Κυκλοφόρησε πρόσφατα (2023) από τις εκδόσεις «Ακρίτας» η ιστορική και θεολογική μελέτη του Νίκου Κοσμίδη με τίτλο: Μάρτυρες, μαρτύριο και προφητική μαρτυρία κατά τους δύο παγκοσμίους πολέμους (Αθήνα: Ακρίτας).
Του Νικολάου Γραίκου
Πρόκειται για την επεξεργασμένη και εμπλουτισμένη μεταπτυχιακή εργασία του συγγραφέα που εκπόνησε στο τμήμα «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία» του Ανοικτού Πανεπιστημίου.
Το βασικό ερευνητικό ερώτημα το οποίο επιχειρεί ν΄ απαντήσει ο συγγραφέας του βιβλίου είναι το εξής: «Ποια ήταν η στάση των χριστιανικών ομολογιών αλλά και των χριστιανών ως προσώπων απέναντι στα φαινόμενα εθνικισμού, μιλιταρισμού, ναζισμού-φασισμού και αντισημιτισμού στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους του α΄ μισού του 20ου αι.;».
Γύρω από το βασικό αυτό ερώτημα περιστρέφονται αρκετά ακόμα, όπως: «Με ποιο ιστορικό περιεχόμενο μπορούν να προσεγγιστούν οι όροι μάρτυρας, μαρτύριο και μαρτυρία όταν αναφερόμαστε σε γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας;» Το ερώτημα είναι εύλογο ιδιαίτερα στον κύκλο των ιστορικών που αποστασιοποιούνται από κάθε ιεροποίηση ή θρησκευτικοποίηση της ιστορίας, αλλά και σ΄ όσους αντίθετα χρησιμοποιούν τους όρους αυτούς με αποκλειστικά θρησκευτικά ή ομολογιακά κριτήρια.
Και μερικά ακόμα ερωτήματα:
«Υπήρξαν χριστιανοί μάρτυρες κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Β΄ ΠΠ) και γιατί δεν τους γνωρίζουμε;»
«Πόσο επίκαιρη είναι σήμερα η συζήτηση για την αίρεση του εθνοφυλετισμού, δηλαδή, του φαινομένου της μεταφοράς της εθνικής ιδεολογίας στους κόλπους της Εκκλησίας, όπως εντάθηκε από τα τέλη του 19ου αι. κ.ε., στα όρια του σύγχρονου διαλόγου ανάμεσα στις Ορθόδοξες Εκκλησίες και μάλιστα μετά τα πρόσφατα τραγικά και άκρως διαιρετικά γεγονότα της πολεμικής σύγκρουσης Ουκρανίας – Ρωσίας»;
«Ποιοι είναι οι ενδεδειγμένοι τρόποι αντίδρασης των χριστιανικών ομολογιών, αλλά και των χριστιανών ως προσώπων στα φαινόμενα αυτά; Αρκεί μόνο η προσευχή ή χρειάζεται και η ακτιβιστική κοινωνική και εκκλησιαστική δράση;»
Τα κρίσιμα αυτά ερωτήματα ο συγγραφέας τα επεξεργάζεται με άξονα τη σύγχρονη πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία, τον διαθρησκειακό διάλογο, την Ορθόδοξη Θεολογία, αλλά και την επεξεργασία των σύγχρονων πολιτικών ρευμάτων και την ιστορία της τέχνης.
Εκ προοιμίου το βιβλίο αφιερώνεται στη μακαρία μνήμη του Μητροπολίτη Κάλλιστου Ware και του συμπροσκυνητή Jim Forest. Η αφιέρωση στον πολύ σημαντικό θεολόγο της Ορθόδοξης Εκκλησίας π. Κάλλιστο Ware δεν είναι τυχαία, αφού αυτός υπήρξε πνευματικός καθοδηγητής του συγγραφέα σε μία κρίσιμη περίοδο της ζωής του.
