Tου Γιάννη Κορομήλη
Στις εκλογές οι πολίτες ψηφίζουν το κόμμα της προτίμησης τους καθώς και όποιους από τους υποψηφίους βουλευτές θεωρούν ότι θα τους εκπροσωπήσουν καλύτερα στη Βουλή. Το αν και κατά πόσον οι όποιες επιλογές τους είναι όντως οι σωστότερες είναι ένα άλλο θέμα. Πολύ σοβαρό, αλλά άλλης τάξης και με πολλά προαπαιτούμενα. Οι πολίτες ψηφίζουν ή καταψηφίζουν. Έρχεται στη συνέχεια ο εκλογικός νόμος που, ως ένα είδος «μετασχηματιστή», μετατρέπει τις ψήφους σε έδρες στη Βουλή. Λειτουργία πολύ σημαντική δεδομένου ότι οι έδρες των κομμάτων στη Βουλή καθορίζουν και την κυβέρνηση που θα σχηματισθεί και τους νόμους που θα ψηφιστούν και πολλά άλλα.
Και ακριβώς αυτός ο «μετασχηματιστής» είναι που δίνει ποσοστά (και έδρες) στα κόμματα όχι με βάση το σύνολο των εχόντων δικαίωμα ψήφου (περίπου 10 εκατ. πολίτες), ούτε με βάση αυτούς που προσήλθαν στις κάλπες (περί τα 6,5 έως 7 εκατομμύρια) – αφήνει δηλ. απ΄έξω την αδικαιολόγητη αποχή- αλλά με βάση τα έγκυρα ψηφοδέλτια. Αφήνει επίσης απ΄έξω τόσο αυτούς που έριξαν λευκό διότι δεν τους εξέφραζε κανένα κόμμα- νόμιμη καθαρά επιλογή και ισόκυρη με τα «σταυρωμένα» ψηφοδέλτια – όσο και όσους έριξαν άκυρο, εκ προθέσεως ή όχι.
Τελικά η βάση υπολογισμού είναι σκόπιμα (και νόμιμα) πολύ μικρότερη από τους πολίτες άρα δίνει μεγαλύτερα ποσοστά στα κόμματα. Όσο για τους βουλευτές, το κάθε κόμμα παίρνει με κάποια αναλογία ως προς τα ποσοστά- όχι ακριβώς, αφού υπάρχει και το πριμ των 50 εδρών (που στην πραγματικότητα είναι 44!)-
Η Βουλή με τη σειρά της, και με βάση τις αποφάσεις των κομμάτων, αναλαμβάνει τα περαιτέρω: ψήφος εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση που θα προκύψει (εφόσον φυσικά προκύψει), νομοθετικό έργο κ.λ.π. Σε ομαλές συνθήκες η κυβέρνηση κυβερνά, η αντιπολίτευση ελέγχει και ο λαός δεν κάνει τιποτ΄ άλλο παρά να εφαρμόζει τους νόμους, να πληρώνει φόρους, να κρίνει και να κατακρίνει (συνήθως) ότι τον ενοχλεί. Γνωστά πράγματα. Μέχρι τις επόμενες εκλογές όποτε γίνουν. Συνήθως πρόωρες, δηλ. πριν την προβλεπόμενη λήξη της 4ετιας, και κάποιες φορές με τη λήξη της. Οπότε και θα ξαναψηφίσει…
Την τελευταία δεκαετία (περίπου) που οι συνθήκες ξέφυγαν – και ξέφυγαν περισσότερο τα δυο τελευταία χρόνια- από αυτό που θεωρείται ομαλότητα. Τέτοια ασφαλώς δεν είναι όταν η χώρα χάνει μεγάλο της ανεξαρτησίας της. Όπως έγινε με το πρώτο Μνημόνιο (άρθρο 14 παρ.1,2,5 και άλλα), χωρίς μάλιστα να ψηφιστεί από την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα αυξημένη πλειοψηφία. Έκτοτε ζούμε υπό μη κανονικές συνθήκες (εξαθλίωση μεγάλου τμήματος του λαού, πτώχευση, ανεργία, κυρίως στους νέους κ.λ.π.)
Με τέτοιες μη ομαλές συνθήκες και με ορατό τον κίνδυνο, δυσμενών συνεπειών για το λαό, για τη χώρα και τη Δημοκρατία, επιβάλλονταν πολιτική και κοινωνική συναίνεση. Οι υπόλοιπες χώρες που μπήκαν (μετά από μας) σε μνημόνια: Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος, βγήκαν σε, μικρό σχετικά χρονικό διάστημα. Εμείς αν και μπήκαμε νωρίτερα δεν βγήκαμε ακόμη. Κι ούτε προβλέπεται να βγούμε σύντομα. (Οι φόροι αυξάνονται, τα εισοδήματα περικόπτονται και το χρέος αντί να μειωθεί… αυξάνεται. Πέρυσι μάλιστα και φέτος «ασύμετρα»).
Γιατί εκείνοι τα κατάφεραν κι εμείς ΟΧΙ; Απλά διότι τα κόμματα τους, οι πολιτικοί τους έβαζαν και βάζουν πάνω από το κομματικό και προσωπικό τους συμφέρον το συμφέρον της χώρας τους. Και δεν πολιτεύονται με εμφυλιοπολεμικά συνθήματα. Ίσως διότι δεν είχαν το … προνόμιο να αλληλοσκοτωθούν μεταξύ τους όσοι γλύτωσαν από τους Γερμανούς και την κατοχή. Ήμασταν βλέπετε η μόνη χώρα της Ευρώπης που μετά τους Ναζί ανακάλυψε εχθρούς στους «πλανεμένους αδελφούς μας». Βέβαια από τότε πέρασαν πολλά χρόνια και λογικά θα έπρεπε να θάψουμε τους νεκρούς μας. Αλλά δεν το κάναμε. Έτσι ακούστηκαν προεκλογικά από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ συνθήματα όπως: «Η εμείς ή αυτοί», «θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν» κ.α.
Μ΄αυτά και μ΄αυτά είδατε που καταντήσαμε. Και δεν ξέρουμε τι χειρότερο μας περιμένει…
Συνεχίζε