Η τρίτη και τελευταία ημέρα του συνεδρίου με θέμα «ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ: 50 Χρόνια Μετά», το οποίο συνδιοργανώνουν η «Καθημερινή», το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), το Οικονομικό Φόρουμ Δελφών και το Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics στην Εθνική Πινακοθήκη, ξεκίνησε με τον χαιρετισμό της Ελένης Παπούλια, Εκτελεστικής Διευθύντριας στο Minda de Gunzburg Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, την οποία διαδέχθηκε στο βήμα ο πρώην Πρωθυπουργός της Ελλάδας Αλέξης Τσίπρας, για μια συζήτηση με τη Δημοσιογράφο στην «Καθημερινή» Ξένια Κουναλάκη.
«Το σημερινό Συνέδριο δεν είναι μόνο μια στιγμή αναστοχασμού, αλλά μια στιγμή προβληματισμού για το μέλλον», παρατήρησε η κ. Παπούλια στη διάρκεια της ομιλίας της. «Υπάρχουν ανελεύθερες παρορμήσεις σε όλες τις κοινωνίες, που μπορούν να εκφραστούν κάθε στιγμή. Αλλά, παρά τις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας της Ευρώπης κατά τον 21ο αιώνα, η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει αντέξει». Επισήμανε, πάντως, ότι οι δημοκρατίες πεθαίνουν αργά, «όταν δεν δίνουμε σημασία, όταν δεν γνωρίζουμε τους κανόνες ή όταν αυτοί υπονομεύονται. Όταν δεν υπάρχουν θεσμικά αντίβαρα και δεν υπάρχει κοινωνική συμμετοχή». Γι’ αυτό και «κάθε στιγμή πρέπει να αγωνιζόμαστε για τη Δημοκρατία».
Ο Αλέξης Τσίπρας διευκρίνισε ότι ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του διευθυντή της «Καθημερινής», Αλέξη Παπαχελά, να συμμετάσχει στο συνέδριο όχι τώρα αλλά έξι μήνες νωρίτερα. «Δεν περίμενα βέβαια έξι μήνες πριν ότι θα ήταν η πρώτη φορά μετά την παραίτησή μου που θα είχα μια δημόσια παρουσία στα πολιτικά πράγματα του τόπου. Ανταποκρίθηκα, γιατί θεωρώ ότι είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία αυτή η ενδοσκόπηση και η ανασκόπηση στα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση και νομίζω ότι ο καθένας που ήρθε σε αυτό το βήμα είχε κάτι να προσθέσει σε αυτή τη συζήτηση, η οποία θα διαρκέσει όλη τη χρονιά και πιστεύω θα μας κάνει σοφότερους».
Μεταξύ άλλων, ο κ. Τσίπρας αναφέρθηκε στις πρώιμες μνήμες του από την περίοδο της Μεταπολίτευσης. «Γεννήθηκα τέσσερις ημέρες μετά τη Μεταπολίτευση, συνεπώς δεν μπορώ να έχω μνήμες από εκείνα τα πρώτα χρόνια της επισφάλειας. Έχω θύμησες και μνήμες από το ’80 και μετά. Βεβαίως το ωστικό κύμα της Μεταπολίτευσης ήταν τόσο ισχυρό που κράτησε για πολλά χρόνια. Θυμάμαι ως παιδάκι την προσμονή των πολύ μεγάλων αλλαγών που έφερε αυτή η δεκαετία. Θυμάμαι το βράδυ των εκλογών του 1981 και την πανηγυρική ατμόσφαιρα», περιέγραψε, διαπιστώνοντας ότι η πολιτική είχε μπει σε κάθε σπίτι και σε κάθε συνείδηση εκείνη την εποχή. Σήμερα πια, «μπορώ να αποτιμήσω ότι η στιγμή της Μεταπολίτευσης ήταν μια μεγάλη ιστορική τομή», ανέφερε. «Ενα κομμάτι της Αριστεράς εκείνη την εποχή είχε άδικο λέγοντας ότι ήταν “απλά μια αλλαγή νατοϊκής φρουράς”. Ήταν μια στιγμή ουσιαστικής μετάβασης σε μια δημοκρατία