Ο φωτογράφος Γιάννης Στυλιανού (1941-1996) —γόνος γνωστής θεσσαλονικώτικης οικογένειας— ασχολήθηκε με τη φωτογραφία ουσιαστικά για πέντε περίπου χρόνια και πραγματοποίησε μία και μοναδική έκθεση στη Θεσσαλονίκη. Κατόπιν αποσύρθηκε και ετελεύτησε τη ζωή του στην ίδια πόλη ασχολούμενος με πράγματα φαινομενικά αλλότρια—ιδιωτικές επιχειρήσεις και άλλες ανάγκες τον έκαναν να σιωπήσει.
Κι όμως η ωραιότατη έκδοση (2002) του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης (Γιάννης Στυλιανού, Η διαυγής όραση και η ευγενής αντινομία, με κατατοπιστική εισαγωγή και χρονολόγιο του Ηρακλή Παπαιωάννου) αποκαλύπτει έναν ιδαλγό, έναν ανυποχώρητο καταγραφέα της μακεδονικής γης, έναν νεορεαλιστή αυτοδίδακτο, αυθεντικόν υπερασπιστή της ενδοχώρας.
Δεν είναι μόνον ότι καταφέρνει να δώσει το ακριβές περίγραμμα της γεωγραφίας, δεν είναι απλώς ένας μαιτρ της ασπρόμαυρης εικόνας (αυστηρά περιγράμματα, θεματική καθαρότητα και λατρεία του αντικειμένου απαράμιλλη), είναι συνάμα και αδιάψευστος ποιητής της μακεδονικής τοπολογίας και τυπολογίας: άνθρωποι και φύση καθρεφτίζονται με ειλικρίνεια και ζωντάνια, χωριά και πόλεις καλύπτονται από μιαν μυθική αχλύ του αληθινού (οι κοπέλες από τα χωριά της Πιερίας συνιστούν λαογραφικής εμπνεύσεως μελετήματα), η Θεσσαλονίκη και ο κόσμος της (γειτονιές, δρόμοι, χαρές και εόρτιες εκδηλώσεις) δίδονται με την καρπερή ματιά του ερωτευμένου.
Πρόκειται για τις εικόνες των παιδικών μας χρόνων (όσοι από εμάς έζησαν το λιτό βίο των χρόνων του εξήντα καταλαβαίνουν τι εννοώ) μεσολαβημένες όμως από τον φωτογραφικό φακό ενός ματιού το οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο σαν ένα σκηνικό μυστήριο, σαν μια τεράστια γιορτή της οποίας το τέλος όλοι γνωρίζουμε. Όπως τα κείμενα του Καζαντζή, του Ιωάννου ή του Ασλάνογλου, οι εικόνες του Στυλιανού αποτελούν μάρτυρες ηθογραφικής τοποφιλίας, συνομιλούν με τον καταγωγικό κόσμο που τις παρήγαγε (λαϊκοί άνθρωποι, βιοπαλαιστές) και συναγωνίζονται σε λυρισμό τις πιο ωραίες περιγραφές της επαρχίας και των ανθρώπων της.
Ταυτόχρονα ωστόσο η κοφτερή ματιά των εικόνων προδίδει και τη στόφα του μοντερνιστή ευρωπαίου: ο κόσμος αναπαρίσταται σαν ένα πεδίο δυνατοτήτων, το πανηγύρι δεν είναι μόνον η εκτός τάξεως γιορτή, είναι και η σύνοψη των λειτουργιών της αγοράς, τόπος διακίνησης εμπορευμάτων, πεδίο πολλαπλών ειδικοτήτων, τόπος συνάντησης ποικίλων πολιτισμών, συνέλευση νοοτροπιών.
Παράλληλα, η ύλη ως μορφή, αποτυπωμένη σε παραδείγματα φύλλων και κορμών δέντρου, αποδεικνύει το αμείωτο ενδιαφέρον και τη μέριμνα για το μηχανικό, το αναλυτικό, το κυτταρικό σύστημα που κρύβεται σε κάθε πυρήνα του ορατού, αντικειμενικού κόσμου. Άλλοτε πάλι, στην επισήμανση της χρήσης των σταυρών, θεματοποιείται ο χριστιανικός συμβολισμός όχι από τη μεριά του πιστού αλλά από τη μεριά του εν εγρηγόρσει ευρισκομένου παρατηρητή, από τη μεριά του σαγηνευμένου από τα σημεία του κόσμου τούτου νεωτερικού ανθρώπου —σ’ έναν κόσμο όπου η περίσσεια των συμβόλων καθιστά περιττή το ίδιο το συμβολιζόμενο.
Η φωτογραφία τραβήχτηκε στο Λόφο το 1966/67: Ο ορεινός οικισμός με ορατά τα ίχνη της φθοράς—είκοσι χρόνια μετά τον εμφύλιο οι άνθρωποι παλεύουν με τα φαντάσματα της κοινοτικής επιβίωσης, εγγράφονται στοχαστικά στο ρημαγμένο τοπίο, έξω και γύρω τους η κομμένη γλώσσα της μνήμης.
Οι τρεις μορφές της εικόνας τοποθετήθηκαν με γεωμετρική σχεδόν ακρίβεια: συνθέτουν μια διαγώνιο της οποίας το άνοιγμα ξεκινά από το κουρεμένο κεφάλι του μικρού, διασχίζει την κεντρική μορφή της κοπέλας και τελειώνει στη ανδρική παρουσία. Παράλληλα, από το ίδιο σημείο πάλι ξεκινώντας, διαφοροποιούνται και τα αισθήματα των εικονιζομένων: το μικρό κουρεμένο κεφάλι κοιτάζει αλλού, ίσως στην αυλή ή στον απέναντι φράχτη, κάπως αδιάφορα, σαν να μην έλαβε γνώση της φωτογράφησης. Η κοπέλα εντυπωσιάζει με τη λιτή, κοφτερή, αποφασιστική ματιά: κοιτάζει περίνους, με γνώση των ανθρωπίνων από τη μεριά του Θεού, με μια θλίψη αδιόρατη αλλά και με καθαρότητα έντιμου πουλιού. Ντυμένη καλά, περιποιημένη σε σχέση με το άτακτο τοπίο, φορά κορδέλα που επιστέφει τη λεπτή χωρίστρα, ένα όμορφο νοικοκυρεμένο κεφάλι που νεύει σταθερά στο φακό. Η ανδρική μορφή έχει ελαφρά γερμένο το κεφάλι, χαμηλωμένα τα μάτια, σκεπάζει στοργικά—αλλά και σε κάποια απόσταση—τα σώματα των υπόλοιπων μορφών, τα χείλη σφιγμένα υποδηλώνουν σοβαρότητα και συστολή συγχρόνως, αλλά ίσως και μια χαλαρότητα, μια επιείκεια απέναντι στο ευφρόσυνο συμβάν της ημέρας, την αποτύπωση του χρόνου.
Σήμερα οι μορφές θα έχουν περάσει τα εβδομήντα, θα έχουν ίσως παιδιά και εγγόνια, δεν ξέρουμε αν συνέχισαν τον αγροτικό βίο ή αν κατέβηκαν στην πόλη, το βέβαιον είναι πως κάποιο παιδί από τα παρακείμενα σοκάκια θα κοιτάζει ξανά τον δύσκολο κόσμο και τα μαγαζιά από το ύψος της λοφώδους ενδοχώρας.
Μικροϊστορικά του Αντώνη Κάλφα




























