Το χιόνι είχε σκεπάσει κάθε γωνιά της Παλαιόστανης. Τα δέντρα, τις σκεπές των σπιτιών, ακόμα και οι δρομοι του χωριου ειχαν καλυφθει απο το χιονι. Το χωριό αυτές τις μέρες ηταν γεμάτο ζωή και παιδικες φωνες, από άκρη σε άκρη.
Το σπίτι μας ήταν ακριβως διπλα στην εκκλησία της Αγιας Παρασκευης. Από το παράθυρό μας μπορούσες να δεις το ιερο του ναου, τα ψηλα και ντυμενα στα λευκα απο το χιόνι κυπαρισσια.
Στην Παλαιοστανη ζούσαμε οικογενειακως μυστηριακή ζωή, καθημερινα συμμετεχαμε στον Εσπερινο και τον Απόδειπνο και τις μερες που δεν ειχαμε σχολειο τα πρωινά συμμετειχαμε και στον Όρθρο., μπορούσες να πεις οτι ειμασταν εγω και τα αδερφια μου μια εκκλησιαστικη χορωδια από μόνοι μας. Μέσα απο την υμνολογία των ακουλουθιων της εκκλησίας, το κλείσιμο του Σχολείου, το χιονι που έπεφτε πυκνο τις περισσότερες φορες, καταλάβαινες και ζούσες την μαγεία των Χριστουγέννων Η μητέρα μου τέτοιες ημέρες ετοιμαζε παντα κουλουράκια, μελομακάρονα, κουραμπιέδες και άλλες λιχουδιές που μοσχοβολούσαν και μας ξυπνούσαν γλυκά και εμείς, ο Διονύσης, η Φωτεινή κι εγώ, το πρωτο πραγμα που καναμε οταν ξυπνουσαμε ήταν να παμε να δουμε απο το παράθυρο την αυλη μας αν χιόνισε κατα την διαρκεια της νύχτας και αν την βλεπαμε ντυμμενη στα ασπρα τρέχαμε να ντυθούμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε για να βγούμε έξω.
Παραλληλα με εμας ερχοντουσαν στον δρομο κατω απο την Αγία Παρασκευη και αλλα παιδια του χωριου, ο Παναγιώτης, ο Κώστας, ο άλλος Κώστας, ο Γιώργος, η Χριστίνα, η Θάλεια, ο Άρης , ο Γιαννης, ο Σάκης, η Ασπασια και η Σοφια. Καποια έφερναν τα αυτοσχέδια έλκηθρά τους, φτιαγμενα απο ενα απλο τσουβαλι γεμάτο αχυρα, ενω οι περισσοτεροι απο εμας γλυστρούσαν ορθιοι στην κατηφορα με τις λαστιχιενες μποτες τους.. Ο Άρης τις περισσότερες φορες διακήρυττε πως θα μας κερδίζε όλους στην κατηφόρα, ενώ ο Σάκης και ο Θανάσης συζητούσαν ποιος θα φτάσει πρώτος χωρίς να πέσει. Η Χριστίνα και η Θάλεια προσπαθούσαν να κρατήσουν τα μπουφάν τους και τα ρούχα τους καθαρά και στεγνά, αλλά γέλαγαν τόσο δυνατά που τελικά δεν τους ένοιαζε.
«Πάμε,να τους προλάβουμε!» φώναζε δυνατα ο Παναγιώτης.
«Περίμενε με !! γκρίνιαζε ο Διονύσης.
«Άντε, σήκω του φωναζα εγω, θα σε αφήσουμε πίσω!» του έλεγα γελώντας, ενώ η Φωτεινή με έσπρωχνε απαλά για να βγούμε πιο γρήγορα στην πλαγιά.
Η κατηφόρα ήταν σχετικα ηπια, γεμάτη χιόνι. Κάθε πτώση συνοδευόταν από γέλια και μικρές κραυγές. Ο Άρης προσπαθούσε να πάρει ταχύτητα, η Χριστίνα γέλαγε ενώ προσπαθούσε να μην πέσει, και ο Σάκης έφτιαχνε “τοιχεια” για να σταματήσει τον Θανάση, που ήθελε να πάει πιο γρήγορα. Κάθε πτώση γινόταν αφορμή για νέες στρατηγικές και γέλια που ακούγονταν μέχρι την εκκλησία.
