Καταρρέει η φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη – ή απλώς αλλάζει μορφή; Σύμφωνα με τον Στήβεν Λομπέλ (Steven Lobell), καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Utah και έναν εκ των κορυφαίων παγκοσμίως ερευνητών του Νεοκλασικού Ρεαλισμού και των Μικρών Κρατών, το παγκόσμιο σύστημα που οικοδομήθηκε και καθοδηγήθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ραγίζει, αλλά δεν έχει καταρρεύσει.
«Δεν πιστεύω ότι κατέρρευσε. Πιστεύω ότι ραγίζει», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αμερικανός καθηγητής, ο οποίος βρίσκεται αυτές τις ημέρες στη Θεσσαλονίκη, επισκεπτόμενος το Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και πιο συγκεκριμένα το Ινστιτούτο Διεθνών Ευρωπαϊκών και Αμυντικών Αναλύσεων.
Οι ρωγμές στην αμερικανική τάξη πραγμάτων
Για τον Λομπέλ, η μεταπολεμική φιλελεύθερη τάξη – και ιδίως η παγκοσμιοποιημένη εκδοχή της μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης – παραμένει ουσιαστικά αμερικανικής ηγεσίας. Βασίζεται σε αρχές όπως ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου, η αντίθεση στην κατάκτηση, οι ανοιχτές αγορές, η παγκοσμιοποίηση και η διάδοση της δημοκρατίας.
Αυτές οι αρχές, ωστόσο, είναι πλέον «σε ρευστότητα».
«Αυτό που εξετάζουμε είναι η φύση αυτής της παγκόσμιας τάξης που διαμόρφωσαν οι ΗΠΑ και η ερμηνεία της φθοράς της – των ρωγμών που τη διαπερνούν», εξηγεί ο Αμερικανός καθηγητής, ο οποίος, παρά τη συζήτηση που εξελίσσεται στη διεθνή πολιτική περί «παρακμής» της Αμερικής, επιμένει:
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν απίστευτα πλούσιες και ισχυρές». Το πρόβλημα, προσθέτει, είναι σχετικό: «Άλλες χώρες τις πλησιάζουν (τις ΗΠΑ). Ανακάμπτουν, γιατί κατάφεραν να επωφεληθούν από την αμερικανική ισχύ όσο εκείνη σήκωνε το βάρος».
Από το «τέλος της Ιστορίας» στην εποχή του …άγχους
Ο Λομπέλ θυμάται τη δεκαετία του 1990 με μια δόση νοσταλγίας. «Θυμάστε τα ‘90s;», λέει γελώντας. «Ήταν μια τρελή εποχή. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε τελειώσει, ο Φουκουγιάμα (Fukuyama) έγραφε για το τέλος της ιστορίας, και φαινόταν πως ο φιλελευθερισμός εξαπλωνόταν παντού». Τότε, η μονοπολική στιγμή – η περίοδος της αδιαμφισβήτητης αμερικανικής κυριαρχίας – φαινόταν να προαναγγέλλει έναν κόσμο που πορευόταν ασταμάτητα προς τη δημοκρατία και τις ελεύθερες αγορές. Όμως κάτω από την επιφάνεια της αισιοδοξίας, παρατηρεί, «ανελεύθερα κράτη όπως η Κίνα και η Ρωσία επωφελούνταν επίσης από την αμερικανική τάξη». Σήμερα, τα ίδια αυτά κράτη είναι από τους κύριους αντιπάλους της.
