Ο αείμνηστος Σάββας Κανταρτζής στα πολύτιμα κείμενά του που έγραψε κατά τον 20ό αιώνα εξιστόρησε με ακρίβεια, θέρμη και αντικειμενικότητα την πολυτάραχη διαδρομή αυτής της ευαγγελικής προσφυγικής ομάδας εμπλουτίζοντας τη γνώση μας για τις περιπέτειες και τις κατακτήσεις αυτής της κοινότητας σε όλα τα επίπεδα (κοινωνικό, οικονομικό, θρησκευτικό, πνευματικό, διεκδικητικό, συλλογικό).
Οι νεώτεροι μελετητές κατέθεσαν χρήσιμες επίσης έρευνες γύρω από την καταγωγή και εξέλιξη των μελών του συνοικισμού (Πάρις Παπαγεωργίου), την εκκλησιαστική μουσική ιδιαιτερότητά του (Γιάννης Αδαμίδης) ή την πλούσια —εφημερίδες, βιβλία, μεταφράσεις, υμνολόγια —εκδοτική του δραστηριότητα (Αντώνης Κάλφας). Άλλοι είδαν την παρουσία των Ευαγγελικών, δηλαδή του Άλλου, ως «μια από το Θεό σταλμένη ευγενική πρόκληση» (Σάββας Αγουρίδης), ως στοιχείο της πολυσυλλεκτικότητάς της (Γιάννης Καζταρίδης) ενώ άλλοι μίλησαν για τα κοινά χαρακτηριστικά με ομοειδείς πουριτανικές κοινότητες όπως π.χ. της Αμερικής (Γιάννης Τσεβάς), άλλοι μελέτησαν την περίπτωση στις συνθήκες της μεταπολεμικής θρησκευτικής ελευθερίας (Βασιλική Σταθοκώστα), χωρίς να λογαριάσουμε και πιο πρόσφατες έρευνες της δημόσιας ιστορίας που επικεντρώθηκαν στο ηχοτοπίο των Ευαγγελικών ως ξεχωριστού συνοικισμού (Γιάννης Ποικιλίδης).
Πώς διαμορφώθηκε ιστορικά ο συνοικισμός; Ο Συνοικισμός Ευαγγελικών της Κατερίνης, γράφει ο Πάρις Παπαγεωργίου σε πρόσφατο περιληπτικό άρθρο του από όπου και οι παράγραφοι που ακολουθούν, «αποτελεί μία μοναδική περίπτωση ευαγγελικής ενορίας που ιδρύθηκε το 1923 από Έλληνες πρόσφυγες προερχόμενους από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία. Στη συντριπτική τους πλειονότητα προέρχονταν από τις δέκα περίπου ευαγγελικές κοινότητες της περιοχής των Κοτυώρων του Πόντου.
Η πρωτοβουλία για την ίδρυση μιας νέας μεγάλης κοινότητας στη Μακεδονία ξεκίνησε από μέλη του Συνδέσμου Ευαγγελικών Εκκλησιών της Σμύρνης, της Μαγνησίας και ιδιαιτέρως της Ορδού (Κοτυώρων) και των περιχώρων της. Εξέλεξαν στην Αθήνα πενταμελή επιτροπή, από την οποία ξεχώριζαν δύο μέλη της επιτροπής, ο ιατρός Χαράλαμπος Σιδηρόπουλος και ο έμπορος Χρήστος Λεμονόπουλος, προσωπικότητες με μεγάλη δράση και επιρροή τόσο στα Κοτύωρα όσο και μετέπειτα στην Κατερίνη.
Η επιτροπή, εφοδιασμένη με σχετική άδεια του Υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως, παρουσιάστηκε στον Γενικό Διοικητή Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος ενέκρινε το αίτημά τους για την ίδρυση στη Μακεδονία αμιγούς Ευαγγελικού Συνοικισμού. Επέλεξαν τελικά την Κατερίνη, μια μικρή τότε πόλη με πληθυσμό 5000 περίπου κατοίκων, ως τον πιο κατάλληλο τόπο τόσο από γεωγραφική όσο και από εμπορική άποψη.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 έως και σήμερα η ζωή της ευαγγελικής κοινότητας κυλά μέσα σε ηρεμία. Ο πουριτανικός χαρακτήρας της κοινότητας έχει υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό ή έχει εξαλειφθεί ανάλογα με τη σχέση που διατηρεί κάθε οικογένεια της κοινότητας με την εκκλησία. Πολλές από τις διακονίες του παρελθόντος, όπως το Β. Ι. Κ. και το Ορφανοτροφείο, έχουν σταματήσει. Ωστόσο, υπό τη διαδοχική ποίμανση των επόμενων ποιμένων, αιδ. Αθανάσιου Ηλία και του βοηθού ποιμένα αιδ. Απόστολου Μπλιάτη, αιδ. Νικολάου Στεφανίδη, αιδ. Ιωάννη Υφαντίδη και από το 2023 του αιδ. Νικολάου Σταμούλη, συνεχίζουν σταθερά οι περισσότερες, όπως το Κυριακό Σχολείο, η Φιλόπτωχος αδελφότητα, οι όμιλοι των διαφόρων ηλικιών και ακόμη η σημαντική πνευματική και πολιτιστική δράση της χορωδίας υπό τη διεύθυνση του Ιωάννη Αδαμίδη. Με πρωτοβουλία του τελευταίου μάλιστα εγκαταστάθηκε το 1980 στην εκκλησία μεγάλο εκκλησιαστικό όργανο».