κανονικότητας, που εν μέρει εκπλήρωσε το αίτημα της προδικτατορικής περιόδου για μια κοινοβουλευτική δημοκρατία που θα λειτουργεί πέρα και έξω από τις παρεμβάσεις εξωτερικών ή εσωτερικών δυνάμεων» προσέθεσε. Η στιγμή αυτή θεμελιώθηκε στο πλαίσιο δύο «καταστατικών τραυμάτων»: της τραγωδίας στην Κύπρο και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Αυτά τα 50 χρόνια υπήρξαν σημαντικές χαμένες ευκαιρίες, επισήμανε ο κ. Τσίπρας, αναφερόμενος ειδικότερα στην οικονομία και στη λειτουργία των θεσμών και του Κράτους Δικαίου. Δεν πετύχαμε ένα ουσιαστικό αναπτυξιακό άλμα αυτά τα 50 χρόνια, η χώρα οδηγήθηκε σε μια πρωτοφανή κρίση χρεοκοπίας και πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες αυτής. «Πολλοί είπαν ότι οδηγηθήκαμε στην κρίση εξαιτίας της αποτυχίας της Μεταπολίτευσης. Εγώ θα πω ότι οδηγηθήκαμε λόγω της προδοσίας των αξιών της Μεταπολίτευσης». ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έχουν ίσες ευθύνες, γιατί πρόδωσαν τις δικές τους ιδεολογικές αρχές, εξήγησε, επειδή μετατράπηκαν σε κόμματα δίχως συνεκτική ιδεολογία. «Η χώρα σταμάτησε να παράγει και σταμάτησε να φορολογεί», ενώ ταυτόχρονα και η ΝΔ οδηγήθηκε, μέσα από τον δικομματισμό της περιόδου, στο να αναθεωρήσει μια βασική αρχή της ταυτότητάς της που ήταν η χρηστή δημοσιονομική διαχείριση. Παράλληλα, και η Αριστερά παραγνώρισε τους κινδύνους της οικονομίας, αναγνώρισε ο πρώην πρωθυπουργός. «Αφεθήκαμε στο αφήγημα της δήθεν θωρακισμένης οικονομίας».
Στο ερώτημα της κ. Κουναλάκη για το δημοψήφισμα του 2015 «εσείς εκείνη τη στιγμή δεν αισθανθήκατε ότι θα μπορούσατε να πετάξετε στα σκουπίδια όλα όσα έχει πετύχει η χώρα;» ο κ. Τσίπρας απάντησε ότι «ούτε μια στιγμή» δεν πέρασε από το μυαλό του να διαπραγματευτεί τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ευρώ. «Ήταν μια δραματική στιγμή, αλλά ήταν η κατάληξη μιας μακράς περιόδου ατελέσφορης λιτότητας και ευρωπαϊκής αδυναμίας της ευρωπαϊκής ηγεσίας να δώσει μια λύση προοπτικής, διότι δεν εμπιστευόταν το ελληνικό πολιτικό σύστημα». Υπενθύμισε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μια λαϊκή εντολή διαπραγμάτευσης «για να υπάρξει μια βιώσιμη προοπτική εξόδου από την κρίση με την κοινωνία όρθια» και προσπάθησε, με λάθη και παραλείψεις, αυτή την εντολή να τη φέρει μέχρι τέλους. Σύμφωνα με τον ίδιο, το δημοψήφισμα δραματοποίησε τις εξελίξεις και έδωσε τη δυνατότητα και στις δύο πλευρές να κάνουν ένα βήμα πίσω. «Υπήρχαν πρόσωπα και δυνάμεις που φλέρταραν με την ανάγκη η χώρα να βγει από το ευρώ, στο εσωτερικό της κυβέρνησής μου, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2015, που έγινε το ξεκαθάρισμα αυτό», επισήμανε. Αναφέρθηκε, επίσης, στη θεσμική και διαρκή επικοινωνία που είχε όλη εκείνη την περίοδο με τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο. «Είχαμε και μια ανθρώπινη σχέση, που είχε καλλιεργηθεί από την περίοδο του 2008». Συμπλήρωσε επίσης οτι «δεν είχα στο μυαλό μου ότι “η πρώτη φορά Αριστερά” θα ήταν μια ιστορική ρεβάνς».