Αν οι ΗΠΑ διατηρούν ακόμη την ικανότητα να ηγούνται, έχουν άραγε και τη βούληση; Ο Αμερικανός καθηγητής βλέπει την αποδυνάμωση της ευρείας εσωτερικής συμμαχίας που στήριζε κάποτε την αμερικανική εξωστρέφεια ως κρίσιμο παράγοντα. Μετά το 1945, η αμερικανική εξωτερική και οικονομική πολιτική καθοδηγούνταν από μια ευρεία συμμαχία συμφερόντων – «εργασία, γεωργία, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, βιομηχανία, στελέχη επιχειρήσεων, τεχνολογικές εταιρείες», όπως απαριθμεί. Αυτή η συμμαχία υποστήριζε το ελεύθερο εμπόριο, τους χαμηλούς δασμούς και τη συμμετοχή των ΗΠΑ σε διεθνείς οργανισμούς. Η παγκοσμιοποίηση, ωστόσο, δημιούργησε νικητές και ηττημένους. «Η βιομηχανική ζώνη των ΗΠΑ έγινε η “ ζώνη της σκουριάς”», λέει και προσθέτει: «Τα εργοστάσια έκλεισαν, οι δουλειές χάθηκαν, και αυτές οι ίδιες περιοχές έγιναν τα πεδία μάχης των σημερινών εκλογών – Πενσυλβάνια, Μίσιγκαν, Ουισκόνσιν».
Καθώς η οικονομική αποδιοργάνωση βάθαινε, η πολιτισμική και πολιτική πόλωση εντάθηκε. «Η πολιτική βούληση που στήριζε τον αμερικανικό διεθνισμό εξασθενεί», προειδοποιεί.
Η Κίνα και μια νέα στρατηγική αρχιτεκτονική
Η πιο ισχυρή πρόκληση προς τις ΗΠΑ, σύμφωνα με τον καθηγητή, έχει σαφή διαδρομή. «Τη δεκαετία του 1990 υπήρχε τεράστια αισιοδοξία για την ενσωμάτωση της Κίνας στη διεθνή τάξη», θυμάται. Η πολιτική του Κλίντον για “ engagement and enlargement” εξέφραζε αυτήν ακριβώς την πίστη. Ακόμη και επί Ομπάμα, «η Κίνα θεωρούνταν υπεύθυνος εταίρος». Όμως με τον Τραμπ «μετακινήθηκε από τη στήλη του υπεύθυνου συμμέτοχου στη στήλη του στρατηγικού ανταγωνιστή». Ο Μπάιντεν, σημειώνει, συνέχισε αυτή την προσέγγιση: «Τη χαρακτηρίζει ως τον μοναδικό ανταγωνιστή που διαθέτει και τη βούληση και τη δυνατότητα να αναμορφώσει τη διεθνή τάξη».
Αν η Κίνα αποτελεί την κεντρική πρόκληση, η απάντηση της Ουάσινγκτον, σύμφωνα με τον Λομπέλ, βρίσκεται σε μια νέα στρατηγική αρχιτεκτονική καθώς παρά την αυξανόμενη ένταση με Πεκίνο και Μόσχα, ο Αμερικανός καθηγητής απορρίπτει την ιδέα ότι η Ουάσινγκτον πρέπει να τις «περιορίσει» μόνη της. «Δεν χρειάζεται», λέει. «Προσδοκά από τους συμμάχους της να αναλάβουν το κύριο βάρος». Αυτό αντικατοπτρίζει μια στρατηγική μετατόπιση από το παγκόσμιο στο περιφερειακό επίπεδο. «Οι ΗΠΑ δεν εγκαταλείπουν την Ευρώπη ή την Ασία», τονίζει. «Περιμένουν, όμως, π.χ. από τη Γερμανία και την Πολωνία να σηκώσουν περισσότερο βάρος στην Ευρώπη – και από την Ιαπωνία, την Ταϊβάν και τη Νότια Κορέα στην Ασία».
Το αποκαλεί αυτό «σύγχρονη εκδοχή της εξωχώριας εξισορρόπησης»: υποστήριξη συμμάχων χωρίς υπερ-επέκταση. «Δεν είναι σαν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι ΗΠΑ μάζεψαν τα πράγματά τους και έφυγαν», διευκρινίζει. «Απλώς περιμένουν από τους άλλους να σηκώσουν περισσότερα».
