Νοίκιαζε ένα παλιό σπίτι με μικρό ενοίκιο. Το σπίτι ήταν μονοκατοικία, ένα εγκαταλειμμένο αρχοντικό. Και στην αυλή του σπιτιού ζούσε μια γάτα. Δεν ήταν όμορφη, ούτε χαδιάρα. Ήταν ίσως η πιο άσχημη και άκομψη γάτα. Μονοκόμματη και τραχιά, σαν αγριόγατα. Δεν ήταν καν δική του. Όμως αυτή η γάτα τού έκανε ένα θαυμάσιο χριστουγεννιάτικο δώρο.
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Το παλιό κτίσμα που έμενε ο κυρ Χρήστος είχε μείνει καιρό ακατοίκητο. Ανήκε παλιότερα σε έναν γέροντα γιατρό, που είχε ζήσει εκεί κι αυτός ολομόναχος. Είχε περάσει πάνω από ένας χρόνος που είχε πεθάνει. Όταν ο κυρ Χρήστος μετακόμισε σ’ αυτό το σπίτι, για αρκετούς μήνες έβλεπε την άσχημη γάτα που τριγύριζε το σπίτι. Βέβαια γάτες εκεί υπήρχαν πολλές. Όμως αυτή ήταν αλλιώτικη. Ούτε πλησίαζε πολύ, ούτε απομακρυνόταν. Βρισκόταν πάντα σε ίδια απόσταση από το σπίτι, σαν να ήταν δεμένη με ένα αόρατο σκοινί. Στηνόταν απέναντι και κοιτούσε συνεχώς τα παράθυρα, με μάτια κουρασμένα, κοκκινισμένα, ενώ έβγαζε έναν χαμηλόφωνο μακρόσυρτο ήχο – κάτι ανάμεσα σε ουρλιαχτό και νιαούρισμα-παράπονο. Φερόταν σαν άγρια γάτα – αλλά δεν έμοιαζε άγρια.
Όταν στηνότανε απέναντι στο παράθυρο, ο κυρ Χρήστος της άνοιγε να μπει, αλλά αυτή στεκόταν εκεί, στην ίδια πάντα απόσταση. Αν αυτός πλησίαζε, αυτή οπισθοχωρούσε, χωρίς να τρομάζει και να εξαφανίζεται. Έτρωγε το φαγητό που της έδινε ο κυρ Χρήστος, με τον όρο ότι αυτός πάντα θα σεβόταν την προκαθορισμένη απόσταση. Αν ο κυρ Χρήστος στεκόταν κοντά στο πιάτο, αυτή οπισθοχωρούσε και προτιμούσε να μείνει νηστική.
Το αίνιγμα της παράξενης αυτής συμπεριφοράς λύθηκε όταν ο κυρ Χρήστος μίλησε με την κόρη του παλιού ιδιοκτήτη, του γιατρού. Ήταν, λοιπόν, η γάτα του γιατρού, του παλιού νοικάρη, ο οποίος είχε πεθάνει! Η μοναδική του συντροφιά! Την έλεγαν Κάτια κι ο γέροντας γιατρός την υπεραγαπούσε. Όταν πέθανε ο γιατρός, δεν τη βρήκαν στο σπίτι. Το κλείδωσαν το σπίτι και κανείς δεν σκέφτηκε την Κάτια την γάτα. Κι εκείνη εξαφανίστηκε και έγινε άγρια.
Μέχρι που κάποια μέρα επέστρεψε. Ο κυρ Χρήστος τότε έκανε ό,τι μπορούσε να την πείσει να μπει στο σπίτι, αλλά μάταια. Δεν εμπιστευόταν κανέναν.
Η χαϊδεμένη και καλομαθημένη γάτα, που βρέθηκε στον δρόμο, επέζησε – αλλά τώρα δεν πίστευε πια σε τίποτα και είχε μια συμπεριφορά σαν να ήταν αγριόγατα. Μέχρι που ήρθαν Χριστούγεννα, παραμονές, και ξαφνικά μια μέρα ο κυρ Χρήστος ακούει ένα νιάου και βλέπει την Κάτια με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι. Ανοίγει το παράθυρο και, απίστευτο, η Κάτια αντί να οπισθοχωρήσει και να φύγει, μπήκε μέσα στο σπίτι. Δεν πίστευε στα μάτια του! Πρώτη φορά μπήκε στο σπίτι. Μύρισε δεξιά-αριστερά με μεγάλη προσοχή, έψαξε, και τελικά ήρθε εκεί που καθόταν ο κυρ Χρήστος. Νιαούρισε παρακλητικά, και πήδηξε στην αγκαλιά του.
Τι συνέβη λοιπόν και άλλαξε συμπεριφορά; Είχε έρθει για να γεννήσει. Και την επόμενη ώρα έκανε τέσσερα μικρά πανέμορφα γούνινα γατάκια. Κάθισε λίγο καιρό στο σπίτι, τα μεγάλωσε, τα ανάθρεψε – και μια μέρα τα πήρε και εξαφανίστηκαν. Ο κυρ Χρήστος δεν την ξαναείδε ποτέ, ούτε την Κάτια ούτε τα γατάκια της. Δεν τα πήρε όλα όμως. Έμεινε ένα, το τέταρτο γατάκι, το πιο γλυκό, το πιο χαριτωμένο, που έγινε η γάτα της ζωής του Κυρ Χρήστου. Εκείνα τα Χριστούγεννα ο κυρ Χρήστος πήρε το καλύτερο χριστουγεννιάτικο δώρο. Ένα πανέμορφο γατάκι, που από εκείνα τα Χριστούγεννα και στο εξής του έκανε συντροφιά μέρα – νύχτα.














































