Στην οδό Παρμενίωνος 37 στην Κατερίνη, βρίσκεται ένα ψητοπωλείο που κεντρίζει την περιέργεια από το εξωτερικό του. Ο επισκέπτης που θα περάσει έξω από αυτό την πρώτη φορά δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί από τη χρονολογία που αναφέρει η πινακίδα του μαγαζιού.
Επιμέλεια: Ανέστης Ι. Κοκκινίδης, Δάσκαλος (Μ.Α. Lond.)
Στην ταμπέλα διαβάζουμε: «Βουλγαράκης. Ψησταριά Από το 1959». Αυτή η μακρινή χρονολογία μου κέντρισε το ενδιαφέρον και αποφάσισα να ρωτήσω για την ιστορία του μαγαζιού.
Με υποδέχτηκε εγκάρδια ο ιδιοκτήτης της ψησταριάς, ο Δημήτρης, γιος του αείμνηστου συνιδρυτή και «ψυχή» του μαγαζιού Γιώργος Βουλγαράκης (1934-2021). Στη συνέχεια, προστέθηκε στην παρέα μας και η σύζυγος του Γιώργου, η ευγενέστατη κυρία Καλλιόπη. Από εκείνους λοιπόν έμαθα την ιστορία του μαγαζιού.
Με γλαφυρό τρόπο μου διηγήθηκαν την ιστορία αλλά και με νοσταλγία για τις παλαιότερες εποχές που ο κόσμος διασκέδαζε και δεν ήταν προσηλωμένος σε ένα κινητό τηλέφωνο ή στα κοινωνικά δίκτυα.
Οι φωτογραφίες του καταστήματος άλλωστε το αποδεικνύουν, καθώς βλέπουμε να αποτυπώνονται οι ξέγνοιαστες στιγμές όλων αυτών των ανθρώπων που σφύζουν από χαμόγελα, γλέντι, κρασοκατάνυξη, μουσική και χορό. Ουσιαστικά λένε την ιστορία του μαγαζιού και δείχνουν την ιστορική συνέχεια.
Από μανάβικο…. καφενείο και τελικά ψησταριά
Καθώς ψήνονται τα σουβλάκια, η κυρία Καλλιόπη και ο Δημήτρης διηγούνται την ιστορία. Το μαγαζί , λοιπόν, ξεκίνησε ως μανάβικο πριν το 1959. Στη συνέχεια έγινε καφενείο και έπειτα οβελιστήριο. Τα τρία αδέρφια Βουλγαράκη, οι Γεώργιος, Κωνσταντίνος και Ιωάννης ήταν αυτά που ξεκίνησαν την επιχείρηση. Ο μικρότερος από τα αδέρφια, ο Γεώργιος, είχε την ιδέα να μετατρέψουν το μανάβικο σε καφενείο. Έπειτα έγινε οβελιστήριο.
Ο Δημήτρης θυμάται το οβελιστήριο από τότε που ήταν πολύ μικρός. Εργάζεται με ζήλο και με χαμόγελο, συνεχίζοντας το έργο του πατέρα του. Η φράση «το μαγαζί γεμάτο και από παλιά είχε πολλή δουλειά» επαναλαμβάνεται και από την κυρία Καλλιόπη, επιβεβαιώνοντας ότι η διάρκεια ζωής της ψησταριάς και η αντοχή της στο χρόνο, οφείλεται τα μέγιστα στη φιλοπονία των ιδιοκτητών και του προσωπικού αλλά και στην εμπιστοσύνη του κόσμου.
Σουβλάκι με μία δραχμή και σε σίδερο αντί για ξυλάκι
Αρχικά ο Βουλγαράκης είχε δικό του χοιροστάσιο, κοντά στο τυροκομείο του Μπάσδρα από το 1959. Το 1959 κλείνει το καφενείο και λειτουργεί πλέον ως οβελιστήριο, πουλώντας το σουβλάκι με μόλις 1 δραχμή. Το 1973 ανοίγει το μικρό μαγαζί και συνεχίζει να πουλά το σουβλάκι στην ίδια τιμή.Τα κρέατα ήταν προσεγμένα, φρέσκα, καλοψημένα και η πατροπαράδοτη συνταγή που δίνει τη νοστιμιά τους από τότε μέχρι σήμερα παραμένει μυστική, όπως η μυστική φόρμουλα του γνωστού αναψυκτικού τύπου κόλα, θα έλεγα, για να βγάλω ένα προσωπικό συμπέρασμα.
Το σουβλάκι τότε δεν ήταν σε ξυλάκι, αλλά το κρέας ήταν περασμένο αποκλειστικά σε σίδερο. Αυτό σήμαινε ότι χρειαζόταν πλύσιμο καθημερινά. Σιγά σιγά ο κόσμος άρχισε να τα αγοράζει σε ξυλάκια, με τη μορφή που είναι σήμερα.
Τότε υπήρχε και τζιουκ μποξ που έπαιζε όμορφα τραγούδια όπως του Στέλιου Καζαντζίδη και το γέλιο, το γλέντι και το τραγούδι ήταν στην ημερήσια και κυρίως στη… νυχτερινή διάταξη, καθώς τα γλέντια διαρκούσαν έως αργά τη νύχτα (δεκαετίες ’60, 70 και ’80). Αρχικά το οβελιστήριο βρισκόταν λίγο πιο μακριά από εκεί που βρίσκεται σήμερα. Έως το 1988 ήταν επί του κοσμηματοπωλείου Μπουφέτη, στη γωνία.
Το 1988 το μαγαζί μεταφέρεται στην οδό Παρμενίωνος 37 όπου βρίσκεται και σήμερα, και δέκα χρόνια αργότερα τη διεύθυνσή του αναλαμβάνει ο Δημήτρης Βουλγαράκης . Ο πατέρας του Γιώργος «έφυγε» στις 18 Ιουλίου 2021 όμως είναι παρών στο μαγαζί με την οικογένειά του και τη νέα γενιά να συνεχίζει να κρατά ψηλά τη σημαία του μαγαζιού.
Κλείνοντας αυτή την αναδρομή στην ιστορία της ξεχωριστής αυτής ψησταριάς, θα παραθέσω το ποίημα που έγραψε το 2016 ο εξαιρετικός ποιητής Νίκος Χαλεπλής:
Στο μαγαζί του Βουλγαράκη
Τρεις φίλοι συναντήθηκαν,
Να θυμηθούνε τα παλιά,
Πολλές να πούνε ιστορίες,
Τότε που ήτανε παιδιά.
Στο μαγαζί του Βουλγαράκη,
Κρασί και εκλεκτοί μεζέδες,
Περνάνε οι φίλοι το βραδάκι,
Αφήνοντας τους καναπέδες.
Οι φίλοι βρέθηκαν ξανά,
Μετά από τόσα χρόνια,
Ξεκίνησαν την άνοιξη,
Τους βρήκανε τα χιόνια.
Στο μαγαζί του Βουλγαράκη,
Ήρθαν όλοι στο μεράκι,
Τρώνε, πίνουνε, γλεντάνε,
Και τις πίκρες τους ξεχνάνε.
Τι γρήγορα τα χρόνια μας,
Σαν σύννεφα περνάνε,
Σημάδια αφήνουν πίσω μας,
Μαζί με αυτά γερνάμε.
Στο μαγαζί του Βουλγαράκη
Χρόνια, στην ίδια γειτονιά,
Πόσοι δεν έχουνε περάσει,
Να βρουν εκεί τη λησμονιά.
Νίκος Χαλεπλής, Μάρτης του 2016

































