Με ντύμα χριστουγεννιάτικο η νυχτιά, έναστρη μα και κρυαδερή, κι εγώ θέλω για λίγο να νυχτοστρατήσω στους δρόμους της πόλης μου, του χωριού μου, της γειτονιάς μου κι αν γίνεται ακόμη και στους άλλους, του πουθενά. Τη σιγαλιά της θέλω για λίγο να νιώσω, να απολαύσω, να χαρώ, την πνοή της τη γιορταστική. Μέρες που είναι, αυτή δένει με την καρδιά μου, τα ποθεινά μου, τα απόκρυφα σκιρτήματά μου.
Δε με πειράζει που με τα σπιθίσματά του, λαμπερά ή αχνά, δε θα με συνοδεύει ο απόμακρος αποσπερίτης μήτε και το φεγγάρι, τo χλωμό, που δε θα με χαμογελά. Έχω στο διάβα μου για φως, το φως της “Χώρας των χρωμάτων”, που πλέρια χύνεται στα πάρκα, στους δρόμους, στις πλατείες και στα μπαλκόνια των σπιτιών, των σπιτιών όλου του κόσμου, όχι μόνο όπου φίλοι, πλούσια τραπέζια, δώρα φανταχτερά, λάμψη, τραγούδια και χαρά, αλλά και όπου ορφανά, ανθρώποι μόνοι – παππούς γιαγιά -, άνεργοι, πονεμένοι, πολέμου κατατρεγμένοι – τρομαγμένοι , πρόσφυγες απεγνωσμένοι και κάθε λογής της ζωής ταλαιπωρημένοι, γιατί το φως δεν είναι μόνο του εντυπωσιασμού, της γιορτής, της απόλαυσης, της χαράς, αλλά και του φωτοστέφανου του θείου βρέφους, του δάκρυου του Ιωσήφ – συγκινημένης πατρικής καρδιάς- και του γλυκύτατου χαμόγελου της νιας μητέρας, της Παναγιάς.
Κι εσύ, που επίσης χαίρεσαι όλη αυτή την ατμόσφαιρα, έλα μαζί μου για συντροφιά και μαζί να βάλλουμε
– μια φάτνη ταπεινή σε μια γωνιά των σπιτιών μας, γιατί σε πολλά από αυτά έφυγε η θεία ευλογία. Να δεχτούμε τα χνότα των ζωντανών της, την πνοή, την άδολη ματιά τους, γιατί πολλές καρδιές των ανθρώπων της οικουμένης κρυώσαν και πολλοί κοιτάζονται άγρια μεταξύ τους. Δείχνουν τα δόντια τους, τα μαχαίρια τους, τα σπαθιά τους, τα όπλα τους. Απειλούν, λεηλατούν, σφάζουν, σκοτώνουν, εγκληματούν,
– άγγελοι να μας σαλπίζουν ουράνιες ωδές, διθυραμβικά δοξαστικά, αίνους, χερουβικά, γιατί πολλά είναι εκείνα που, καθημερινά, μας φορτώνουν στο μυαλό, πλακώνουν την ψυχή μας και επίμονα – πολλές φορές και μάταια – αναζητούμε την πολύτιμη γαλήνη μας,
– το λαμπερό άστρο των Μάγων να φωτίζει το πνεύμα μας, τα βήματά μας στους δρόμους της πολυπόθητης του καθενός Ιθάκης, τα στέκια της ευέλπιδας ζωής μας.
– Μια Βηθλεέμ, θέλω να πω, να φέρουμε στη γειτονιά μας, γιατί πολλοί κακονούστεροι κυκλοφορούν στους δρόμους μας, δίπλα μας και δεν ξέρουμε πώς να φυλαχτούμε.
Στους καιρούς, που ζούμε, χρειαζόμαστε τη φάτνη, τους αγγέλους, το άστρο των Μάγων, το λαμπερό, τη Βηθλεέμ στη γειτονιά μας – πιστεύουμε δεν πιστεύουμε -, όποιοι κι αν είμαστε, όπου κι αν είμαστε, όποια γλώσσα κι αν μιλάμε, όποιο χρώμα στο πετσί μας κι αν φοράμε.
Καλά Χριστούγεννα!
Του Γιάννη Β. Ευσταθιάδη
πρ. Σχολικού Συμβούλου
Α/θμιας Εκπ/σης















































