Το έργο του Σάββα Τσιλιγγιρίδη απέριττο, σπουδαίο και μορφικά ακριβές μπορεί να αποτελέσει αφορμή για πολλές μελέτες, μνημονικές καταθέσεις αλλά και προσεγγίσεις. Μια τέτοια πτυχή αξιοποιεί ο καλός αρχαιολόγος και ιστορικός Βαγγέλης Παπαθανασίου (δεινός επίσης αφηγητής) ανασύροντας από τη μνήμη του όψεις μιας εικόνας η οποία αναφέρεται στο μόχθο της καπνοκαλλιέργειας.
Παραφράζοντας λοιπόν τα λόγια του Τλούπα για τον Μπαλάφα μπορώ βάσιμα πια να υποστηρίξω: «O Σάββας Τσιλιγγιρίδης υπήρξε ένας ωραιολάτρης φωτογράφος. Aσχολήθηκε με τη φωτογραφία, χωρίς να τον επηρεάσουν οι εμπορικοί ανταγωνισμοί και οι βιοποριστικές ανάγκες. Tα οράματά του πηγάζουν από την ομορφιά της φύσης και το σκληρό μόχθο της ζωής σε ένα άχραντο ήθος και μια ασύλληπτη ευγένεια. Tο έργο του είναι πληθωρικό και πολύμορφο και διαπνέεται από τον άκρατο λυρισμό που υμνεί το μακεδονικό τοπίο και τον κόσμο του».
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΦΑΣ
Βρισκόμαστε, στα 1958, σε ένα μεγάλο καπνοχώραφο, προσφυγικής (ποντιακής) ιδιοκτησίας, στα νοτιοδυτικά της Κατερίνης, και στο βάθος θεωρούμε το σβήσιμο της εγκάρσιας λοφοσειράς του Μακρέως και τον Αδριανό, που προβάλλουν πάνω από την δεξιά όχθη του Μαυρονερίου, ή του ποταμιού της Πέτρας. Είμαστε στις παραμονές του Δεκαπενταυγούστου, γύρω στις επτά η ώρα το πρωί.
Μέσα στο χωράφι, μιαν άγνωστη ξυπόλητη κοπέλλα, γύρω στα 20, από κάποια φτωχή κοινότητα του Κάτω Ολύμπου, ή των Πιερίων, περπατά με προσοχή ανάμεσα στις καπνιές (τα φυτά του καπνού). Αν ζεί σήμερα θα διανύει την 9η δεκαετία της ζωής της. Η κοπέλλα ξύπνησε από την στρωματσάδα (μαζί με άλλες, τρείς, τέσσερεις, κοπέλλες), από τις τεσσεράμισυ στο προσφυγικό σπίτι του αφεντικού της, κτισμένου με τούβλα και λαμαρίνες, στα Χηράδικα. Στρωματσάδα κοιμούνταν, σε ψάθα, …ψαριά.
Ντύθηκε τα ρούχα της δουλειάς, έρριξε πίσω τα μαλλιά της, και χωρίς να βάλει μπουκιά στο στόμα της, ανέβηκε στο κάρρο, και την πήγανε στο χωράφι. Από τις πέντε, με το πρώτο φώς, έως τις εφτά, έχει μαζέψει τα φύλλα από τις καπνιές («έσπαζε τα φύλλα»), κάτω από τα ούτσια (τα μικρότερα φύλλα, προς την κορυφή της καπνιάς, που βγάζουν τον καλύτερο καπνό), τα έχει στοιβάξει στο αυλάκι και μετά από δύο ώρες τα έβαλε τακτικά στην λινάτσα, κομπόδεσε την λινάτσα, την φορτώθηκε στον ώμο και την κουβαλά στο κάρρο (δεν μπαίνει το κάρρο στο χωράφι). Η λινάτσα και η κοπέλλα θα πάνε στο σπίτι του αφεντικού, να βγάλει πρώτα τα ρούχα του χωραφιού, που κολλάνε πάνω της, γεμάτα από την μαύρη κόλλα του καπνόφυλλου. Να αλλάξει, να πλύνει τα χέρια της.
Να φορέσει τα λαστιχένια παπούτσια. Να πιεί ένα τσάϊ από κυδωνόφυλλα κι ύστερα να κάτσει να αρμαθιάσει. Αρμάθιαζαν μέχρι το μεσημέρι: στις 1, στις 2, στις 3 η ώρα. Μετά έτρωγαν λίγο καμμιά κακοχάψια, λίγο κακοφάϊ στο ξένο σπίτι, «για να σταθεί η ψυχή τους». Φασόλια, φακές, φασολάκια. Καμμιά σαλάτα με σάπιες ντομάτες. Μετά έκαναν δουλειές και για αυτές αλλά και για όλο το σπίτι του αφεντικού (π. χ., ζύμωναν, έπλεναν τα ρούχα τους, σκουπίζανε τις αυλές, ό,τι δουλειά είχε το σπίτι, βοηθούσαν).
Πέντε-έξι κοπέλλες δούλευαν σε κάθε αφεντικό ανάλογα με τα χωράφια του καθενός. Το μεροκάματο ήταν 25 δραχμές την ημέρα, τις πρώτες ημέρες, που φύτευαν, ή τσάπιζαν (τον Μάϊο) και ύστερα, όταν έσπαζαν τα φύλλα, τους πλήρωναν δυό δραχμές την αρμάτα. Άλλη έβγαζε πέντε και άλλη δέκα αρμάτες, τη μέρα. Δέκα αρμάτες την ημέρα, ένα εικοσάρι. Όσο μπορούσε η καθεμία. Τέλειωναν το απόγευμα. Τις αρμάθες τις έβαζαν σε ράμκες. Αφού στέγνωναν στις ράμκες οι αρμάθες, τις έβαζαν μετά στα μπασκιά.
Το βράδυ λέγανε τραγούδια με τις φιλενάδες. Στα συχνά ποντιακά γλέντια δεν συμμετείχαν. Δεν ξέρανε τον κότσιαρι. Παρακολουθούσαν, όμως με ενδιαφέρον και ευθυμία τα δρώμενα, ξένα προς την εντόπια παράδοση. Τις Κυριακές δεν εργάζονταν. Πήγαιναν μια βόλτα στην Κατερίνη. Χάζευαν τις βιτρίνες. Πρίν φύγουν από την δουλειά, τέλη Αυγούστου, αγόραζαν από την Κατερίνη τίποτε για το σπίτι, υφάσματα για φουστάνια (να έχουν στο πανηγύρι του χωριού), και για την προίκα τους, καμμιά ρετσίνα (ύφασμα ριγέ) και παπούτσια για τον πατέρα, ό,τι…, σώνονταν τα λεφτά στα ψώνια.
Μου τα λέει η μάνα μου, η Πολυξένη, από τον Παντελεήμονα, που έκανε τρία χρόνια καπνεργάτρια (1956-58) στην Κατερίνη. «Σκουτίνα, Παντηλέϊμονο, Λιφτουκαρυά: κασνάκια!…», λέγανε οι καμποχωρίτες για να ελεεινολογήσουν την φτώχια των χωριών του Κάτω Ολύμπου. Ύστερα, που ήρθε ο τουρισμός, σώπασαν…ζἠλευαν.
Από το χωριό μας, πήγαιναν σχεδόν όλες οι κοπέλλες, ετών 22 με 23. Πότε πότε ερχόταν μαζί τους και κανένας έφηβος, αδελφός κάποιας κοπέλλας. Πήγαιναν από τον Απρίλη, μετά το Πάσχα, έως και μετά τον Αύγουστο. Έρχονταν τα αφεντικά, όλοι Πόντιοι, στο κάστρο, την ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής, στο μεγάλο πανηγύρι, και κλείνανε την συμφωνία. Συμφωνούσαν το μεροκάματο. Πηγαίνανε παρέες παρέες. Μετά το Πάσχα, μετά του Θωμά, φεύγανε για τον κάμπο. Η μάνα μου με την Ληφτηρία του Χατζή και την Καλλιόπα του Αγοραστού.
Κάθε φορά η μάνα μου έχανε 5-6 κιλά. Λιοπύρι, ούτε ένα δένδρο για παρηγοριά. Την ανάγκη τους την κάνανε πίσω από το κάρρο. Ένα 15αυγουστο παίρνει μια βροχή και στα Χηράδικα βράχηκαν τα πάντα: μπασκιά, ράμκες. Έκλαιγαν οι καϋμένοι οι Πόντιοι την συμφορά. Πόσο τους λυπήθηκαμε τότε, θυμάται η μάνα μου.
Ύστερα που φύγανε από τον Τσιτουρίδη πήγανε με την Σωτηρία και την Μηρόπη του Μπαντή (Μιχωλού) σε έναν μπαχτσεβάνο. Τσάπιζαν πιπεριές, ντομάτες, ποτίζανε. Δεν ξαναπήγαν στα καπνά. Δούλευαν στον Διεθνή, στις αβεσταριές και στα χωράφια του χωριού, δικά τους και ξένα. Τον Φλεβάρη τσάπιζαν στους μπαχτσέδες του χωριού για ζαρζαβάτια, φασόλια και καλαμπόκια. Με το δικό σου φάε και πχιέ, κι αλισβερίσι μην έχεις!
Μικροϊστορικά του Αντώνη Κάλφα





