«Η Δημοκρατία γιορτάζει 50 χρόνια, αλλά υπάρχει μια μαύρη κηλίδα στο επίσημο φόρεμά της, που είναι η κηλίδα των υποκλοπών», τις οποίες χαρακτήρισε «πρωτοφανές σκάνδαλο», ενώ εξέφρασε την πεποίθηση ότι παρατηρείται προσπάθεια συγκάλυψης των ευθυνών για τα Τέμπη. Μια Δημοκρατία χωρίς ισχυρά θεσμικά αντίβαρα, με μεγάλο ασθενή τη Δικαιοσύνη, «είναι σίγουρα πάσχουσα», υπογράμμισε. Σε πολιτικό επίπεδο εκτίμησε ότι «η αδυναμία του προοδευτικού χώρου και της αντιπολίτευσης δημιουργεί συνθήκες ενίσχυσης ενός αντιπολιτικού ρεύματος». Διαπίστωσε, ακόμα, ότι η Αριστερά δεν καταφέρνει να συμβαδίσει με τις εξελίξεις και να δώσει «προοπτική ενθουσιασμού και μιας καλύτερης ζωής» και «οφείλει να αναστοχαστεί γιατί οι αξίες της είναι διαχρονικές”.
Με διάθεση αυτοκριτικής, παραδέχθηκε ότι οι χειρισμοί στις υποθέσεις Novartis και τηλεοπτικών αδειών ήταν ατυχείς, αν και υπήρχαν εκ μέρους της κυβέρνησης του καλές προθέσεις, εν προκειμένω για τη δημιουργία ενός ευνομούμενου πλαισίου στο ραδιοτηλεοπτικό χώρο. Υποστήριξε, όμως, ότι δεν είναι δόκιμη η σύγκριση με τα σημερινά δεδομένα της κυβέρνησης Μητσοτάκη για το Κράτος Δικαίου. «Αν υπήρχε κατά τη διακυβέρνησή μου το σημερινό ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου, δεν θα μπορούσα να σταθώ ούτε μια ημέρα στο Μέγαρο Μαξίμου. Το ίδιο ισχύει και για τις παρακολουθήσεις».
Σε ό,τι αφορά τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και τον αντιαμερικανισμο που επικράτησε στη Μεταπολίτευση σχολίασε ότι «ο αντιαμερικανισμός μου πάντα είχε ένα πλαίσιο, ακόμη και όταν ήμουν νέος». Συγκεκριμένα, επέκρινε τη στάση της κυβέρνησης των ΗΠΑ στη διάρκεια της επταετίας αλλά εμπνεόταν “από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και από τα κινήματα που διαμορφώνονταν στις ΗΠΑ». Δήλωσε, ωστόσο, ευτυχής που η δική του κυβέρνηση έπαιξε ρόλο στην ομαλοποίηση των σχέσεων με τις ΗΠΑ έτσι όπως σηματοδοτήθηκε από την επίσκεψη του Μπαράκ Ομπάμα στην Αθήνα, την τελευταία του ως Προέδρου των ΗΠΑ.
Ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε, επίσης, στις «δύο όψεις» του Ανδρέα Παπανδρέου, διευκρινίζοντας πάντως ότι ποτέ δεν υπήρξε οπαδός του. Τον χαρακτήρισε, όμως, εμβληματική μορφή «γιατί ολοκλήρωσε τη Μεταπολίτευση». «Δημιούργησε τις συνθήκες ώστε μεγάλο μέρος του πληθυσμού να ενταχθεί στην κοινωνική και πολιτική ζωή. Έδωσε ορατότητα. Προχώρησε και σε μεγάλες αλλαγές εκσυγχρονισμού της χώρας. Υπάρχει η όψη του Παπανδρέου της “αλλαγής” και υπάρχει και η κατάληξη της διακυβέρνησης, όταν έγινε ο ίδιος κατεστημένο».
Σε μια αξιολόγηση της δικής του διακυβέρνησης, διαπίστωσε ότι «παρά τις προθέσεις μας, από λάθη και παραλείψεις, δώσαμε μια εικόνα διαφορετική από αυτό που επιδιώκαμε». Δήλωσε, όμως, απογοητευμένος που «ενώ πετύχαμε πολλά, διαχειριστήκαμε ενοχικά τη μεγάλη μας επιτυχία: το ότι διαχειριστήκαμε την πιο κρίσιμη στιγμή της χώρας, την κρίση», αλλά και για το γεγονός ότι δεν ολοκληρώθηκε «ένας βελούδινος διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας». Αναφορικά με την περίοδο της διακυβέρνησης του δήλωσε υπερήφανος για τρία πράγματα: για την έξοδο από το Μνημόνιο, για τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και για το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον ίδιο, παρά τις δύσκολες στιγμές, «ήταν η εντιμότερη της Μεταπολίτευσης, όσον αφορά τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος».