Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε μπροστά και μέσα στο χώρο του καταστήματος, προσελκύοντας πλήθος κόσμου – πελάτες, φίλους, ακόμα και περαστικούς που στάθηκαν να γευτούν τα φουρνίσματα που προσφέρονταν δωρεάν: παραδοσιακές τυρόπιτες, γλυκίσματα, κουλούρια και άλλα αρτοποιήματα που συνδέονται με μνήμες και οικογενειακές στιγμές.
Η πέμπτη πλέον γενιά της οικογένειας Παπαγεωργίου ευχαρίστησε τον κόσμο για την εμπιστοσύνη, την στήριξη και την αφοσίωση που δείχνει όλα αυτά χρόνια, ανανεώνοντας την υπόσχεση να συνεχίσουν με την ίδια αγάπη, ποιότητα και μεράκι.
Ο Φούρνος Παπαγεωργίου δεν είναι απλώς ένα μαγαζί. Η επιχείρηση δημιουργήθηκε μία εποχή που η έννοια του φούρνου – τουλάχιστον όπως την ξέρουμε σήμερα – σε μία καθόλου αστικοποιημένη επαρχιακή πόλη δεν ήταν διαδεδομένη στους ανθρώπους, οι οποίοι έφτιαχναν συνήθως μόνοι τους το ψωμί τους.
Η προσέλευση του κόσμου στην επέτειο του φούρνου αποδεικνύει ότι πρόκειται για ένα ζωντανό κομμάτι της ιστορίας της Κατερίνης, και ότι η παράδοση μπορεί να έχει μέλλον, όταν στηρίζεται σε αξίες και αυθεντικότητα.
Ο ιστορικός αρχαιολόγος, συγγραφέας και αγαπητός καθηγητής Πάρις Παπαγεωργίου – ένα από τα μέλη της οικογένειας που βρίσκονται πίσω από την σχεδόν αιωνόβια οικογενειακή επιχείρηση – μας αφηγείται την ιστορία του Φούρνου Παπαγεωργίου από γενιά σε γενιά και μιλάει με ειλικρίνεια για τις προκλήσεις που συναντάει ένα παραδοσιακό αρτοποιείο ανά τα χρόνια.
Ο Πάρις Παπαγεωργίου με αφορμή τα 90α γενέθλια του Φούρνου Παπαγεωργίου, μιλάει στο “Ολύμπιο Βήμα”
Τα 90 χρόνια λειτουργίας συμπληρώνει φέτος ο «Φούρνος Παπαγεωργίου» — μια πραγματικά σπάνια διαδρομή για οικογενειακή επιχείρηση στην Ελλάδα.
Σε μια εποχή τυποποιημένων προϊόντων και αρτοσκευασμάτων, ο φούρνος σας, με παράδοση αρτοποιίας που κρατάει πέντε γενιές, διατηρεί επάξια τον τίτλο «Το πιο νόστιμο κουλούρι της Κατερίνης», και είναι η καθημερινή επιλογή πολλών ανθρώπων.
Ποια είναι τα σημαντικότερα σημεία αυτής της πορείας και πως ένας φούρνος περνάει από γενιά σε γενιά εδώ και περίπου έναν αιώνα;
Όπως γνωρίζετε, πρόκειται για έναν οικογενειακό παραδοσιακό φούρνου, του οποίου η παράδοση κρατάει εδώ και πέντε γενιές, από την Φάτσα του Πόντου. Όπως είναι γνωστό, στην Μικρασία γενικότερα αλλά και στον Πόντο, το επάγγελμα του αρτοποιού το είχανε οι Ρωμιοί – οι Έλληνες.
Ένας λοιπόν από αυτούς, ήταν και ο προπάππος μου, ο Λεόντιος Παπαγεώρογλου, ο οποίος άνοιξε στα τέλη του 19ου αιώνα αρτοποιείο στην Φάτσα του Πόντου. Αυτό το πήρε μετά ο γιος του, ο παππούς μου δηλαδή, ο Ηλίας Παπαγεωργίου, ο οποίος το διατηρούσε στον κεντρικό πλάτανο της πόλης. Με την ανταλλαγή ήρθανε όμως στην Ελλάδα, με την γυναίκα του την Μαρίκα και εγκατασταθήκαν στη Δράμα, όπου είχαν και εκεί αρτοποιείο για λίγα χρόνια, αλλά από το 1935 και μετά ήρθαν στην Κατερίνη – όπου βρίσκονταν και όλοι οι συγγενείς τους.
Από το 1935 ο Φούρνος είναι εδώ και κλείνει 90 χρόνια λειτουργίας. Μέσα σε αυτά τα χρόνια υπήρχε η διαδοχή – ο παππούς πέθανε το ‘41 – οπότε και ανέλαβαν σε έφηβη ηλικία οι γιοι του Λεωνίδας και Ανδρέας, οι οποίοι συν τω χρόνω, παρέδωσαν την σκυτάλη στα παιδιά τους.
Πλέον έχει έρθει στον Φούρνο η πέμπτη γενιά Παπαγεωργίου, ο Λεωνίδας Παπαγεωργίου, που κρατάει το όνομα του προ προπάππου του, και το επάγγελμά του.
