Παλιά, παρ’ ότι η πόλη απέχει μόλις 8 χιλιόμετρα από τη θάλασσα και λογικά θα έπρεπε να έχει ήπιους χειμώνες, εντούτοις από τις αρχές Νοεμβρίου άρχιζαν να ανάβουν οι ξυλόσομπες και το χιόνι ήταν συνηθισμένο φαινόμενο όλο το χειμώνα. Μια ποντιακή έκφραση που ακούγονταν καμιά φορά, ίσως να αποδίδει χαρακτηριστικά το κλίμα που επικρατούσε:
Ο ουρανός συννεφώδης, η γη τσαμουρώδης (τσαμούρια = λάσπες).
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Πραγματικά, πολύ συχνά το χειμώνα έβρεχε και είχε υγρασία, με αποτέλεσμα οι χωμάτινοι δρόμοι να γεμίζουν λάσπες. Μάλιστα πολλοί έλεγαν ότι η Κατερίνη είναι Το Μικρό Λονδίνο, ακριβώς επειδή το χειμώνα έβρεχε συχνά. Μετά από κάθε βροχή, στους κήπους και τα χόρτα έβγαιναν να βοσκήσουν μεγάλα καφετιά σαλιγκάρια, τα οποία πολλοί μάζευαν για φαγητό.
Εκείνη την εποχή, που δεν υπήρχε το σημερινό φαινόμενο του θερμοκηπίου (που έχει αυξήσει τον μέσο όρο θερμοκρασίας), οι χειμώνες ήταν πιο βαρείς και οι θερμοκρασίες πιο χαμηλές από σήμερα. Πολλές φορές το χιόνι έφτανε σε ύψος το ένα μέτρο κι απ’ τις σκεπές των σπιτιών κρέμονταν μεγάλοι σταλακτίτες πάγου. Αυτό ίσως να οφείλεται στην πεδιάδα της Κατερίνης, που είναι ανοιχτή και επίπεδη σαν ταψί. Όταν ο αέρας φυσούσε ανεμπόδιστα, έγερναν οι ψηλές κορυφές από τα καβάκια.
Ίσως πάλι να οφείλεται στις γύρω ψηλές οροσειρές, που περιβάλλουν την πεδιάδα: Τα Πιέρια Όρη, με την κορυφή Φλάμπουρο σε υψόμετρο 2.100 μ. και τον Όλυμπο, το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας, με την κορυφή Μύτικας στα 2.917 μέτρα. Τη μισή χρονιά οι κορυφές των βουνών αυτών ήταν χιονισμένες, από τον Οκτώβριο μέχρι τον Απρίλιο.
Οι κορυφές του Ολύμπου, εξάλλου, ήταν χειμώνα-καλοκαίρι συννεφιασμένες. Όπως λέει κι η μυθολογία μας, εκεί πάνω ζούσε ο νεφεληγηρέτης Δίας. Οι άφθονες βροχές και τα χιόνια που έλιωναν την άνοιξη τροφοδοτούσαν με μεγάλες ποσότητες υπόγειων νερών την πεδιάδα, και δημιουργούσαν μια αυξημένη υγρασία.
Τα χιόνια και οι πάγοι ήταν για τα παιδιά πρόκληση για παιγνίδι, χιονοπόλεμο, κατασκευή χιονάνθρωπων, αυτοσχέδια πατινάζ (γλίστρες) πάνω στους παγωμένους δρόμους. Μερικά από τα αγόρια επιδίδονταν στο κυνήγι πουλιών (σπουργίτια, κοτσύφια, μπεκάτσες, πορζαίλες) με λαστιχένιες αυτοσχέδιες σφεντόνες.
Μερικοί άλλοι έστηναν αυτοσχέδιες παγίδες, τις χαπανούτσες. Ήταν ένα ξύλινο τετράγωνο πλαίσιο με σίτα, τοποθετημένο όρθιο, και με μια κλίση προς τα εμπρός. Στηριζόταν σε ένα λεπτό όρθιο ξύλο, στην άκρη του οποίου ήταν δεμένο σχοινί. Κάτω απ’ το τελάρο υπήρχαν ψίχουλα, σιτάρι ή καλαμπόκι. Όταν λοιπόν έρχονταν τα πεινασμένα πουλιά για να φάνε, τραβούσαν το σχοινί, έπεφτε το τελάρο κι έτσι παγίδευε από κάτω τα πουλιά.
Η επαφή με τη φύση κάθε μέρα έκανε αισθητή την αλλαγή των εποχών. Στο σχολείο οι μαθητές πήγαιναν με τα πόδια και σε μερικά δημοτικά σχολεία μαζί με την σχολική τσάντα κουβαλούσαν κι από ένα καυσόξυλο για την θέρμανση.
Τα σπίτια ήταν όλα μονοκατοικίες με δύο το πολύ ορόφους. Δεν υπήρχαν ψηλές οικοδομές και κτίρια που να εμποδίζουν τη θέα. Έτσι, όλοι έβλεπαν γύρω-γύρω τα ψηλά καβάκια, τα πεύκα του πάρκου, τους γύρω λόφους, τα Πιέρια και τον Όλυμπο. Κι όχι μόνο έβλεπαν, αλλά και μύριζαν. Την άνοιξη το άρωμα από τις ακακίες και τα λουλούδια, το καλοκαίρι τα άχυρα και τα καπνά. Από τα λουλούδια και τα δέντρα που άνθιζαν καταλάβαινε κανείς την άνοιξη.
Πρώτες άνθιζαν οι αμυγδαλιές και οι τζιρνικιές τον Φεβρουάριο κι ακολουθούσαν τα ζουμπούλια, οι πανσέδες οι πασχαλιές, οι ακακίες. Το φθινόπωρο ήταν συνδεδεμένο με τα χρυσάνθεμα, τα κυδώνια, τα ρόδια και τους λωτούς. Ο χειμώνας με τις λάσπες.
Κι ο Βαγγέλης Περπινιάδης τραγουδούσε «Δρόμοι όλο λάσπη…»




