Από τον πρόλογό του το βιβλίο εκδηλώνει το ιδιαίτερο τεκμηριωτικό και ενθουσιαστικό ύφος, το οποίο διατρέχει όλο το κείμενο. Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται απλώς να συνθέσει μία ουδέτερη ιστορική ή θεολογική ακαδημαϊκή μελέτη, αλλά να παρακινήσει τον αναγνώστη να συναισθανθεί κάποια πολύ βασικά ανθρωπολογικά διλήμματα, που ανέδειξε η φρίκη των δύο παγκόσμιων πολέμων, όπως ο ανθρωπισμός ή βαρβαρότητα, πνευματικότητα ή υλιστική βία, απολυτότητα του δόγματος ή διαθρησκειακός διάλογος, Στο ιδιαίτερο αυτό συνδηλωτικό ύφος της επιστημονικής μελέτης συμβάλλει και το αφηγηματικό και γλωσσικό της ύφος που εκδηλώνεται συχνά μέσα από τη ζωντανή περιγραφή συγκεκριμένων τραγικών γεγονότων, εγκλημάτων και εκδηλώσεων βίας που σημάδεψαν τον 20ο αι. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά ήδη από τον πρόλογο του βιβλίου στην, πολύ λίγο γνωστή, ομάδα Γερμανών νέων του «Λευκού Ρόδου», οι οποίοι σε αντίθεση με την κυριαρχούσα θεσμική απάθεια της γερμανικής κοινωνίας, τόλμησαν να αντισταθούν στο ναζιστικό καθεστώς διανέμοντας αντιστασιακά φυλλάδια στο Πανεπιστήμιο Ludwig Maximilian του Μονάχου. Οι νέοι αυτοί, οι οποίοι εμφορούνταν από ανθρωπιστικές και χριστιανικές αξίες ήταν τ΄ αδέλφια Hans και Wiili Scholl, του Christoph Probst, ο Kurt Huber, ο Willi Craft και ο ορθόδοξος νεομάρτυρας Alexander Schmorell. Μάλιστα η σύλληψη και η καρατόμηση των βασικών μελών της ομάδας πριν από 80 χρόνια συμπίπτει με την έκδοση του βιβλίου, όπως επισημαίνει στον πρόλογό του ο συγγραφέας.
Σε διακειμενικό επίπεδο, παραθέτουμε την πληροφορία για την έκδοση στα ελληνικά των προκηρύξεων του «Λευκού Ρόδου» το διάστημα 1942-1943 από τις εκδόσεις Πατάκη (2019) με τίτλο: «Δεν θα σιωπήσουμε ποτέ» σε μετάφραση του Θοδωρή Τσομίδη και πρόλογο του Θανάση Τριαρίδη, όπου ανάμεσα στις λίγες, μόλις 3.000 λέξεις, διαβάζουμε: «Κάθε λέξη από το στόμα του Χίτλερ είναι ένα ψέμα. Όταν μιλά για ειρήνη, εννοεί τον πόλεμο και όταν κατά τρόπο βλάσφημο χρησιμοποιεί το όνομα του Παντοδύναμου, εννοεί τη δύναμη του κακού, τον εκπεσόντα άγγελο, τον Σατανά. Το στόμα του είναι το δύσοσμο στόμιο της Κολάσεως και η ισχύς του, εκ βάθρων καταραμένη». Και το συγκλονιστικό τέλος: «Δε θα σωπάσουμε. Είμαστε η συνείδησή σας. Ποτέ δε θα κάνουμε ειρήνη μαζί σας». Πολλαπλό, θεολογικό και αντιστασιακό περιεχόμενο, έχει και το προσφάτως εκδοθέν (2019) βιβλίο-συναξάρι του βασικού μέλους της ομάδας του «Λευκού Ρόδου» Γερμανορώσου και νεομάρτυρα της Ορθόδοξης εκκλησίας Αλεξάντερ Σμόρελ με τίτλο «Αλεξάντερ Σμόρελ. Η γερμανική αντίσταση και το κίνημα του “Λευκού Ρόδου”», της Elena Perekrestov από τις εκδόσεις Πορφύρα. Στο ίδιο διακειμενικό πολυτροπικό επίπεδο κάνουμε μνεία και στη σύγχρονη όπερα «Λευκό ρόδο» του Γερμανού συνθέτη Ούντο Τσίμμερμαν, έναν σύγχρονο (1986) λυρικό ύμνο ενάντια στον ναζισμό, η οποία μάλιστα παρουσιάστηκε το 2018 από την Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος στην Αθήνα.
