις κατηγόριες πριν εξηγήσουμε τι θέλει να πει ο ποιητής, συγγνώμη, ο αναλυτής, διορθώνουμε, τις παραφράσεις που μας έκαναν να ξεχάσουμε ποιοι είμαστε μέσα!
Ναι, για(!), οπότε προ της οφθαλμοφανούς ταραχής μας, ευλόγως καλούμε στο μικρόφωνο τη μανδάμ, «ανήλθα μέχρι τον τίτλο, είδα, και κατήλθα, καλό ε!» «Μήτσαινα», που μην αντέχοντας το άδικο, σκέφτηκε να προσγειώσει ανθ’ ημών (σ.σ. ομαλά, ε!) τον επί σκαλωσιάς κήνσορα – να μας ζήσεις «Μπουμπουλίνα»! – διερωτώμενη:
Να αφήσουμε πίσω τον Σακουλέβα για τα λέβα;
«Όποιος αδυνατεί να καταβάλει τις εισφορές σε συνδυασμό με την υπέρογκη φορολογία και το θεωρεί πατριωτικό ας πάρει την οικογένειά του κι ας πάει στη Βουλγαρία» δήλωσε (σ.σ. ελεύθερη απόδοση) ο διοικητής του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών, κ. Δημήτρης Τσακίρης, από την έχουσα καύχημα το ξακουστό ποτάμι ακριτική Φλώρινα ή τη λιγότερο μεθοριακή Βέροια, ένθα περιόδευσε τις προάλλες, το θυμάστε, πενόμενοι αναγνώστες μου;
Αν όχι, οι ήδη στη χώρα των «λέβα» δραστηριοποιούμενοι επιχειρηματίες σιγά μην περίμεναν άνωθεν υποδείξεις για να το πράξουν, προσθέτοντας και τα αναλογούντα ποσοστά στην εφιαλτική ανεργία της τελευταίας εξαετίας, για να μην ξεχνιόμαστε.
Τέλος πάντων. Σημασία έχει ότι οι προσπάθειες του ειδήμονος να ανασκευάσει, αποδίδοντας τον από τηλεοράσεως σάλο σε παρερμηνεία των λεγομένων του, αποδείχτηκαν ανίσχυρες να διασφαλίσουν την επιείκεια τη μανδάμ.
Έτσι και απόντος του κυρίου διοικητή τιμώρησε τον τιμητή ημών και κύρη αυτής – ποιητική υπερβολή, ένεκα οι ανάγκες του ρεπορτάζ σουφραζέτες μου, με το συμπάθιο κιόλας για τη μόχλευση ανισοτήτων του παρελθόντος, αμ πώς! – που την παρακολούθησε, αποσβολωμένος, προς γνώση και συμμόρφωση, να δίνει τη δική της λύση στο πρόβλημα, άδουσα ως άλλη Κατερίνα Στανίση:
Πώς είπατε;…
Δεν άκουσα. Πώς είπατε; Ορίστε;
Συγγνώμη, κύριε, ποιος είστε;
Μην απορείς που σου μιλάω στον πληθυντικό,
έτσι εγώ τις σκέψεις μου τις καταθέτω
κι ιθύνοντα που βρίσκω εριστικό,
στη Βουλγαρία να εργαστεί προτρέπω(!),
διαμαρτυρήθηκε, λοιπόν, η μανδάμ, με τον μεταμελημένο κήνσορα να εύχεται: «Καλόν αγώνα, πριμαντόνα!», προαναγγέλλοντας την κλιμάκωση της μάχης μας εναντίον της ανεργίας, που αναμένεται λίαν ενδιαφέρουσα, βεβαίως – βεβαίως.
Όμως, επειδή εδώ το χαρτί τέλειωσε η συνέχεια από της αυριανής στήλης, γεια σας.
Γεια σας και χαρά σας!…




