Η ύπαρξη του σημερινού συνοικισμού χρωστάει ωστόσο την πολεοδομικά και αισθητικά μοντέρνα μορφή του στις προσπάθειες και την επινοητικότητα των πρώτων ευαγγελικών προσφύγων. Κι αυτό γιατί, πέρα από τη διανομή των γαιών, ανατέθηκε σε τοπογράφο μηχανικό η χάραξη του σχεδίου του οικισμού, πράξη καινοτόμα για τα δεδομένα τόσο της Κατερίνης όσο και άλλων επαρχιακών πόλεων της εποχής. Όπως υποστηρίζει η Κατερίνα Χανδόλια: «Είναι το πρώτο σημαντικό βήμα με το οποίο η Κατερίνη αφήνει πίσω της τη μορφή της οθωμανικής πόλης με τα στενά και δαιδαλώδη δρομάκια και υιοθετεί ένα δυτικό πρότυπο οργάνωσης της πόλης.
Οι δρόμοι είναι φαρδείς και άνετοι, τα οικοδομικά τετράγωνα έχουν κανονικό σχήμα και είναι ομοιόμορφα μεταξύ τους. Επίσης, γίνεται αισθητός ο διαχωρισμός δημόσιου/ κοινόχρηστου – ιδιωτικού χώρου. Προβλέπεται εξαρχής η δωρεά στην Εκκλησία δύο μεγάλων οικοδομικών τετραγώνων στο κέντρο του οικισμού για την ανέγερση του ευκτήριου οίκου (ευαγγελικής εκκλησίας), του σχολικού κτιρίου καθώς και άλλων βοηθητικών οικημάτων. Στον ίδιο χώρο προβλέπεται από το σχέδιο και υλοποιείται η πλατεία και το πάρκο του οικισμού. Στις παρυφές των Ευαγγελικών, ορίζεται και ο χώρος του νεκροταφείου».
Ο συνοικισμός των Ευαγγελικών σήμερα, αποτελεί ένα κομμάτι της πόλης που διαφέρει σημαντικά από την ευρύτερη πολεοδομική φυσιογνωμία της Κατερίνης. Ο συνοικισμός έχει διατηρήσει ως ένα βαθμό τον αρχικό του χαρακτήρα. «Ο συντελεστής δόμησης», θα πει η Βίκη Μανιάτη, « παραμένει χαμηλός, κυριαρχούν οι μονοκατοικίες με αυλές, ορισμένες από τις οποίες είναι των πρώτων χρόνων της ίδρυσής του.
Με την αναθεώρηση του πολεοδομικού σχεδίου το 1984, στον αρχικό πυρήνα του συνοικισμού προστέθηκαν οι νέες επεκτάσεις βόρεια και βορειοδυτικά και ορισμένα τμήματα γειτονικών περιοχών. Κατά συνέπεια ο συνοικισμός Ευαγγελικών σήμερα εμφανίζεται σημαντικά διευρυμένος, αποτελώντας μία από τις πέντε πολεοδομικές ενότητες του σχεδίου της πόλης της Κατερίνης».
Οι αισθητικά φροντισμένες καλλιτεχνικές φωτογραφίες του ημερολογίου σκοπό έχουν να εντοπίσουν την ιστορική διάρκεια και τις κατακτήσεις αυτού του ιστορικού συνοικισμού καθώς και τις χρήσεις των όμορφων κτιρίων που τον κοσμούν. Δεν είναι τυχαίο πως, ήδη στο μακρινό 1926, ο τότε Γενικός Διευθυντής Εποικισμού Μακεδονίας Ιωάννης Καραμάνος έλεγε χαρακτηριστικά πως «ο συνοικισμός αυτός είναι το καύχημα του Εποικισμού και είμεθα υπερήφανοι δι’ αυτόν».
Σήμερα, έναν αιώνα μετά, χάρη στο προσφυγικό και ανοιχτόμυαλο πείσμα των ιδρυτών του και παρά τις πληθυσμιακές αλλαγές στην περιοχή, ο ιστορικός συνοικισμός Ευαγγελικών της Κατερίνης μπορεί να υπερηφανεύεται για τη μετάβαση από το «καύχημα του Εποικισμού» στην μοντέρνα πολεοδομική ενότητα «Ευαγγελικά».
Μικροϊστορικά του Αντώνη Κάλφα