Τα μέλη του «Λευκού Ρόδου» ανήκαν σε διαφορετικές χριστιανικές ομολογίες και πολιτικές ιδεολογίες με κοινό τόπο τον ανθρωπιστικό προσανατολισμό και την κοινή πίστη σε πνευματικές αξίες. Το στοιχείο αυτό, του κοινού ανθρωπιστικού στόχου που συνενώνει ανθρώπους διαφορετικών ιδεολογικών και θρησκευτικών προϋποθέσεων και μάλιστα στο επίπεδο της κοινής θυσιαστικής μαρτυρίας, διατρέχει όλο το βιβλίο. Ήδη από την εισαγωγή του ο συγγραφέας παρουσιάζει ως δείγμα αυτής της δράσης, την εικόνα των χριστιανών μαρτύρων του 20ου αιώνα της Renata Schiachi, μέλους της Κοινότητας Saint’ Egidio, η οποία βρίσκεται στη Ρωμαιοκαθολική Βασιλική του Αγίου Βαρθολομαίου στη Ρώμη. Στην εικόνα συνιστορούνται Ορθόδοξοι νεομάρτυρες, όπως ο φιλόσοφος και θεολόγος Pavel Florensky, που θανατώθηκε το 1937 στην περίοδο της σταλινικής τρομοκρατίας, ο προτεστάντης πάστορας Paul Schneider που θανατώθηκε το 1939 σε στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ, ο λουθηριανός θεολόγος και μάρτυρας το 1945 Dietrich Bonhoefler, ο δομηνικανός ιερέας εκτελεσθείς στο Νταχάου Giouseppe Girotti και πολλοί άλλοι.
Ήδη, λοιπόν, από το προοίμιό του το βιβλίο, οριοθετεί την αναλυτική μέθοδο προσέγγισης των ερωτημάτων του, με βάση την αναδίφηση σε άγνωστα ή γνωστά τεκμήρια που αναφέρονται σε ακτιβιστικές δράσεις χριστιανών ανεξάρτητα από την ομολογιακή τους ταυτότητα. Έτσι, η απάντηση στο καίριο ερώτημα «γιατί αυτή η τόσο σημαντική πινακοθήκη ιστορικών δράσεων να παραμένει άγνωστη» είναι προφανής: Παραμένει άγνωστη, γιατί έχει αυτά ακριβώς τα διαθρησκευτικά και διεμολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία η κάθε χριστιανική ομολογία επεξεργάζεται ή εάν θέλετε «χρησιμοποιεί», αποστασιοποιημένα προς ίδιον όφελος και ποτέ ως μία καθολική και ως εκ τούτου πανανθρώπινη δυναμική διαδικασία που θα ενώσει τις χριστιανικές ομολογίες στον ένα και κοινό στόχο που είναι η πνευματική μαρτυρία σ΄ ένα κόσμο που διολισθαίνει συνεχώς στην απουσία νοήματος μέσα από την εργαλειοποίηση και τον έλεγχο των επιθυμιών. Εδώ έγκειται και η βαθιά συμβολή του βιβλίου, τόσο ιστορική όσο και ευρύτερα πνευματική: Η ανάδειξη της συμβολής όλων των χριστιανικών ή άλλων ομολογιών στον κοινό αγώνα κατά της παγκόσμιας βίας και της κοινωνικής ανισότητας και ο σεβασμός της ασκητικής μαρτυρίας της καθεμιάς ξεχωριστά, χωρίς δογματισμούς και πνευματικές ιδεοληψίες. «Το πνεύμα όπου θέλει πνει, και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλ᾿ ουκ οίδας πόθεν έρχεται και πού υπάγει» (Ιωάν. γ΄, 8) ή και «Εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλαί εισίν» (Ιωάν. ιδ’ , 2). Δεν έχει, λοιπόν, ουσιαστικό νόημα για τον πιστό ο ισχυρισμός της κατοχής της δογματικής αλήθειας, εκτός κι αν την αλήθεια αυτή την αποδείξει με την πρακτική του ασκητική ή τη μαρτυρική του δράση έναντι συγκεκριμένων καταστάσεων της συλλογικής ή της προσωπικής μας αστοχίας.
