Στην εφημερίδα «Ολύμπιο Βήμα» φιλοξενούμε τη συγγραφέα κυρία Γεωργία Κακαλοπούλου, με αφορμή την επανακυκλοφορία του βιβλίου της «Θεοί και Φύλακες» από τις Εκδόσεις Silk. Ένα έργο όπου η μυθολογία διασταυρώνεται με τη σύγχρονη αναζήτηση της πίστης, της αγάπης και της προσωπικής ευθύνης.
Συνέντευξη στη δημοσιογράφο Νεκταρία Βαρσαμή-Πουλτσίδη
Κυρία Κακαλοπούλου, το έργο σας ξεκινά από τη μυθολογία, αλλά δεν εγκλωβίζεται εκεί. Πώς δουλέψατε τη μετάβαση από τους μύθους στις προσωπικές ιστορίες, ώστε η αφήγηση να μιλά όχι μόνο για θεούς και προφητείες, αλλά για τον σύγχρονο άνθρωπο που καλείται να πάρει αποφάσεις; Τι προκλήσεις αντιμετωπίσατε;
Γ.Κ.: Οι προκλήσεις ήταν πολλές και η μεγαλύτερη από όλες υπήρξε το στοίχημα με τον εαυτό μου να δημιουργήσω μια ιστορία στην οποία το αληθινό και το φανταστικό να μην έχουν υπαρκτά σύνορα ανάμεσά τους. Ήθελα το ένα να κινείται μέσα στο άλλο με τέτοιο τρόπο, που θα δημιουργούσε στον αναγνώστη την εντύπωση της πιθανότητας όλα όσα διαδραματίζονται όπως και οι ήρωές μου να είναι πραγματικοί. Οι μύθοι προέρχονταν από την ελληνική μυθολογία η οποία βασίζεται επίσης σε αληθινές καταστάσεις, γεγονότα ή πρόσωπα παράλο το ‘φανταστικό’ της περιτύλιγμα. Μια ακόμη πρόκληση ήταν η σύζευξη του αρχαίου ελληνικού δωδεκάθεου με τον Χριστιανισμό. Σε αυτό με βοήθησε ιδιαίτερα και η έρευνά μου που μου έδωσε έναυσμα και ιδέες για την εξέλιξη της ιστορίας μου στο Θεοί και Φύλακες.
Η Ελένη είναι μια ηρωίδα με ευαλωτότητα αλλά και εσωτερική δύναμη. Πώς διαχειριστήκατε συγγραφικά αυτή τη λεπτή ισορροπία, ώστε ο αναγνώστης να βλέπει όχι ένα «τέλειο» πρότυπο αλλά έναν άνθρωπο που σφάλλει, μα μέσα από τα λάθη του γίνεται αληθινός; Μοιράζεστε κοινά χαρακτηριστικά;
Γ.Κ.: Θα έλεγα πως μοιράζομαι κοινά χαρακτηριστικά με την ηρωίδα μου όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο. Δεν υπάρχει άνθρωπος που μέσα από τα λάθη του να μην αναγνωρίζει περισσότερο κομμάτια του εαυτού του και συνάμα την αλήθεια του, όπως και να μην ανακαλύπτει την ευκαιρία να γίνει καλύτερος. Η Ελένη, ήταν ένα κορίτσι τρομερά ευάλωτο σε έναν κόσμο έντονα εχθρικό κι επικίνδυνο. Ο ίδιος της ο εαυτός , έφερε, κουβαλούσε το φως και το σκοτάδι ταυτόχρονα. Η δύναμή της ήταν η αγάπη που κυοφορούσε η ψυχή της. Οι επιλογές της, οι άνθρωποι ή οι αθάνατοι γύρω της.
Ο έρωτας και το καθήκον συγκρούονται σφοδρά στο βιβλίο σας. Τι θέλατε να εξερευνήσετε μέσα από αυτή την αντιπαράθεση; Μπορεί η αγάπη να λυτρώνει και να καταστρέφει ταυτόχρονα; Ποιος ο ρόλος των εννοιών αυτών στην προσωπική σας ζωή;
Γ.Κ.: Μου αρέσει ιδιαίτερα αυτή η ερώτηση. Κάποιοι, ίσως όσοι δεν εντρυφήσουν στην καρδιά των καταστάσεων που δημιουργούνται στο Θεοί και Φύλακες, δεν θα καταφέρουν να αντιληφθούν σε βάθος την τυραννία που γεννά στην ψυχή του ανθρώπου η διαμάχη του ανάμεσα στον έρωτα και το καθήκον. Ο ήρωες μου, ίσως περισσότερο ο ένας εξ΄αυτών, παλεύει να βρει τον εαυτό του, επιθυμεί να πεθάνει ή να λυτρωθεί, να προδώσει ή να τιμηθεί κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης που δημιουργούν μέσα του οι δυο αυτές έννοιες. Το βάρος των καταστάσεων δυσβάσταχτο στους ώμους του κι αυτό από μόνο του δημιουργεί συμπεριφορές και πράξεις που δίνουν την απάντηση στην ερώτηση σου. Η αγάπη έχει τη δύναμη να λυτρώνει. Τα πάθη καταστρέφουν. Στην αγάπη θεωρώ πως υπάρχουν επιλογές. Προσωπικά δεν χρειάστηκε ποτέ μου να παλέψω ανάμεσα σε αυτές τις δυο έννοιες. Ευτυχώς δηλαδή επειδήθα ήταν τρομακτική εμπειρία.
