– Εντάξει, και τους στείλαμε τα απαραίτητα…
– Και μετά;
– Εδώ σε θέλω μπάρμπα μου! Το μετά είναι το μεγάλο, το σπουδαίο, το τρανό! Τι μέλει γενέσθαι μετά! Για σκέψου…
– Δεν μπορώ… Δεν θέλω…
– Αδυνατείς ε; Για σκέψου μετά από μια ολόκληρη ζωή, προσπάθειες, αγώνες, σκληρή δουλειά, λες άντε τα καταφέραμε, καλά πήγαμε, δόξα σοι ο Θεός, τα καταφέραμε μπρε, ξοφλήσαμε και τις τράπεζες, σκληρή ζωή, αλλά δε βαριέσαι, καλά τα πήγαμε, …και εκεί που λες ότι η ζωή είναι ωραία τελικά, καταφθάνει ο εφιάλτης, ο εκτελεστής, ο “τιμωρός” ο άντε πάγαινε από δω, και κοιτάς τριγύρω και το όνειρό σου , μα που είναι, τι έγινε, χάθηκαν όλα, όχι δεν μπορεί, όνειρο βλέπω, όχι δεν είναι όνειρο, εφιάλτης είναι, τι εφιάλτης, κάτι χειρότερο, όχι δεν υπάρχει, χάθηκαν οι ζεστές αγκαλιές μπροστά στο τζάκι μετά από μια κουραστική αλλά ευτυχισμένη μέρα, όλα πήγαν μια χαρά, αύριο θα ξημερώσει πάλι ο ήλιος και θα πάρουμε κι εμείς το δρόμο μας…
– Πόσα όνειρα…
– Γιατί; Γιατί χάθηκαν όλα; Γιατί έγινε όλο αυτό; Ποιο μαγικό χέρι έσπρωξε τα απειλητικά σύννεφα αφού τα φόρτωσε βαριά βαριά κατά πάνω μας; Ώστε αυτό ήταν; Μέχρι εδώ ήταν; Χάθηκαν ζωές, χαθήκανε τα ζωντανά μας, χαθήκαν τα μονοπάτια που μύριζαν θυμάρι, που πήγαν τα χαμομήλια που μαζεύαμε, όλα σκεπασμένα από ένα σκούρο νερό, βαρύ, όχι δεν πίνεται, δε δίνει ζωή αυτό το νερό, δεν μπορεί, μαύρος εφιάλτης είναι, αύριο θα ξημερώσει μια άλλη μέρα, και όλα θα είναι διαφορετικά, θα ξεκινήσουμε πάλι από την αρχή…
– Όνειρο ήταν και πάει…
– Δεν ήρθε αυτή η μέρα, κι ούτε ξέρει κανείς αν θάρθει, παντού, όλα χαθήκαν, κρύφτηκαν , θαφτήκαν μέσα στη λάσπη. Όλα τα πάντα, δεν υπάρχουν όνειρα πια! Όχι, δεν υπάρχουν! Μα γίνεται; Μπορεί να γίνει; Τόσα χρόνια, έγιναν σιγά σιγά, καμαρώναμε ότι οδηγούσαμε τον δρόμο μας και μια απότομη μαχαιριά χώρισε το κόσμο στα δυο, εμείς, ο δικός μας κόσμος μέσα στο σκοτάδι!
– Θα τα καταφέρουμε! Ο άνθρωπος πάντα τα καταφέρνει!
– Όχι, μα τώρα δεν μπορώ, δεν έχω αντοχές να ξεκινήσω από την αρχή, δεν γίνονται πια θαύματα στην ηλικία μου! Γέρασα! Απόκαμα! Δεν υπάρχει κι ένα δέντρο, να ακουμπήσω πάνω του, να ξεκουράσω τα μάτια μου…
Ουδέν Σχόλιον! – Γράφει ο Βασίλης Μόσχης