Πώς έχει εξελιχθεί η σχέση του φούρνου με την τοπική κοινωνία μέσα σε αυτά τα 90 χρόνια και ποια είναι η σημασία ενός παραδοσιακού φούρνου στη γειτονιά σήμερα;
Ο Φούρνος πραγματικά ανήκε σε αυτή τη γειτονιά – δεν ήταν ένας φούρνος του κέντρου ή όλης της Κατερίνης θα λέγαμε. Ήταν πάντοτε ένας συνοικιακός φούρνος με πάρα πολύ στενούς δεσμούς με τη γειτονιά. Δεν ήταν ποτέ το τυπικό μαγαζί που μπαίνεις και βγαίνεις – υπήρχε πάντοτε κοντά στο ταμείο μια καρέκλα ή πολυθρόνα που καθόντουσαν οι φίλοι, οι γείτονες, οι πελάτες και υπήρχε μια κοινωνική αλληλεπίδραση. Βέβαια από τη δεκαετία 1990 και μετά, το κουλούρι του έφτασε να γίνει γνωστό σε όλη την Κατερίνη και τα καρότσια με τα κουλούρια από το 2000 και μετά, είναι σήμα κατατεθέν στον πεζόδρομο της πόλης.
Μαζί με το Φούρνο Παπαγεωργίου περάσαμε και δύσκολες εποχές. Οι δύσκολες εποχές της Ελληνικής ιστορίας – στην Κατοχή ο φούρνος επετάχθη από τους Γερμανούς Ναζί, ενώ μετά την απελευθέρωση τον επέταξαν για λίγο και οι αντάρτες. Υπήρξαν δυσκολίες και αργότερα, με την δικτατορία, οπότε και ο πατέρας μου χρειάστηκε να δουλέψει και στην Γερμανία για 6 χρόνια για να μπορέσει να κρατήσει τον φούρνο ανοιχτό. Τα πράγματα σταθεροποιήθηκαν τις δεκαετίες ‘80 και ‘90, και έφτασε πλέον ο φούρνος μας στην σημερινή του κατάσταση. Ο κόσμος, η τοπική κοινωνία στάθηκε δίπλα μας σε αυτά τα χρόνια.
Παρατηρείτε αλλαγές στις ανάγκες των πελατών σήμερα, σε σχέση με όταν ξεκινήσατε; Ζητούν σήμερα διαφορετικά πράγματα από ένα αρτοποιείο;
Όταν ήμουνα μικρός, δεκαετία ‘70 – ‘80, οι άνρθωποι έτρωγαν πάρα πολύ ψωμί. Ήταν και λίγοι οι φούρνοι τότε, και αγόραζαν το ψωμί με τα κιλά – ήταν το βασικό είδος στο τραπέζι. Με τα χρόνια τα κιλά γίνανε μισόκιλα και το ψωμί έχει αντικατασταθεί από αρτοσκευάσματα. Στο τραπέζι μας έχουνε μπει πάρα πολλά προϊόντα με αποτέλεσμα σιγά σιγά το ψωμί, ενώ κρατάει τη βασική του θέση στο ελληνικό τραπέζι, έχει μειωθεί πολύ και αυτό έχει φυσικά τον αντίκτυπό του και στην δουλειά μας.
. Τα τελευταία χρόνια είναι κιόλας δύσκολα τα πράγματα, γιατί όπως γνωρίζετε έχουν αυξηθεί και οι τιμές στις πρώτες ύλες, οπότε τα αρτοποιεία ζούνε μια πολύ δύσκολη περίοδο, ειδικά μετά το 2019, και προσπαθούμε να αντέξουμε ως μικροί φούρνοι. Εμείς δεν είμαστε αρτοποιείο-ζαχαροπλαστείο, δεν γίναμε ποτέ, κρατήσαμε έναν παραδοσιακό χαρακτήρα εστιάζοντας στο ψωμί, στη λαγάνα και στο κουλούρι που όλοι γνωρίζουμε.
Ένας παραδοσιακός φούρνος, που θέλει να διατηρήσει την ταυτότητά του αλλά ταυτόχρονα να έχει μια δυναμική παρουσία στο χώρο, σε μια εποχή που ο κόσμος έχει την απαίτηση για ποικιλία και αφθονία επιλογών, ποια πορεία θα πρέπει να ακολουθήσει, με βάση την εμπειρία σας;
Αυτό είναι δύσκολο να το απαντήσει κανείς με σιγουριά, γιατί ακριβώς είναι μία πρόκληση και ο καθένας θα πρέπει να εξετάζει αφενώς το ποιος είναι και τι μπορεί να παρέχει. Από την άλλη, ποιες είναι οι ανάγκες της αγοράς – χωρίς να τις λαμβάνει κανείς υπ’όψην δεν γίνεται να επιτύχει, όποτε πρέπει να προσαρμόζεται ανάλογα. Είναι μία διαρκής πρόκληση, δεν είναι κάτι το οποίο τελειώνει.




