Πολλές φορές κατά την διάρκεια της ημέρας γινομασταν μούσκεμα απο τις πτώσεις και το χιόνι και πηγαίναμε σπίτι να αλλάξουμε ρούχα γρήγορα και να ξαναβγουμε να συνεχίσουμε το παιχνιδι. Όταν παλι κουραζόμασταν, καθόμασταν στο χιόνι, μασουλούσαμε γλυκά που είχε φέρει η μαμά και μοιραζόμασταν μικρές ιστορίες ή φάρσες που είχαμε κάνει κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Ο Διονύσης και ο Άρης μάλωναν για το ποιος είχε φτάσει πιο μακριά, η Χριστίνα γελούσε μαζί μας και η Θάλεια φώναζε να ηρεμήσουμε. Όλοι όμως ξέραμε ότι αυτό το χάος ήταν η ουσία της μέρας.
Και πάντα, μέσα σε όλο αυτό τον θόρυβο και τη χαρά, ακουγόταν ο ήχος της καμπάνας του ναού που σημαινε για τον εσπερινο και σηματοδοτουσε την λήξη των παιχνιδιών και την επιστροφή στα σπίτια μας. Τοτε σταματούσαμε όλοι κοιτάζαμε απο ψηλά το χωριό και νιώθαμε τη μαγεία των ημερών. Ή επιστροφή στο σπίτι ήταν μια στιγμή ησυχίας που μας έκανε να καταλάβουμε ότι τα Χριστουγεννα δεν ήταν μόνο το παιχνίδι· ήταν γιορτή, ήταν οικογένεια, ήταν κάτι μεγαλύτερο από εμάς.
Όταν γυρίζαμε σπίτι, βρεγμένοι και γεμάτοι χιόνι. Ο πατέρας μας καλωσόριζε παντα με ένα ζεστό χαμόγελο και η μαμά μας τύλιγε με κουβέρτες και μας έφερνε κακάο. Επειτα καθόμασταν όλοι γύρω από την σόμπα και κοιτούσαμε τις φλόγες να χορεύουν, ενώ η σιωπή που ακολουθούσε ήταν η πιο γλυκιά ανταμοιβή της ημέρας.
Αργότερα, όταν όλα ησυχάζαν και η νύχτα είχε σκεπάσει το χωριό με το λευκό πέπλο του χιονιου να συνεχιζει να πεφτει πυκνο καθόμουν στο παράθυρο και κοίταζα έξω τον δρόμο που λαμπιριζε κατω απο το φως της λάμπας. Η εκκλησία, το σχολείο και η πλαγιά που είχε φιλοξενήσει τα παιχνίδια μας, ήταν όλα εκεί — και περιμεναν να ξημερώσει η επόμενη ημέρα για να συνεχίσουμε ξανα το παιχνιδι. Και τότε καταλάβαινα πως τα Χριστούγεννα δεν τελείωναν ποτέ πραγματικά. Έμεναν μέσα μας, σαν μια ζεστή ανάμνηση από παιδικά γέλια, χιόνι στα μαλλιά και τα φώτα της Αγίας Παρασκευής να μας κοιτάζουν απαλά απο ψηλα.
Ακόμα και σήμερα, όποτε το χιόνι πέφτει ή νιώθω τη μυρωδιά από τα κουλουράκια της μαμάς, γυρνάω σε εκείνες τις μέρες ξανά, μικρός , ανάμεσα στους φίλους μου, τρέχοντας, γελώντας, ζωντας και νιώθοντας τα Χριστούγεννα όπως τότε: καθαρά, αληθινά και γεμάτα αγάπη.
Γράφει ο Θεοχάρης Στύλος
Πρόεδρος ης Πνευματικής Κινησης Σκοτινας και
Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Συγγραφέων Πιεριας














































