Βυζανιάρικο βρέφος ήμουν όταν με πρωτανέβασσν στο Μοναστήρι. Στα Σέρρας όταν λέμε μοναστήρι, εννοούμε μόνον την παλαίφατο Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή του Τιμίου Προδρόμου την εν τω όρει του Μενοικέως κειμένη , που είναι καθίδρυμα του ΙΓ’ αιώνος.
Του Μάρκου Μπόλαρη
Κι από τότες , δεκάδες φορές κάθε χρόνο , από σκολιαροπαίδι αμούστακο μέχρι τα νύν , προσκυνητής ταπεινός ανέρχομαι στην χάρη του σεβασμιώτερου των Προφητών, ένα κερί στην Παναγία την Οδηγήτρια να ανάψω, την απαράμιλλη εικόνα της Αποκαθηλώσεως του Χριστού να προσκυνήσω, στο μνήμα του εν Αγίοις Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γενναδίου του Σχολαρίου, του πρώτου Πατριάρχη της εν Αιχμαλωσία Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, να γονατίσω.
Είναι γιαυτό , συνεργούντων και των Κρητών Καθηγουμένων του Μοναστηριού, φίλων του εκ πατρός πάππου μου , που εν τέλει ο αγιασμένος τούτος χώρος ως οικείος λίαν μου φαίνεται, ως αγαπητός και πεφιλημένος, τόπος αγιάσματος !
Οικείοι κι οι εν αυτώ, οι ενασκούμενοι Προδρομίτες , οι ιστορούμενοι στους αρχαίους τοίχους καλλιγράφω χρωστήρι , οι μνημονευόμενοι εις αιώνας, οι αναπαυόμενοι ως εν Χώρα ζώντων, σύναξη ποντοπεζοπορούντων στην Ερυθρά Θάλασσα της βιωτής μας, έτσι αισθανόμουν από μικρός τότες που συνόδευα τους παππούδες μου , και συγγενείς πνευματικοί , μήπως τάχα και σαρκικοί, μου φαινόντουσαν πώς είναι ο Ανδρόνικος ο Β’ ο Γέρων ο Παλαιολόγος , ζουγραφισμένος στην δυτική όψη του Μακρυναρικίου του Καθολικού της Μονής , που μου τον σύστησε πάλιν και πολλάκις ο παππούς ο Μάρκος, ξυλογλύπτης επιδέξιος , περί ού λέγεται η ευχή «των αγαπόντων την ευπρέπειαν του οίκου Σου», στεκόταν μπροστά στην μεγαλόπρεπη τοιχογραφία και μου τον σύστηνε έτι και έτι , δίπλα του ανιστορημένος υπάρχει ο κλεινός Πατριάρχης Γεννάδιος, ανακατεύοντας συνήθως ιστορίες και μύθους , παραδόσεις κι εξιστορήσεις , ούτως ώστε στην παιδική μου ψυχή ακατέλυτη σχηματίστηκε η πεποίθεση πώς τούτος ο Αυτοκράτορας της συγγενείας μας είναι πρόσωπον, κάτι ωσάν προσπάππους του παππού μου !