Ακούμε συχνά τελευταία κάτι βαρύγδουπες λέξεις και εκφράσεις, όπως για παράδειγμα, ανάκαμψη, επενδύσεις, σταθερότητα, αυξήσεις, πρωτογενές πλεόνασμα, ανθεκτικότητα, ότι η βαριά μας βιομηχανία, ο τουρισμός πάει για ρεκόρ κλπ.
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Σπάνια ακούμε για αυτά που χρωστάμε. Ατομικά και σαν χώρα. Πότε-πότε στα ψιλά δημοσιεύονται οι προειδοποιήσεις και τα συμπεράσματα της Τράπεζας Ελλάδος, του Στουρνάρα, που λέει πόσα δισεκατομμύρια είναι τα κόκκινα δάνεια, πόσα δισεκατομμύρια έφτασε το χρέος.
Δεν χρειάζεται να είσαι οικονομολόγος για να καταλάβεις μερικά απλά πράγματα, όπως για παράδειγμα ότι παράγουμε και εξάγουμε λίγα, ενώ εισάγουμε τα πάντα. Τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας ο λεγόμενος “πρωτογενής τομέας παραγωγής”, δηλαδή η γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, βιοτεχνία κλπ. συνέχεια μειώνονται.
Δεν παράγουμε όπως πρώτα, π.χ. σιτάρι, ζάχαρη (κλείσαμε τα εργοστάσια που δούλευαν με ζαχαρότευτλα), γαλακτοκομικά, κρέας, ψάρια κ.α. Κι επειδή είναι βασικά είδη διατροφής και επιβίωσης, αναγκαζόμαστε να τα εισάγουμε. Και να τα πληρώνουμε.
Κι επειδή το ταμείο του κράτους μας δεν έχει αρκετά λεφτά, συνέχεια δανειζόμαστε από το εξωτερικό. Με τόκο.
Είμαστε χρεωμένοι μέχρι το λαιμό. Κι έχουμε βάλει επίσημα και ενέχυρο για 99 χρόνια σχεδόν όλες τις πλουτοπαραγωγικές μας πηγές.
Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι οι δανειστές μας μάς έχουν στο χέρι και ότι αυτοί καθορίζουν την τύχη και τη ζωή μας. Γι’ αυτό μάς έβαλαν τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι με τα μνημόνια. Ακόμα και σήμερα συνεχίζουν με την λεγόμενη «εποπτεία».
Κερασάκι στην τούρτα ήρθαν καπάκι η πανδημία και τώρα η ακρίβεια.
Υπάρχει άραγε ελπίδα να σηκώσουμε κεφάλι;
Δεν ξέρω, ούτε είμαι ειδικός να απαντήσω. Υπάρχουν άλλοι που ξέρουν και είναι ειδικοί. Αρκεί να έχουν την δυνατότητα να μάς ενημερώσουν. Όλοι, κι όχι μόνον μερικοί. Και εμείς από την πλευρά μας καλοπροαίρετα να θέλουμε να τούς ακούσουμε για να μάθουμε, χωρίς προκατάληψη και φανατισμό.