Εις ώτα μη ακουόντων
Δεν πιστεύουμε στα μάτια μας διαβάζοντας αυτά που ζητούν οι δανειστές για τα εργασιακά.
Γιατί δεν το λένε καθαρά; Θέλουμε σκλάβους κι όχι εργαζόμενους. Και τους θέλουμε για όσες ώρες μας χρειάζονται. Όχι ημέρες, Ώρες. Κι αν δεν θέλουν οι ντόπιοι θα πάρουμε τους μετανάστες για ένα κομμάτι ψωμί.
Εννοείται ότι αυτά τα λένε πολιτισμένοι άνθρωποι με πτυχία και ντοκτορά και όχι δουλέμποροι. Εκεί κατάντησε η ανθρωπότητα να μη μπορεί να εξασφαλίσει το ελάχιστο δικαίωμα στην εργασία κι επί πλέον να μας ειρωνεύονται ότι η εργασία ολοκληρώνει τον άνθρωπο!
Μας λένε ότι ο καπιταλισμός μπορεί να βρίσκει λύσεις. Συμφωνούμε. Αλλά γιατί αυτές είναι σε βάρος των αδυνάτων; Απλούστατα γιατί το κεφάλαιο ελέγχει την πολιτική και όχι το αντίστροφο.
Μέσα σ’ αυτή λογική έχουμε μια κυβέρνηση που λέει ότι πάει κόντρα στο ρεύμα. Αλλά αν τα παιδιά αυτά, εκτός από Μαρξ και Γκράμσι διάβαζαν και μερικούς αρχαίους θα καταλάβαιναν ότι όταν διαμορφώνεται μια δυναμική που οι Στωϊκοί την έλεγαν ειμαρμένη (καμιά σχέση με την μοίρα) όσο πιο πολύ της αντιστέκεσαι τόσο πιο πολύ θα σε τσακίσει. Πρέπει να ελιχθείς έχοντας μια στρατηγική για το που θέλεις να πας.
Αλλά επίσης το να κλείνεις συμφωνίες για τα εργασιακά αυτές αφορούν πολύ λίγους και κυρίως τις μεγάλες επιχειρήσεις. Σήμερα στην αγορά εργασίας στη χώρα μας επικρατεί ο νόμος της ζούγκλας. Ο εργοδότης στύβει τον εργαζόμενο. Η κυβέρνηση με την εφορία στύβει τον εργοδότη, αυτήν τη στύβουν οι δανειστές και σπρώχνουμε χωρίς ελπίδα τον καιρό ίσως και παρέμβει ο από μηχανής θεός, κάποιος Τραμπ ή κάποιος Σουλτς. Αλλά αυτά συμβαίνουν στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες κι όχι στις νεοελληνικές παρωδίες.
Μια χώρα που δεν μπορεί να παρουσιάσει ένα ευέλικτο δικό της σχέδιο είναι αναγκασμένη να ακολουθεί τα σχέδια άλλων που βέβαια τους βολεύουν. Δεν είδαμε καμιά πανστρατιά, μια διαπραγματευτική ομάδα, με άλλες ομάδες εργασίας πίσω της, που να στύβει πέτρες για να κολλήσει τη κ. Τσαουσέσκου (ή όπως την λένε) στον τοίχο και να την κάνει ρόμπα στα ξένα φόρα. Ο καθένας διαλέγει τους δικούς του για να πάρει από τους δανειστές μερικά ψίχουλα να δώσει στον κομματικό στρατό. Κι έτσι πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα ή μάλλον τη απελπισία.
Κώστας Δαλακιουρίδης