Κυκλοφορεί ευρύτατα η γνώμη ότι πολλοί Έλληνες βίωσαν την αχαριστία των συμπατριωτών τους. Άλλους τους καταδίκασαν σε φυλάκιση, άλλους τους έστειλαν στην εξορία και αρκετοί έφτασαν στο τέλος της ζωής τους κάτω από τραγικές συνθήκες.
Είναι έτσι τα πράγματα ή μήπως υπάρχει υπερβολή σε όλα αυτά που λέγονται και ακούγονται;
Ένας από αυτούς, για τους οποίους λέγεται ότι δέχθηκαν την αχαριστία και το μίσος των συμπατριωτών τους, οι οποίοι τους συμπεριφέρθηκαν με άδικο τρόπο και φθόνο, ήταν ο Ηρόδοτος.
Αυτή η άποψη κυκλοφορεί πολύ.
Έγιναν άραγε έτσι τα γεγονότα;
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ο Ηρόδοτος ήταν ο πρώτος ιστορικός. Ο Ρωμαίος ρήτορας Κικέρων τον ονόμασε Πατέρα της ιστορίας! Είναι αυτός που έβαλε τις βάσεις της ιστορίας. Το μόνο έργο που έγραψε ήταν οι Ιστορίαι. Περιγράφει σ’ αυτό τους μεταξύ Ελλήνων και Περσών πολέμους και άλλα πολλά. Στην ουσία πρόκειται για ένα πολύπλευρο έργο. Πλούσιο είναι το υλικό που αναφέρεται στην Αίγυπτο αλλά και σε άλλους λαούς.
Περί τούτου όμως θα αναφερθούμε σε ένα άλλο βίντεό μας. Σήμερα θα παραμείνουμε στο θέμα μας.
Κατ’ αρχήν ας αναφέρουμε λίγα βιογραφικά στοιχεία για τον Ηρόδοτο.
Γεννήθηκε στην Αλικαρανασσό της Μικράς Ασίας το 484 π.Χ. Η οικογένειά του ήταν επιφανής και έλαβε ικανοποιητική μόρφωση. Ο πατέρας του ονομαζόταν Λύξης, η μητέρα τους Δρυώ ή Ροιώ και ο αδερφός του Θεόδωρος. Ο πιο σπουδαίος όμως συγγενής του ήταν ο θείος του ή εξάδερφός του Πανύασις, ο οποίος ήταν επικός ποιητής.
Όσο ο Ηρόδοτος ζούσε στην πατρίδα του Αλικαρνασσό, την πόλη αυτή εξουσίαζε ο τύραννος Λύγδαμης, απόγονος της Αρτεμισίας που είχε λάβει μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Ο Ηρόδοτος υπό την επιρροή του θείου του Πανύαση έλαβε μέρος σε μια συνωμοσία με σκοπό να ανατρέψουν τον τύραννο Λύγδαμη. Το κίνημα τελικά απέτυχε, ο Πανύασις έχασε τη ζωή του και ο Ηρόδοτος εξορίστηκε μα ζί με την οικογένειά του στη Σάμο. Όλα αυτά έγιναν το 468 ή 467 π.Χ.
Από τη Σάμο επέστρεψε στην Αλικαρνασσό το 455 π.Χ., αλλά σύντομα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει και πάλι την πατρίδα του.
Από τότε άρχισε να ταξιδεύει σε πολλά μέρη του κόσμου «θεωρίης ένεκεν», δηλαδή για να δει και να μάθει.
Ύστερα από την περιήγηση σε πολλές χώρες και, αφού έζησε πολλά, είδε πλήθος λαών και ανθρώπων, έφτασε κάποτε στην Αθήνα. Η Αθήνα ήταν τότε η πολιτιστική πρωτεύουσα του κόσμου. Ήταν η Αθήνα του Περικλή, των ποιητών, των φιλοσόφων και του Σωκράτη.
Ο Ηρόδοτος βίωσε έντονα αυτό το πολιτιστικό κλίμα. Το θεϊκό στοιχείο που πρόβαλλε ο Σοφοκλής στις τραγωδίες του, τους φραγμούς που θέτουν οι θεοί στους ανθρώπους επεμβαίνοντας στη ζωή τους και τιμωρώντας τους στην περίπτωση που ξεπεράσουν τα όρια και οδηγηθούν στην υπερβολή και την αλαζονεία προβάλλεται έντονα. Από την άλλη ο ορθός λόγος, η διάθεση και η προσπάθεια να προσφέρει μια ρεαλιστική προσέγγιση του κόσμου, να τον παρουσιάσει με αντικειμενικότητα και όπως είναι.
Αυτά ήταν τα δύο στοιχεία που επηρέασαν το έργο του.
Μεγάλη σημασία αποδίδει στα όνειρα. Τα θεωρεί σταλμένα από τους θεούς, τα οποία έχουν συγκεκριμένο σκοπό, να προειδοποιήσουν τους ανθρώπους, για καλό ή για κακό.
Ο Ηρόδοτος ταξίδεψε πάρα πολύ σε πολλά μέρη της Ελλάδας και του ευρύτερου κόσμου εκείνης της εποχής. Πήγε να δει επί τόπου πεδία των μαχών, να μάθει, να ερευνήσει, να βγάλει ασφαλή συμπεράσματα για τις κινήσεις των αντιπάλων, να εννοήσει πως έγιναν οι μάχες, όσα προηγήθηκαν και ό,τι απόμεινε από αυτές. Προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει και την τελευταία λεπτομέρεια, ρεαλιστική αλλά και μεταφυσική.
