Ωστόσο, υπάρχει ένας λιγότερο ορατός αλλά εξίσου ισχυρός μηχανισμός: η πολιτιστική διπλωματία. Πρόκειται για την τέχνη της χρήσης της πολιτιστικής κληρονομιάς, της τέχνης, της μουσικής, του κινηματογράφου, ακόμη και της γαστρονομίας, ως εργαλεία για την προώθηση των εθνικών συμφερόντων και την ενίσχυση της διεθνούς εικόνας ενός κράτους.
Γράφει ο Θεοχάρης Στύλος Πρόεδρος Πνευματικής Κίνησης Σκοτίνας και Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Συγγραφέων Πιερίας.
Η πολιτιστική διπλωματία δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Από την αρχαιότητα, πόλεις-κράτη όπως η Αθήνα και η Ρώμη χρησιμοποίησαν την τέχνη και τη φιλοσοφία για να επηρεάσουν τον κόσμο γύρω τους. Συγχρονα παραδειγματα χρησιμοποίησης της εχουμε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η αμερικανική κυβέρνηση έστελνε μουσικούς της τζαζ στην Ευρώπη και την Αφρική, για να μεταφέρει το μήνυμα της ελευθερίας. Η Νότια Κορέα εξάγει το K-pop και τα τηλεοπτικά της δράματα, χτίζοντας ένα διεθνές κύμα συμπάθειας. Η Κίνα ιδρύει Ινστιτούτα Κομφούκιος σε όλο τον κόσμο, ενώ η Ιταλία η Γαλλία και η Γερμανία εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τον πολιτισμό ως την πιο εκλεπτυσμένη μορφή διπλωματίας.Σήμερα, τα περισσότερα κράτη συνεχίζουν να επενδύουν στην «ήπια δύναμή» τους (soft power), καθώς οι συμβατικές στρατηγικές δεν επαρκούν πάντα για την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης και συνεργασίας σε διεθνές επίπεδο.
Μέσα από διεθνή φεστιβάλ, εκθέσεις τέχνης, πολιτιστικές ανταλλαγές και εκπαιδευτικά προγράμματα, τα κράτη προβάλλουν τις αξίες τους, ενισχύουν τη φήμη τους και δημιουργούν δεσμούς που δεν μπορούν εύκολα να σπάσουν. Η επιτυχία αυτής της στρατηγικής είναι συχνά αθέατη, καθώς η επίδρασή της εκδηλώνεται μακροπρόθεσμα, μέσω της αλλαγής νοοτροπιών και της καλλιέργειας φιλικών προϋποθέσεων για διπλωματικές συμφωνίες ή εμπορικές συνεργασίες.
Η Ελλάδα, με την πλούσια ιστορία και τον πολιτιστικό της πλούτο, έχει σημαντικά περιθώρια να αξιοποιήσει αυτή τη μορφή διπλωματίας. Από το αρχαίο δράμα και τη φιλοσοφία μέχρι τη σύγχρονη μουσική και τον κινηματογράφο, η χώρα διαθέτει «όπλα» πολιτιστικής γοητείας που μπορούν να μετατραπούν σε εργαλεία διεθνούς επιρροής. Οι διεθνείς εκθέσεις, τα προγράμματα πολιτιστικής ανταλλαγής και η προβολή της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας μπορούν να λειτουργήσουν ως ήπιο μέσο επίλυσης συγκρούσεων και ενίσχυσης συνεργασιών.
Ωστόσο, η πολιτιστική διπλωματία δεν είναι χωρίς προκλήσεις. Χρειάζεται στρατηγικό σχεδιασμό, συντονισμό μεταξύ υπουργείων Πολιτισμού και Εξωτερικών, στήριξη της ελληνικής διασπορας και συνεχή αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας. Η «μαζική παραγωγή» πολιτιστικών εκδηλώσεων χωρίς σαφή στόχο μπορεί να γίνει αντιπαραγωγική, ακόμα και να προκαλέσει αντιδράσεις στο εξωτερικό.
Τελειώνοντας μπορουμε να ισχυριστουμε οτι, η πολιτιστική διπλωματία αποκαλύπτει και μια αλήθεια: και αυτην ειναι ότι η δύναμη ενός κράτους δεν μετριέται μόνο με όπλα ή οικονομική ισχύ, αλλά και με την ικανότητά του να εμπνέει, να προσελκύει και να συνδέει ανθρώπους μέσω του πολιτισμού. Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας, όπου η εικόνα και η εμπιστοσύνη συχνά υπερβαίνουν τα παραδοσιακά μέσα πίεσης, η πολιτιστική διπλωματία παραμένει η σιωπηλή αλλά πανίσχυρη όψη της εξωτερικής πολιτικής που περιμενει να εκμεταλεφθούμε τις δυνατοτητες της.
* Τα κείμενα που φιλοξενούνται στη στήλη «Άρθρα - Απόψεις» του Ολύμπιου Βήματος δημοσιεύονται αυτούσια και απηχούν τις απόψεις των συγγραφέων και όχι του Ολύμπιου Βήματος.



























