– Απίστευτο! Πέφτει ο πληθωρισμός, πάσχει από υψοφοβία!
– Έλα ρε, με τον πόνο μας παίζεις;
– Γιατί είναι δικός σας πόνος μόνο; Εγώ δεν πονάω;
– Είναι αλήθεια αυτό που είπες; Ή μας δουλεύεις χάριν αστεϊσμού;
– Πολύ μου ήρεσε το τελευταίο, χάριν αστεϊσμού, καιρό είχα να το ακούσω!
– Ο αστεϊσμός φίλε μου είναι αλλού! Δεν ακολουθεί τον πληθωρισμό. Όλο αυτό το ντιριντάχτα που ακούμε και ξανακούμε δεν βγάζει και κάτι! Βγαίνει η Γιουροστατ και λέει αυτό, σε σχέση με το άλλο, που πλησιάζει το παραπέρα και κυνηγάει εκείνο που ξέφυγε και το τσουβάλιασε να επιστρέψει!
– Δεν κατάλαβα!
– Και καλά κάνεις! Κατά αρχάς λέει ότι πιάσαμε σχεδόν πάτο!
– Εγώ δεν άκουσα ποτέ κάτι τέτοιο!
– Καλά μωρέ, πως κάνεις έτσι! Σίγουρα δεν το είπε έτσι , εγώ στο λέω πιο λαϊκά, δερβίσικα να πούμε!
– Αααα! Και λοιπόν;
– Το λοιπόν, όταν εδώ πας στο σουπερμάρκετ και πληρώνεις πενήντα ευρώ και στην Γερμανία θα έδινες τα μισά πόσο αδειάζει η τσέπη μας και των δυο;
– Αναλογικά να το πάρεις θα αργήσει η τσέπη του Γερμανού να αδειάσει!
– Α γεια σου, κι έρχεται μετά η Γιουροστατ και σου λέει δυο, τρία, όσο λέει, τα εκατό η μείωση του πληθωρισμού στην Ελλάδα. Τι συμπέρασμα βγάζω εγώ;
– Τι συμπέρασμα;
– Ρε, θα μου μείνουν περισσότερα;
– Όσο να πεις κάτι θα σου μείνει, μωρέ!
– Ναι, για να αγοράσω παπαδούλες!
– Τι; Δεν φτιάχνεις τις παπαδούλες μόνος σου; Τα αγοράζεις απέξω; Σπάταλε! Εγώ τα φτιάχνω στο σπίτι. Το ίδιο να κάνεις κι εσύ!
– Ας πούμε ότι συμφωνώ με ό,τι είπες! Θα με σώσουν οι παπαδούλες, ρε; Προχτές για παράδειγμα είχαμε φασολάδα στο σπίτι, είπα να πάρω κάτι αλμυρό και ξεκίνησα να πάρω λίγη λακέρδα! Την αποθύμησα ρε, χρόνια είχα να φάω. Και πήγα να πάρω… Και δεν πήρα…
– Γιατί; Δεν είχε;
– Είχε!
– Ε, τότε;
– Εγώ δεν είχα!
– Δε σε καταλαβαίνω;
– Τριάντα πέντε ευρώ το κιλό η λακέρδα φίλε μου, ρε! Γι αυτό! Άρα το πόσο τα εκατό διαφορά, ακόμη δεν με βοηθά! Κατάλαβες;
– Ναι, αλλά εσύ ήθελες και λακέρδα, πώς να το κάνουμε!
– Ναι, έχεις δίκιο, έγινε πλέον και η λακέρδα είδος ντελικατέσσεν!
Ουδέν Σχόλιον! – Γράφει ο Βασίλης Μόσχης