Η Ευρώπη και η «καυτή πατάτα»
Αυτή η προσδοκία, προβλέπει, θα τροφοδοτήσει έναν έντονο ευρωπαϊκό διάλογο. «Όλοι ζητούν περισσότερες αμυντικές δαπάνες στην Ευρώπη», λέει. «Αλλά κάθε κράτος θέλει κάποιο άλλο να κάνει τη δαπάνη. Συνεχίζουν να πετούν την “ καυτή πατάτα” ο ένας στον άλλο».
Το ζήτημα, ωστόσο, είναι αναπόφευκτο. «Υπάρχει μια σταθερή πίτα πόρων», προειδοποιεί. «Περισσότερες στρατιωτικές δαπάνες σημαίνουν λιγότερες κοινωνικές δαπάνες – και αυτό θα δημιουργήσει νέες διαιρέσεις στην Ευρώπη».
«Περισσότερες …κατσαρόλες ίσως ξεχειλίσουν»
Η αποδέσμευση των ΗΠΑ, υπογραμμίζει ο Λομπέλ, έχει συνέπειες όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά παντού. Καθώς οι ΗΠΑ αποδεσμεύονται θα υπάρχουν λιγότεροι δρώντες που είναι πρόθυμοι να βάλουν το «καπάκι» στην …κατσαρόλα που βράζει, εκτιμά. «Όσο αυξάνεται η αποστροφή προς τις ξένες εμπλοκές, τόσο λιγότερες χώρες είναι πρόθυμες να βάλουν το καπάκι – κι έτσι περισσότερες …κατσαρόλες ίσως ξεχειλίσουν».
Η μεταφορά αυτή, παρατηρεί, αντικατοπτρίζει (και) το άγχος των φοιτητών του. «Φοβούνται. Αυτή είναι η ζωή τους. Ένας κόσμος με περισσότερες “ κατσαρόλες που βράζουν” είναι τρομακτικός – για εκείνους και για εμάς».
«Ο ρεαλισμός δεν έφυγε ποτέ»
Ερωτηθείς αν ο ρεαλισμός «επανέρχεται» στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, ο Αμερικανός καθηγητής χαμογελά. «Ναι, επιστρέφει», παραδέχεται – αλλά σπεύδει να προσθέσει: «Ουσιαστικά, ποτέ δεν έφυγε». Ο ίδιος και οι συνάδελφοί του Νόριν Ρίπσμαν (Norrin Ripsman) και Τζεφ Ταλιαφέρο (Jeff Taliaferro) εργάζονται στη θεωρία του νεοκλασικού ρεαλισμού. «Βασίζεται στον ρεαλισμό», εξηγεί, «αλλά εισάγει ενδιάμεσες μεταβλητές για να εξηγήσει τα πάντα – από τις κρίσεις και τη στρατηγική μέχρι τα διεθνή αποτελέσματα».
Στη συζήτηση επαναφέρει την αισιοδοξία των ‘90s. «Ρώτησα τους φοιτητές, αν θυμούνται τη δεκαετία του 1990. Δεν είχαν καν γεννηθεί… Ήταν υπέροχη εποχή – το τέλος της ιστορίας, η ιδέα μιας συνταγματικής τάξης που θα περιόριζε τις μεγάλες δυνάμεις. Φαινόταν ότι ο ρεαλισμός είχε πεταχτεί στον κάδο της ιστορίας». Ύστερα ήρθαν οι πόλεμοι και οι εισβολές. «Καταλάβαμε ότι η ισχύς εξακολουθεί να μετράει – και μάλιστα πολύ. Όχι η απόλυτη, αλλά η σχετική ισχύς. Οι ρεαλιστές εξετάζουν την ισχύ και τη δομή ως ευρείς περιορισμούς που διαμορφώνουν και ωθούν τη συμπεριφορά των κρατών», τονίζει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Αμερικανός καθηγητής.
Υπενθυμίζει, δε, πως οι ρεαλιστές δεν είναι πολεμοχαρείς. «Αντίθετα, κατανοούν πολύ καλά πόσο αυτοκαταστροφική μπορεί να γίνει η υπερβολική επιθετικότητα – πώς οδηγεί σε σπειροειδείς κύκλους εχθρότητας και διλημμάτων ασφαλείας».
Ο Λομπέλ συνοψίζει με ψύχραιμη διαύγεια: «Η φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη ραγίζει. Οι ρωγμές υπάρχουν εδώ και καιρό. Αλλά δεν έχει καταρρεύσει». Η ιστορία της παγκόσμιας τάξης, λέει, δεν είναι ιστορία αιφνίδιων καταρρεύσεων – αλλά αργών μετασχηματισμών. Το μεταπολεμικό σύστημα λυγίζει υπό το βάρος των ίδιων του των αντιφάσεων, εσωτερικών και διεθνών. Κι όμως, οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν στο κέντρο του – ισχυρές, αν όχι πάντοτε αποφασισμένες, εξακολουθώντας να διαμορφώνουν τον κόσμο κατ’ εικόνα τους, ακόμη κι αν αυτή η εικόνα αλλάζει.
Μιλώντας σε Έλληνες φοιτητές, στο ΠΑΜΑΚ
Στη Θεσσαλονίκη, ο Αμερικανός καθηγητής έδωσε την εναρκτήρια δημόσια διάλεξη του Ινστιτούτου Διεθνών Ευρωπαϊκών και Αμυντικών Αναλύσεων για το ακαδημαϊκό έτος 2025-2026, με θέμα: «Η κατάρρευση της Αμερικανικής Φιλελεύθερης Τάξης», ενώ συμμετείχε σε ερευνητικές συναντήσεις με μέλη ΔΕΠ του Τμήματος, φοιτητές και φοιτήτριες.
Η έρευνα του καθηγητή Στήβεν Λομπέλ επικεντρώνεται στη θεωρία του νεοκλασικού ρεαλισμού, τα μικρά κράτη, τον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων, την κατάρρευση της φιλελεύθερης τάξης. Τα βιβλία του έχουν εκδοθεί από πανεπιστημιακούς εκδοτικούς οίκους, όπως Oxford University Press, Georgetown University Press, Stanford University Press, Michigan University Press, μελέτες του έχουν δημοσιευτεί σε καταξιωμένα διεθνή περιοδικά, ενώ συνολικά το έργο του έχει συγκεντρώσει πολλές χιλιάδες ετεροαναφορές. Είναι συγγραφέας 25 επιστημονικών άρθρων και 9 βιβλίων/συλλογικών τόμων.
Ο Στήβεν Λομπέλ έχει τιμηθεί από το Nobel Institute ως Επισκέπτης Εταίρος, καθώς και από το Ίδρυμα Fulbright ενώ έχει προσκληθεί για να παρουσιάσει την έρευνά του στο Atlantic Council, στο Center for Security Studies, Zurich, στο University of Copenhagen, στο International School of the Scottish Government, Edinburgh, στο Notre Dame International Security Center, και στο U.S. Study Program, Pontificia Universidad Católica, Argentina.
Όπως επισημαίνει η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Ρεβέκκα Παιδή, «η επίσκεψή του καθηγητή Στήβεν Λομπέλ στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας αναδεικνύει την επιτυχία του Πανεπιστημίου να προσελκύει το ενδιαφέρον διεθνώς αναγνωρισμένων ερευνητών, το διεθνές αποτύπωμα του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών και του Ινστιτούτου Διεθνών Ευρωπαϊκών και Αμυντικών Αναλύσεων, και συμβάλλει περαιτέρω στην εξωστρέφεια τόσο του ίδιου του Πανεπιστημίου όσο και του Τμήματος».
Σοφία Παπαδοπούλου




