Οι «Θεοί και Φύλακες», παρότι υπερφυσικοί, δεν ξεφεύγουν από τα πάθη των θνητών. Γιατί επιλέξατε να τους δώσετε τόσο ανθρώπινες αδυναμίες και τι σημαίνει αυτό για το μήνυμα της ιστορίας;
Γ.Κ.: Οι Αθάνατοι στο Θεοί και Φύλακες, όπως οι αρχαίοι έλληνες θεοί από όπου και εμπνεύστηκα, είναι ατελείς παρόλη την υπερφυσική τους δύναμη και τα χαρίσματά τους. Είναι πλάσματα που είχαν έναν συγκεκριμένο σκοπό αλλά ξέφυγαν αυτού και οδηγήθηκαν σε πτώση. Οι ανθρώπινες αδυναμίες τους, είναι το κλειδί για να αντιλαμβάνονται, να συμπονούν, να δικαιολογούν, να στηρίζουν και να συμπορεύονται με τους ανθρώπους που στην πάροδο του ελάχιστου χρόνου που τους δίδεται , με θέληση και με ελπίδα, δημιουργούν μέλλον.
Η δράση και οι κινηματογραφικές εικόνες του βιβλίου δίνουν την αίσθηση ότι βλέπουμε ταινία. Πώς ισορροπήσατε ανάμεσα στην ποιητικότητα της γλώσσας και στον ρυθμό που απαιτεί ένα σύγχρονο μυθιστόρημα φαντασίας;
Γ.Κ.: Η ποιητικότητα της ελληνικής γλώσσας είναι δύναμη και θα φερόμασταν ανόητα αν δεν καταφέρναμε ή αν δεν επιθυμούσαμε να την χρησιμοποιήσουμε. Στην δική μου περίπτωση, έχω μια μεγάλη αγάπη προς την ικανότητα που μου προσφέρει η γλώσσα μας, ώστε με γλαφυρότητα ή με ένταση να δίνω ενέργεια σε σκηνές που μπορούσαν μεν να δοθούν απλά και πεζά αλλά έτσι αποκτούν ποιότητα και ίσως εντυπώνονται εντονότερα στις καρδιές των αναγνωστών. Η ισορροπία ανάμεσα στην ποίηση της γλώσσας μας και στον ρυθμό ενός σύγχρονου μυθιστορήματος δημιουργείται με γνώμονα την αγάπη για την συγγραφή και την λογοτεχνία.
Το βιβλίο σας ταξιδεύει τον αναγνώστη από την Ελλάδα μέχρι τη Βόρεια Ευρώπη. Ποια είναι η σημασία αυτών των τοπίων στη διαμόρφωση της ατμόσφαιρας και στην ψυχολογία των ηρώων σας;
Γ.Κ.: Πήγαμε από την γλυκιά ατμόσφαιρα της Ελλάδας, την στιβαρότητα του Ολύμπου και το μυστηριώδες περιβάλλον της Σαμοθράκης, στην πανέμορφη και εκλεπτυσμένη αρχιτεκτονική της Φλωρεντίας, τα θαυμάσια τοπία της Τοσκάνης για να αγγίξουμε τα αρχαία και απέραντα δάση της Φιλανδίας με τις λίμνες, τα βαριά σύννεφα, την ηρεμία των βόρειων τοποθεσιών. Το Θεοί και Φύλακες κουβαλάει μυστήριο, σκοτάδι και φως, υπερφυσικά πλάσματα, αινίγματα και έντονα γεγονότα γι αυτό, οι τόποι που επέλεξα να χρησιμοποιήσω, δημιουργούν τον κατάλληλο χώρο για να εκτυλιχτεί και να εξελιχθεί η μοναδική τους ιστορία. Κάθε τόπος έχει ιδιαίτερη σημασία στην εξέλιξη των καταστάσεων που παρασύρουν τους ήρωες μου και επηρεάζουν βαθιά και απόλυτα την ψυχολογία τους.
Τελικά, ποια είναι για εσάς η πραγματική δύναμη: τα χαρίσματα που φέρει κανείς στη γέννηση ή οι επιλογές που παίρνει τη στιγμή της δοκιμασίας; Και πώς θέλετε να φύγει ο αναγνώστης, κλείνοντας το βιβλίο σας;
Γ.Κ.: Η πραγματική δύναμη όλων είναι στην πραγματικότητα οι επιλογές μας. Είναι η ελευθερία να αποφασίσουμε, να ακολουθήσουμε, να πράξουμε. Κάποιες φορές ακόμη και τα συναισθήματα μας βασίζονται σε επιλογές. Επιλέγουμε να παραμείνουμε θυμωμένοι, να συγχωρήσουμε ή όχι, να αγαπήσουμε ή να μισήσουμε, να πάμε παρακάτω ή και να μείνουμε στάσιμοι. Από την άλλη, τα χαρίσματα είναι ένας άσσος στο μανίκι πολλών ανθρώπων που όμως αρκετοί από αυτούς δεν χρησιμοποιούν, δεν γνωρίζουν πως κατέχουν ή περιμένουν απλώς μια κατάλληλη στιγμή για να πετάξουν στο τραπέζι δίχως να το κάνουν τελικά. Κι αυτό επειδή η κατάλληλη στιγμή δεν φτάνει ποτέ, είτε επειδή δεν την είδαν, είτε επειδή φοβήθηκαν. Όσο για την τελευταία ερώτηση; Αυτό που επιθυμώ είναι ο αναγνώστης να φτάσει ως την τελευταία λέξη του Θεοί και Φύλακες, πλημμυρισμένος συναισθήματα, βουτηγμένος σε μια κολυμβήθρα φωτός κι ελπίδας, βαθιά ερωτευμένος και με αληθινή ανάταση ψυχής. Τούτη η ιστορία να γίνει ένα λίκνο αναγνωστικής μαγείας.















