Περάσαμε σχεδόν στα συμπεράσματα, αλλά ας επανέλθουμε στα θέματα τυπικής μεθόδου οργάνωσης του βιβλίου.
Η ερευνητική μέθοδος που ακολουθεί ο συγγραφέας είναι συνδυασμός της κλασικής ιστορικής μεθόδου με τη συστηματική μέθοδο σύγκρισης δεδομένων. Προσεκτική και συστηματικά επιλεγμένη είναι η βιβλιογραφική τεκμηρίωση, η οποία είναι κατά βάση αγγλόφωνη και δευτερογενής, απουσία, βεβαίως, της σχετικής ελληνικής, η οποία ωστόσο παρατίθεται σε σχετικές παραπομπές (σ. 32, παραπ. 14-15). Η εκτενής βιβλιογραφία παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου, ενώ θα προτείναμε σε μία επανέκδοσή του, την πρόσθεση index ονομάτων και τόπων.
Ωστόσο, αυτό το οποίο κατά τη γνώμη μας χαρακτηρίζει το βιβλίο είναι η πρωτογενής έρευνα σε πολυτροπικού τύπου πληροφορίες, τις οποίες ο συγγραφέας συλλέγει προσεκτικά από τις in situ επισκέψεις σου σε χώρους μαρτυριών και μαρτυριών. Οι πηγές αυτές είναι κατά βάση εθνογραφικές φωτογραφικές αποτυπώσεις τόπων, επιτελέσεων, έργων θρησκευτικής ή μη τέχνης, λατρευτικών χώρων ποικίλης θρησκευτικής προέλευσης κ.ά. Οι καταγραφές αυτές είναι το απαύγασμα των επισκέψεων του συγγραφέα σε διάφορα μέρη του κόσμου ως μέλους διεθνών Οργανισμών και στο διεπιστημονικό πρόγραμμα Δράσεων Ιστορίας Μνήμη και Πολιτισμού. Το φωτογραφικό αυτό υλικό ο συγγραφέας δεν το επεξεργάζεται μόνο ως ιστορικό εθνογραφικό τεκμήριο, αλλά και ως καλλιτεχνικό υλικό, το οποίο εκθέτει σε διάφορες πόλεις. Μάλιστα, όπως μας πληροφορεί στον πρόλογο του βιβλίου ο συγγραφέας, το υλικό αυτό αποτελεί φωτογραφικό δείγμα της υπό εκπόνηση Δρ του διατριβής στο Πολυτεχνείο του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου της Θράκης με θέμα την αισθητική και πνευματική ανάγνωση των σύγχρονων χώρων χριστιανικής μαρτυρίας. Ένα ικανό μέρος του πρωτογενούς αυτού φωτογραφικού υλικού συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο με τη συνοδεία χρήσιμων και αναλυτικών σχολίων. Ο πολυτροπικός αυτός συνδυασμός εμπλουτίζει εξαιρετικά το ιστορικό περιεχόμενου και βοηθά τον αναγνώστη να αποκτήσει σφαιρικότερη και ερμηνευτικά πληρέστερη εικόνα του ερευνητικού υλικού. Με τον τρόπο αυτό το βιβλίο δομείται με τους όρους μιας «ut pictura poesis» μεθοδολογικής πρακτικής, συνδυάζοντας πολύσημα εικόνα και κείμενο.
Με την ευκαιρία αυτή καλό να αναφερθούμε και στα άριστα εκδοτικά χαρακτηριστικά του βιβλίου, που οφείλονται στην παράδοση καλών βιβλίων του ιστορικού εκδοτικού οίκου του «Ακρίτα». Επισημαίνουμε, επίσης, την εξαιρετική μακέτα του εξωφύλλου του Θεοχάρη Καρδαμάκη με βάση ένα ζωγραφικό έργο του ίδιου του συγγραφέα, αλλά και τα πρωτογράμματα του γνωστού αγιογράφου π. Σταμάτη Σκλήρη.
Η εν γένει καλλιτεχνική επιμέλεια του βιβλίου ασφαλώς οφείλονται και στην αισθητική γνώση του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος εκτός από τις σπουδές του στις Γραφικές Τέχνες είναι και εικαστικός καλλιτέχνης. