
Στα «Απομνημονεύματα» του επισκόπου Κίτρους Νικολάου Λούση, η Κατερίνη στα 1878 «έχει οικίας 300 περίπου» ενώ το Λιτόχωρο την ίδια εποχή έχει 600 οικίες.
Στην επανάσταση του 1878 (η προσωρινή κυβέρνηση της Μακεδονίας με πρόεδρο τον Ευ. Κοροβάγκο συστάθηκε στις 19 Φεβρουαρίου του 1878 και κήρυξε τον «ένωσιν της Μακεδονίας μετά της μητρός Ελλάδος»), όλα τα χωριά του Ολύμπου και των Πιερίων, από τις εκβολές του Πηνειού ως τον κάτω ρου του Αλιάκμονα, είχαν επαναστατήσει.
Μέρα με τη μέρα το κίνημα επεκτεινόταν και εδραιωνόταν. Μόνο η Κατερίνη εξακολουθούσε να μένει στα χέρια των Τούρκων. Ένα σφάλμα του γενναίου αξιωματικού Δουμπιώτη ήταν πως δεν προχώρησε αμέσως σε επίθεση εναντίον της Κατερίνης και παρασύρθηκε σε διαπραγματεύσεις, όταν τον επισκέφθηκε μια επιτροπή από την Κατερίνη που την αποτελούσαν ο δερβίσης Μπαμπά και ο Έλληνας Νικ. Μπίτσιος.
Στον κατάλογο των ανδρών που αγωνίστηκαν στο σώμα του Επισκόπου Κίτρους Νικολάου συναντάμε και 9 αγωνιστές από την Κατερίνη: Κωνστ. Μπέσιας, Δημ. Μπέσιας, Κωνστ. Μπιζιότης, Αδάμος Τζούκας, Δημ. Παπανεοφύτου, Ιωάννης Στάϊκου, Βαγγέλης Ιωάννου, Παναγ. Σπύρου, Δημ. Αθανάσιος.
Τον Νοέμβριο του 1880 μια δύναμη διακοσίων περίπου ληστών επιτέθηκε στο «χωρίον» Βροντού και απέσπασε από τους δυστυχείς χωρικούς 500 οκάδες ψωμί και 30 κριάρια. Οι χωρικοί ζήτησαν αμέσως τη βοήθεια του οθωμανικού στρατιωτικού κλιμακίου της Κατερίνης. Γνωρίζουμε από άλλες πηγές ότι στην Κατερίνη έδρευε ισχυρή τουρκική στρατιωτική δύναμη.
Ο Ν. Σχινάς περιηγούμενος την Πιερία κατά τη δεκαετία του 1880 ανέφερε ότι η συνηθισμένη τουρκική φρουρά που έδρευε στην Κατερίνη αποτελούνταν «[…]ἐξ ἑνὸς τάγματος 300‐400 ἀνδρῶν δυνάμεως, 15‐20 ζαπτιέρων ἐντοπίων καὶ 20‐30 τουρκαλβανῶν». Πράγματι οι Τούρκοι, αφού πληροφορήθηκαν το ληστρικό επεισόδιο, μετακίνησαν μεγάλη στρατιωτική δύναμη, η οποία συνεπλάκη με τους ληστές στον Όλυμπο. Στη συμπλοκή όμως οι Τούρκοι υπέστησαν ολέθρια ήττα αφήνοντας 25 νεκρούς και πολλά πολεμοφόδια.
Το μουσουλμανικό στοιχείο δεν ήταν αμελητέο ιδιαίτερα στον πιερικό κάμπο. Κατά τη δεκαετία του 1880 η «κώμη» της Κατερίνης σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ν. Σχινά κατοικούταν από 1800 περίπου χριστιανούς και 1200 Οθωμανούς.
Ο ταγματάρχης του υπουργείου Στρατιωτικών Νικόλαος Θ. Σχινάς, στις εκδεδομένες το 1886 οδοιπορικές του σημειώσεις, περιγράφει ως εξής την Κατερίνη: «Κείται επί πεδιάδος ανοικτής, και απέχει δύο ώρας των υπωρειών του Ολύμπου και μίαν της θαλάσσης, είναι δ’ ευπρόσβλητος από τις εκ του Πλαταμώνος οδού και είναι έδρα Μουδίρου, ήτοι Επάρχου.
Στη μελέτη του Νίκου Γραίκου «Η εκκλησιαστική εικονογραφία ως πηγή για την τοπική ιστορία της Πιερίας» βρίσκουμε την πρώτη μαρτυρία για την ύπαρξη επαγγελματικών συντεχνιών στην Κατερίνη: «η παλαιότερη αφιερωματική εικόνα συντεχνιών που ανακαλύψαμε είναι του 1886 και βρίσκεται αποθηκευμένη στον υπόγειο ναό της Θείας Αναλήψεως.
Πρόκειται για εικόνα του αγίου Γεωργίου και σκηνών του μαρτυρίου του αφιέρωμα της συντεχνίας των κυνηγών υπογραμμένη και χρονολογημένη από τον Σαμαρινιώτη αγιογράφο παπα Γεωργίου το 1886. […] Ο ΑΓΙΟC ΓΕΩΡΓΙΟC, Δι΄ ἐξόδων τῶν / ἐν Αἰκατερίνης / κυνηγῶν ἐν ἔτει / 1886 / ἔργον π(απα) Γεωργίου Μ / ἔκ Σαμαρίνης. Είναι άγνωστη η δραστηριότητα της συντεχνίας των κυνηγών στην Κατερίνη. Η αφιέρωση όμως δείχνει ότι στα τέλη του 19ου αι. μία συγκροτημένη επαγγελματική ομάδα Κατερινιωτών ασχολούνταν με το κυνήγι αποδεικνύοντας συγχρόνως και τον αγροτικό χαρακτήρα της «κώμης».
Το 1890 αναφέρονται (Στατιστικοί Πίνακες του Ελληνικού Προξενείου Θεσσαλονίκης), 300 οικίες και 700 διαχειμάζοντες Βλαχολιβαδιώτες. Τα επιστημονικά περιοδικά του προπερασμένου αιώνα -και κάθε άλλο είδος περιοδικού: γεωργικού, εκπαιδευτικού, παιδικού, λαϊκού, κλπ.- δεν μας παρέχουν ενδείξεις ότι υπήρχε «επικοινωνία» των κατοίκων της περιοχής με την επιστημονική και εν γένει πνευματική ζωή της υπόλοιπης χώρας.
Μοναδική εξαίρεση, που εντοπίστηκε στο σπουδαίο επιστημονικό περιοδικό «Προμηθεύς», στο τεύχους της 9ης Δεκεμβρίου του 1890, αποτελεί η έκκληση που απευθύνει το περιοδικό στον ιατρό από την Αικατερίνη κ. Νικολαϊδη, να τακτοποιήσει τις συνδρομές του, απ’ όπου και φαίνεται μια κάποια «επικοινωνία» με την διακίνηση ιδεών που με μοναδικό τρόπο πρέσβευε το εν λόγω περιοδικό.
Στην Κατερίνη, τα σπουδαιότερα τεκμήρια του μουσουλμανικού παρελθόντος είναι ο τεκές του Αμπντουλάχ Πασά (1891/1892) και μερικές επιτύμβιες (δηλαδή πάνω σε τάφους) ισλαμικές στήλες, ο οποίες διασώθηκαν από την κατεδάφιση του κεντρικού τζαμιού της πόλης (παλιά ΔΕΗ) τη δεκαετία του 1990. Σε δύο οθωμανικές επιτύμβιες μαρμάρινες στήλες στην αραβική γλώσσα, γράφει ο Νίκος Γραίκος, «μπορούμε να καταλάβουμε ότι η πρώτη ανήκε σε άγνωστο Οθωμανό που πέθανε τον 19ο αι. και η δεύτερη (η μεγαλύτερη) στην νεαρή Χαφιζέ, κόρη του Αμπντουλάχ, που πέθανε το 1732».
Η μόνη ξένη προπαγάνδα που έδρασε στην Πιερία μετά την επανάσταση του 1878 ήταν η ρουμανική (μάλιστα, η μαχητική αντιμετώπιση της ρουμανικής προπαγάνδας από τον Παρθένιο Βαρδάκα προκάλεσε διάβημα της ρουμανικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη). Η προπαγάνδα αυτή στηρίχτηκε κυρίως στην ύπαρξη των βλαχόφωνων ποιμένων στην πόλη της Κατερίνης και στα γειτονικά χωριά. Το 1892, σημειώνει ο Μιχάλης Φαργκάνης, «τα όργανα της ρουμανικής προπαγάνδας κατόρθωσαν να ιδρύσουν ρουμανικό σχολείο στην Κατερίνη. Η πρωτοβουλία, σύμφωνα με τον μετέπειτα επίσκοπο Κίτρους Νικόλαο Σακκόπουλο, ανήκει στον τσιφλικά Χρήστο Τζέκα, ο οποίος αργότερα στα χρόνια του Παρθενίου ενίσχυε όπως μπορούσε τη ρουμανική προπαγάνδα».
Πληροφορίες για τη νεότερη ιστορία της περιοχής παρέχουν και τα μοναστήρια. Ο Δημήτρης Παπάζης μελετώντας αρχεία των ετών 1874-1936 εντόπισε κάποια έγγραφα στα οποία γίνεται λόγος για το μοναστήρι των Εισοδίων της Θεοτόκου (Πέτρας Ολύμπου). Η μονή φορολογείται την εποχή εκείνη για 47 ακίνητα των οποίων καταγράφεται μόνον η τοποθεσία. Στις 11.9.1897 επικυρώνεται συμβόλαιο ανάμεσα στον ηγούμενο Νικηφόρο και τον ζάπλουτου θεσσαλονικέα ισραηλίτη Σαούλ Μοδιάνο (1817-1883). Ο Σαούλ Μοδιάνο θεωρούνταν ο δεύτερος μεγαλύτερος ιδιοκτήτης ακινήτων σε ολόκληρη την οθωμανική αυτοκρατορία.
Η εφημερίδα Σκριπ (1.1.1898) δημοσιεύει την είδηση για την δολοφονία τριών νέων από γκέκηδες στρατιώτες. Οι τρεις νέοι (αναφέρεται μόνον το όνομα ενός, του Ι. Λέρα) ξεκινώντας από το Λιβάδι πήγαιναν στην Κατερίνη για δουλειές όταν έπεσαν θύματα δολοφονικής ενέδρας: «Φόνος Ελληνοπαίδων εις Αικατερίνην. Δράστες οι αιώνιοι Γκέκηδες. Έκλεψαν τους νέους και κατόπιν τους έπνιξαν. Σύλληψις αυτών εις Βόλον». «Καθ’ οδόν, έξωθεν του ερημοεκκλησιδίου «Άγιος Δημήτριος», συναντήσαντες αυτούς τρεις στρατιώται γκέκηδες επιτίθενται εναντίον των, τους κατεβίβασαν εκ των ίππων και αφού έλαβαν όσα χρήματα εύρον επ’ αυτών, τους γύμνωσαν, τους έδεσαν και τους έπνιξαν. […] Τα σώματα των τριών νέων αφήκαν εις τον τόπον του εγκλήματος, ένθα ανευρέθησαν μετά τέσσαρας ημέρας υπό χωρικών εξ Ολύμπου τυχαίως διελθόντων εκείθεν, οίτινες και τα εκόμισαν εις Αικατερίνην».
Μικροϊστορικά του Αντώνη Κάλφα
antoniskalfas@yahoo.gr





























