Και δικαιωματικά διεκδικεί πλέον μια θέση στα ξεχωριστά γεγονότα της Πιερίας, τόσο με τα θέματα που όλα αυτά τα χρόνια παρουσίασε, όσο και με τους υψηλούς προσκεκλημένους που παίρνουν μέρος.
Οι φετινές εκδηλώσεις αφιερωμένες στο Βυζάντιο με τίτλο «ΛΑΜΠΡΕΣ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΑΚΤΙΝΕΣ∙ Πρόσωπα – Αρχές – Αξίες της Χιλιετούς Αυτοκρατορίας» πραγματικά εξέπληξαν με την επιλογή τους. Το Βυζάντιο και το κλέος που εμπεριέχει δεν είναι από τα αγαπημένα θέματα της σύγχρονης ελληνικής ιστοριογραφίας.
Οι εκδηλώσεις έκαναν μια λαμπρή αναφορά στον ελληνισμό της απέναντι όχθης και την χιλιετή παραμελημένη ιστορία του Βυζαντίου, τους επιφανείς αυτοκράτορες, την τέχνη του Βυζαντίου, του βυζαντινούς θρύλους.
Οι μουσικές εκδηλώσεις είχαν αναφορά τη μουσική του Μικρασιατικού ελληνισμού.
Μεταξύ των εκλεκτών ομιλητών τα θέματα των οποίων ήταν όλα ενδιαφέροντα ήταν και ο Γέρων Νίκων. Καθηγούμενος Ι. Μονής Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ Πορταριάς Πηλίου ο οποίος μίλησε για το «Μοναχισμό στο Βυζάντιο», παρουσιάζοντας τον μοναχισμό του χριστιανισμού και τις κοιτίδες του, την έννοια και τις μορφές του αναχωρητισμού.
Είπε μεταξύ άλλων
Οι δύο βασικές μορφές μοναχισμού υπήρξαν οι ασκητές και τα κοινόβια. Το ασκητικό φαινόμενο ξεκίνησε από την Αίγυπτο και πατέρας του θεωρείται ο Αιγύπτιος Αντώνιος. Είναι γνωστό πως ήδη από τις αρχές του 4ου αιώνα ο μοναχός αποτελεί αναγνωρίσιμη μορφή. Πράγματι, άνθρωποι εγκατέλειπαν τις εύφορες περιοχές του δέλτα του Νείλου για να κατοικίσουν στην έρημο. Τα κίνητρα τους πολλές φορές δεν ήταν άλλα από την απαλλαγή από την φορολογία και τις άλλες υποχρεώσεις του δημόσιου βίου, άλλες φορές όμως ήταν μια βαθιά μεταφυσική αγωνία σε μια εποχή ευρύτερης κρίσης. Όποιοι και να ήταν οι λόγοι του αναχωρητισμού, η έξοδος από τον κόσμο διαμόρφωσε έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής.
Έναν τρόπο ζωής σκληρό, με ιδιομορφίες και πολλές φορές με ακρότητες. Με μικρές παραλλαγές το ίδιο ασκητικό ιδεώδες ακολουθούν ήδη κατά τον 4ο αιώνα άνθρωποι στην Παλαιστίνη, την Συρία, την Μικρά Ασία και λίγο αργότερα στην Ελλάδα και την Δυτική Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες μορφές αναχωρητισμού που αναπτύχθηκαν σε άλλες περιοχές και εποχές της ανθρώπινης ιστορίας και η αληθινή τους φυσιογνωμία έμεινε στο σκοτάδι, ο τρόπος ζωής των χριστιανών ασκητών έγινε γνωστός από επισκέπτες, προσκυνητές και ταξιδιώτες που φρόντισαν να διαδώσουν τις εμπειρίες που αποκόμισαν από την επαφή τους με τους ασκητές .
Η κοινοβιακή ζωή στο Βυζάντιο, εκτός από τον τύπο κοινοβίου που μόλις αναλύθηκε, γνώρισε και ένα διαφορετικό τύπο τις Λαύρες. Οι Λαύρες αποτελούσαν κοινοβιακές μονές με διαφορετική όμως οργάνωση. Σε αυτές η κοινοβιακή ζωή ήταν χαλαρή. Οι μοναχοί ζούσαν μόνοι τους, ή με έναν ή δύο μαθητές τους σε ξεχωριστά κελιά ή σπηλιές. Μόνο το Σάββατο ή την Κυριακή συγκεντρώνονταν σε έναν κοινό οίκο.
Ο βασικός λόγος της εβδομαδιαίας αυτής συγκέντρωσης ήταν η θεία ευχαριστία που ακολουθούνταν από την αγάπη, δηλαδή το κοινό γεύμα, το οποίο ήταν πιο πλούσιο από την συνηθισμένη καθημερινή τροφή. Στις Λαύρες, όπως και στα κοινόβια, υπήρχε ένας ηγούμενος για όλους, αλλά ο καθένας ήταν ηγούμενος στο κελί του. Το είδος αυτό μοναχισμού εμφανίστηκε στο Βυζάντιο, αρχικά στην Παλαιστίνη, τον 5ο αιώνα και γνώρισε μεγάλη διάδοση .
Θα πρέπει, τέλος, να γίνει αναφορά και στα ιδιόρρυθμα μοναστήρια. Το ιδιόρρυθμο ήταν ένας διαφορετικός τύπος μοναστηριού ο οποίος προέκυψε από τα κοινόβια. Όπως δηλώνει και το όνομα του, σε αυτά τα μοναστήρια τα πράγματα δεν ήταν τόσο αυστηρά. Ο κάθε μοναχός ακολουθούσε τον δικό του ρυθμό, το δικό του ασκητικό πρόγραμμα. Σε αντίθεση με τα κοινόβια στα ιδιόρρυθμα οι μοναχοί φρόντιζαν μόνοι τους για την αυτοσυντήρηση τους.
Μπορούσαν να διατηρούν κάποια περιουσιακά στοιχεία ή να κερδίζουν χρήματα από την όποια εργασία έκαναν, προκειμένου να εξασφαλίζουν την τροφή και την ενδυμασία τους. Οι μοναχοί έτρωγαν ο καθένας ξεχωριστά ενώ η κοινή τράπεζα ετοιμάζονταν μόνο στις μεγάλες γιορτές. Ο ηγούμενος, αν υπήρχε, μπορούσε να έχει θητεία περιορισμένη χρονικά και όχι ισόβια όπως γινόταν στα κοινόβια. Πλαισιωνόταν από μια ολιγαρχική σύναξη, στην οποία δεν συμμετείχαν όλοι οι μοναχοί.
Ο τύπος αυτός μοναχισμού αντιμετωπίζονταν με δυσπιστία καθ’ όλη σχεδόν την βυζαντινή περίοδο. Μάλιστα ορισμένες φορές σε Τυπικά μονών η ιδιορρυθμία καταδικάζονταν ως παρέκκλιση από τις παραδοσιακές αξίες του κοινοβίου. Η άνθηση των ιδιόρρυθμων μονών τοποθετείται κατά και μετά την υστεροβυζαντινή περίοδο .

































