Την ίδια στιγμή, η χώρα μας είναι μεταξύ των τριών πιο γερασμένων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι ενδεικτικό πως, σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας απογραφής, οι Έλληνες άνω των 70 ετών είναι 1.762.080, όταν 10 χρόνια πριν ο αριθμός τους ίσα που ξεπερνούσε τους 1.600.000. Η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφηκε στους πολίτες άνω των 80 ετών, οι οποίοι το 2021 αριθμούσαν 766.043, ενώ το 2011 ήταν 182.709 λιγότεροι.
Βάσει των στοιχείων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, ο αριθμός των παιδιών έως εννέα ετών κατέγραψε μείωση της τάξης του 16,3% συγκριτικά με την προηγούμενη απογραφή, ενώ και οι νέοι 20-39 ετών είναι σαφώς λιγότεροι.
Δεν είναι όμως μόνο ο πληθυσμός της Ελλάδας που γερνάει.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα, και μάλιστα το 2020 το ποσοστό των ηλικιωμένων έφτανε το 21% έναντι 16% που ήταν το 2001, σημειώνοντας αύξηση πέντε ποσοστιαίων μονάδων. Ειδικότερα, όσον αφορά την ομάδα των 80 ετών και άνω, αυτή ήταν σχεδόν 6% το 2020, όταν 19 χρόνια νωρίτερα ήταν 3,4%.
Η αριθμητική αύξηση, λοιπόν, των μεγάλων ηλικιακών ομάδων δείχνει πως διανύουμε την «εποχή των παππούδων», οι οποίοι είναι σαφώς πιο ενεργοί και παραμένουν μέσα στην αγορά εργασίας.
Ιδίως, δε, στη χώρα μας, ο «θεσμός» του παππού και της γιαγιάς είναι πολύ ισχυρός, αφού αναλαμβάνουν, εκτός των άλλων, τη φροντίδα των μικρών της οικογένειας, ενώ οικονομικά βρίσκονται δίπλα στα παιδιά τους, παρόλο που αυτά μπορεί να έχουν ανοίξει τα δικά τους σπίτια.
Είναι ενδεικτικό πως οι απασχολούμενοι άνω των 65 ετών το πρώτο τρίμηνο του 2023 έφτασαν τους 111.100, όταν ο αντίστοιχος αριθμός το 2020 ήταν 95.200.
Όπως δείχνει η έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ «Συνθήκες Διαβίωσης στην Ελλάδα», κατά την περσινή χρονιά οι Έλληνες άνω των 65 ετών οι οποίοι πραγματοποίησαν προσωπικά ταξίδια με τέσσερις ή περισσότερες διανυκτερεύσεις έφτασαν τις 542.100, όταν μία δεκαετία νωρίτερα ήταν 400.600.