Πολλοί θα πουν ότι ο Σαββόπουλος ήταν η Ελλάδα των τελευταίων εξήντα χρόνων. Οχι, δεν ήταν η Ελλάδα. Ηταν ο παραμυθάς και ο εξομολόγος της. Αυτός που στην παρτιτούρα αποτύπωνε το εθνικό μας ψυχογράφημα. Εκείνος που τολμούσε να σου πει αυτό που απέφευγες να ακούσεις.
Ο θάνατος του Διονύση Σαββόπουλου δεν είναι απώλεια. Είναι ορφάνια σκέτη. Τουλάχιστον έτσι θα τον αποχαιρετήσουν οι δύο γενιές που έθρεψε με λόγια και νότες.
Πολλοί θα πουν ότι ο Σαββόπουλος ήταν η Ελλάδα των τελευταίων εξήντα χρόνων. Οτι έφυγε από τη Σαλονίκη για να χαριστεί σε όλη τη χώρα. Οχι, δεν ήταν η Ελλάδα. Ηταν ο παραμυθάς και ο εξομολόγος της. Αυτός που στην παρτιτούρα αποτύπωνε το εθνικό μας ψυχογράφημα. Εκείνος που τολμούσε να σου πει αυτό που απέφευγες να ακούσεις. Την πονούσε την Ελλάδα ο Σαββόπουλος. Και η Ελλάδα έκανε τον Σαββόπουλο να πονέσει. Πότε στη χούντα και πότε μετά, όταν έβγαλε το «Κούρεμα» και δεν μπορούσε να εμφανιστεί καν σε μαγαζί.
Ηταν θαρραλέος καλλιτεχνικά και εκφραστικά. Και σε κάποιες περιπτώσεις ήταν και πρωτοπόρος. Μερικές φορές θα έλεγες ότι είχε άγνοια κινδύνου. Ομως όσο μεγάλωνε, τα μικρά στρογγυλά γυαλιά του έγιναν μεγεθυντικοί φακοί. Απαλλαγμένος από τα άγχη της νιότης και με τη στωικότητα που χαρίζει το γήρας, έγινε κάτι σαν ο γλυκός μας θείος. Ηξερε πια την ουσία των πραγμάτων. Οι άνθρωποι είναι κατά βάση καλοί, αλλά έχουν πάθη, κάνουν λάθη.
Μας συστήθηκε ως «γιεγιές» και μας αποχαιρέτησε ως ένας λαϊκός φιλόσοφος, κληροδοτώντας μας λόγια και φράσεις που θα μείνουν στο χρόνο, ακόμα και όταν ξεθωριάσει η δική του μνήμη.
ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΙΔΗΣ




























