Του Κώστα Δαλακιουρίδη
Μαζεύονται κάθε απόγευμα στον καφενέ της γειτονιάς. Πρόσωπα ηλιοκαμένα γεμάτα ρυτίδες που μετρούν τα βάσανα που πέρασαν. Από μικροί στη βιοπάλη θάρεψαν πως θα είχαν καλά στερνά και γι’αυτό προτιμούσαν να κολλάν ένσημα παρά να δουλεύουν στη μαύρη και να βάζουν κάτι στην άκρη. Πολλοί συνάδελφοι δούλευαν ίσα ίσα για την ασφάλεια υγείας και την ανεργία. Μετά το γύριζαν στην μαύρη και οικονομούσαν τα διπλά καθότι το ένσημο στους οικοδόμους πανάκριβο.
Κάθε μέρα στο γιαπί σου έβγαινε το λάδι. Με το κρύο, να σε χτυπάει ο βαρδάρης μανιασμένος και το αφεντικό να βιάζεται. Με τα κάματα του καλοκαιριού να έρχονται κατά κύματα λες κι έπαιρναν φόρα να κάψουν ότι περίσσευε από το φανελάκι κι ο ιδρώτας να κυλάει ποτάμι.
Στα διαλλείματα καθώς δάγκωνες ένα ξεροκόμματο με ντομάτα και τυρί, ονειρευόσουν πως θα ξεκουράζεσαι αραγμένος όταν απόμαχος πια θα σ’ έτρεφε το ταμείο. Γιατί το μεροκάματο δεν επέτρεπε πολυτέλειες. Άντε καμιά ρετσινούλα που και που, κανένα ουζάκι τις Κυριακές και μετά ο άρτος ο επιούσιας. Και περνούσαν οι μέρες, κυλούσαν οι μήνες, γοργοδιάβαιναν τα χρόνια κι άρχιζαν τα προβλήματα. Πρώτα η μέση. Το να σηκώνεις πηλοφόρια να ιδρώνεις και μετά να σε στεγνώνει ο αέρας είναι το διαβατήριο να σου σακατέψει τη μέση. Μετά άρχιζαν οι πόνοι στα πόδια από τις σκαλωσιές που σκαρφάλωνες ολημερίς και στα χέρια από τις αγκίδες που μπήγονταν σαν βέλη στη σάρκα. Μετά άρχιζε η καρδιά, πόσες φορές να χτυπήσει η ρημάδα όταν την πίεζες να βγάλει το οκτάωρο, χώρια κάποιο μερεμέτι το απόγευμα.
Κι ασπρίζαν τα μαλλιά και κοιτιόσουν στον καθρέφτη κι έλεγες: «βρε πως καταντήσαμε που στύβαμε την πέτρα κι έβγαζε πετρόζουμο».
Μικρότερος περνούσες από το σωματείο και σου έλεγαν ότι πρέπει να παλέψεις γιατί τα λεφτά σου τα δανείζονταν άτοκα οι βιομήχανοι για να αναπτυχθεί λέει η χώρα. «Αυτοί οι συνδικαλιστές φέρνουν την καταστροφή», απαντούσαν τότε οι εργοδότες.
Μετά σου έλεγαν ότι τα λεφτά που προορίζονταν για την σύνταξη τα έπαιρνε η Τράπεζα Ελλάδος που μόνο στο όνομα είναι ελληνική. Πιο ύστερα έπαψαν να σε ενημερώνουν γιατί απλούστατα δεν υπήρχαν χρήματα κι έπρεπε να τα βάζει το κράτος λέει. Και το κράτος είχε πολλά έξοδα, να ταΐσει ένα σωρό χαραμοφάηδες, παράσιτα, παρατρεχάμενους και γλείφτες της εξουσίας. Και για να τραφούνε αυτοί έπρεπε να ρουφήξουν από τα δικό σου το μεδούλι.
Στο τέλος σους έδωσαν κάτι ίσα που να μην πεθάνεις από την πείνα κι αν αρρώσταινες σε πετούσαν σ’ ένα ράντσο χωρίς σεντόνι και περίμεναν να βγάλεις την τυραγνισμένη σου ψυχή. Κι αν η χήρα σου δεν είχε γίνει μουστόγρια την αφήναν με τριετή αναστολή στο έλεος του Θεού που μόνο έλεος δεν έχει για τους φτωχούς.
Και σκεπτόσουν «Γιατί χαράμισα τα νιάτα μου και δεν γινόμουν κομματόσκυλο να είμαι μια ζωή χορτάτος; Γιατί δεν κουνούσα πλαστικά σημαιάκια παρά να σηκώνουμε από τα άγρια χαράματα να πάω στο γιαπί; Καλά λεν ότι ο Θεός αγαπάει τους τεμπέληδες γιατί σου λέει ότι αν δεν τους βοηθήσω θα πεθάνουν Οι άλλοι είναι ικανοί να τα βγάζουν πέρα μόνοι τους, χώρια που θα κληρονομήσουν τη βασιλεία Μου. Να μην τα θέλουν όλα δικά τους».
Και για να συμπληρωθεί η αδικία ούτε και που λογάριαζαν σοβαρά τα παραπάνω ένσημα. «Αυτά θα πάνε γι’ αυτούς που δεν δούλεψαν σου λέει!»
Τώρα κλαίς την μοίρα σου με τ’ αλλά γεροντάκια, (τα τιμημένα γηρατειά) κι ούτε σου μένει ένα ευρώ για τον καφέ και πιάνεις άδικα την καρέκλα. Και κλαίτε την μοίρα σας σαν μέλη χορού αρχαίας τραγωδίας για τη συμφορά που σας βρήκε. Κι ούτε να διανοηθείς να διαμαρτυρηθείς για τι θα βάλουν τα παιδιά σου που είναι στα ΜΑΤ να σε σαπίσουν στο ξύλο.
Και τώρα στα γεράματα κατάλαβες από όλους αυτούς που περάσανε, ότι η εξουσία δεν είναι ούτε δεξιά ούτε αριστερά αλλά βλέπει μόνο εμπρός, αυτούς που της γλείφουν τα πόδια της. Οι απροσκύνητοι θα πληρώσουν τα επίχειρα της αξιοπρέπειάς τους.
– Κώστας Δαλακιουρίδης