Ευτύχησε να ζήσει σε μια εποχή που ο απόηχος των μεγάλων γεγονότων ήταν ακόμη πρόσφατος και πολύ έντονος. Οι Ελληνοπερσικοί Πόλεμοι που άρχισαν το 494 και τελείωσαν το 479 π.Χ. είχαν αφήσει βαθιά τα σημάδια τους στις επόμενες γενιές, ζούσαν αυτές με εικόνες και μνήμες, θύμησες έντονες από εκείνα τα μεγάλα γεγονότα, οι οποίες αποτυπώνονταν στο λόγο, στη σκέψη και στις κινήσεις των ανθρώπων. Έργα «θωμαστά και μεγάλα», δηλαδή θαυμαστά και σπουδαία, έτσι τα ονόμασε ο ίδιος.
Ο Ηρόδοτος έζησε ημέρες δόξας στην Αθήνα. Άρχισε να γράφει την Ιστορία του, ο Περικλής τον παρότρυνε να συνεχίσει και τον βοήθησε με κάθε τρόπο. Μάλιστα λέγεται ότι τη διάβασε δημόσια σε στάδιο ενώπιον χιλιάδων ανθρώπων και επευφημήθηκε γι’ αυτό. Λένε ακόμη ότι έλαβε χρηματική αμοιβή δέκα ταλάντων, ποσό πολύ μεγάλο εκείνη την εποχή. Άρεσε πολύ στους Αθηναίους και σε όλους τους Έλληνες να ακούν πως έγιναν τα μεγάλα γεγονότα των πολέμων ανάμεσα σε Έλληνες και Πέρσες και να αισθάνονται υπερήφανοι.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι Πέρσες ξεπέρασαν τα ηθικά όρια που θέτουν οι θεοί, συμπεριφέρθηκαν με αλαζονικό και ανήθικο τρόπο, θέλησαν να υπερβούν τα ανθρώπινα μέτρα και κατά συνέπεια όλες αυτές οι ενέργειες επέφεραν τελικά την πτώση και την τελική συντριβή τους. Λησμόνησαν πως οι δυνατότητες ανθρώπων και κρατών είναι πεπερασμένες και αυτή η συμπεριφορά τους έφερε καταστροφή.
Ο Ηρόδοτος τονίζει πολύ το ηθικό και θρησκευτικό στοιχείο σε όλο το έργο του. Σε ένα σημείο διατυπώνει την εξής φράση : «Πόλεις δημιουργούνται και φτάνουν στην ακμή τους, κάποτε όμως κι αυτές ξεπέφτουν, άλλες ανέρχονται και παίρνουν τη θέση τους, τα πάντα αλλάζουν στον κόσμο.»
Στην Αθήνα, παρόλη τη δόξα που αποκόμισε, ο Ηρόδοτος δεν είχε ποτέ τη δυνατότητα να αποκτήσει το δικαίωμα του αθηναίου πολίτη με πλήρη δικαιώματα, καθώς ήταν ένας ξένος που ήρθε από άλλη πόλη και οι Αθηναίοι σπάνια παραχωρούσαν αυτόν τον τίτλο σε κάποιον ξένο. Έτσι, όταν το 444 π.Χ. η Αθήνα δημιούργησε μια καινούργια αποικία στη νότια Ιταλία, τους Θουρίους, ύστερα από πρόταση του Περικλή ο Ηρόδοτος ακολούθησε την αποστολή και μαζί με τον Πρωταγόρα και το 443 π.Χ. ίδρυσαν την πόλη αυτή με το όνομα Θούριοι στα πλαίσια της πανελλήνιας πολιτικής του Περικλή.
Στην πόλη αυτή ο Ηρόδοτος απέκτησε το δικαίωμα του πολίτη και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του, γι’ αυτό και οι Λατίνοι αργότερα τον ονόμασαν Θούριο.
Εν τέλει, ο Ηρόδοτος βίωσε την εμπειρία της εξορίας, όμως μπορεί άραγε να πει κανείς ότι όλα αυτά είναι απόρροια της αχαριστίας των ανθρώπων, των συμπολιτών του; Κυκλοφορεί ευρέως μια τέτοια γνώμη, όμως δε μπορεί να το ισχυρισθεί κανείς με βεβαιότητα αυτό; Δεν τον έδιωξαν στ’ αλήθεια οι απλοί άνθρωποι με την αχαριστία τους αλλά ο τύραννος της πατρίδας του.
Στη συνομωσία που έκαναν εναντίον του τυράννου Λύγδαμη μαζί με το θείο του Πανύαση δεν είχαν επιτυχία και κατά συνέπεια πλήρωσαν το τίμημα. Ο Πανύασις έχασε τη ζωή, ο Ηρόδοτος εξορίστηκε.
Στη συνέχεια έζησε σε όλη του τη ζωή μακριά από την πόλη του, καθώς δεν επιχείρησε να επιστρέψει ξανά στην πατρίδα του την Αλικαρνασσό. Τον απορρόφησαν τα ταξίδια, οι περιηγήσεις, η εξέταση τόπων και ιστορικών γεγονότων, η συγγραφή της ιστορίας του.
Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι δεν εξορίστηκε από την αχαριστία των ανθρώπων, ο ίδιος υπήρξε θύμα των περιστάσεων και των πολιτικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων της εποχής. Όντας φιλελεύθερο πνεύμα επαναστάτησε κατά του τυράννου της πατρίδας του, έχασε σ’ αυτό παιχνίδι και υπέστη τις συνέπειες. Επομένως δε βίωσε την αχαριστία των απλών ανθρώπων
Όπως και να ‘χει όμως, αυτή που βγήκε κερδισμένη είναι η Ιστορία και ανθρωπότητα από το έργο του Ηρόδοτου.