Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Πολλά περιστατικά βίας και κακοποίησης παρακολουθούμε τώρα τελευταία. Ο νόμος είναι πολύ αυστηρός, δεν επιτρέπεται να σηκώσεις χέρι και να χτυπήσεις, ούτε καν να απειλήσεις.
Παλιά δεν ήταν έτσι. Έπεφτε πολύ ξύλο – όλοι θυμόμαστε την Αλίκη Βουγιουκλάκη στην ταινία «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο». Όταν οι μαθητές ήταν άτακτοι και απείθαρχοι οι δάσκαλοι τους τραβούσαν τα αυτιά, έριχναν χαστούκι στο πρόσωπο και για ψύλλου πήδημα έδερναν με την βέργα η την βίτσα. Και οι γονείς απειλούσαν «Κάνε αυτό που σου είπα γιατί θα σε δείρω! Θα φας πολύ ξύλο!».
Πρόσφατα ήρθε στη δημοσιότητα η περίπτωση βιαιοπραγίας κατά ενός ανήλικου παιδιού από έναν ψαρά. Ο άνθρωπος είναι γνωστός οικογενειάρχης, πράος και ήσυχος, σπάνια εκνευρίζεται. Όταν ήλθε η ώρα να απολογηθεί στο δικαστήριο είπε:
– Κύριε Πρόεδρε, εγώ είμαι επαγγελματίας ψαράς, με τη βάρκα μου πηγαίνω να βγάλω ένα μεροκάματο, αλλά τα τελευταία χρόνια δυσκολέψαν πάρα πολύ τα πράγματα. Λόγω της μόλυνσης με τα φυτοφάρμακα, με την υπεραλίευση και την κλιματική αλλαγή, τα ψάρια λιγόστεψαν, σχεδόν έχουν εξαφανιστεί. Το λέει και η παροιμία, “Του κυνηγού και του ψαρά το πιάτο, δέκα φορές είναι αδειανό και μια φορά γεμάτο”.
– Και τι σχέση έχει αυτό με το θέμα μας, με την βιαιοπραγία που κατηγορείσαι;
– Κύριε Πρόεδρε, όταν παίρνεις μαζί σου κάποιον άσχετο για ψάρεμα, πάντα δημιουργεί προβλήματα. Κάθε φορά που ξεκινούσα με τη βάρκα για να πάω για ψάρεμα, ερχόταν και μού ζητούσε να έλθει μαζί μου. Εγώ αρνούμουν και το προειδοποιούσα, “Η βάρκα κουνιέται, μπορεί να ζαλιστείς την ώρα του ψαρέματος και να πάθεις ναυτία, και τότε θα μου κάνεις μεγάλη χαλάστρα, θα αναγκαστώ να διακόψω το ψάρεμα, να μαζέψω πετονιές, δολώματα και εργαλεία, και να γυρίσω πίσω για να σε βγάλω έξω στη στεριά. Να, πάρε καλύτερα 2 ευρώ, πήγαινε να αγοράσεις ένα παγωτό”.
Αυτό όμως επέμενε, “Δεν θέλω παγωτό! Θέλω να έλθω στο ψάρεμα”.
Μια, δυο, τρεις, δέκα φορές, στο τέλος μια μέρα βαρέθηκα, το λυπήθηκα και το πήρα μαζί μου. Μετά από μία ώρα περίπου φτάσαμε με τη βάρκα ανοιχτά στη θάλασσα στο μέρος που θα ψάρευα. Έριξα άγκυρα και ο καιρός ήταν ιδανικός για ψάρεμα.
Με το που ρίχνω την πετονιά μου, πέφτω πάνω σε ένα κοπάδι με ψάρια , μεγάλη τύχη και ευκαιρία, τα ψάρια τσιμπούσαν σαν τρελά, ετοιμαζόμουν να κάνω μεγάλο πάρτι την ψαριά της ζωής μου.
Εκείνη τη στιγμή, κύριε Πρόεδρε, ακριβώς την ώρα που είχα πιάσει μια μεγάλη τσιπούρα και την ανέβαζα στη βάρκα, γυρνάει και μου λέει, “Θέλω να βγούμε έξω, θέλω παγωτό!”.
Ε, λοιπόν, πέστε μου τώρα κι εσείς, κύριε Πρόεδρε. Εάν ήσασταν στη θέση μου τι θα κάνατε; Το πλακώνεις στο ξύλο το παλιόπαιδο, η όχι;”.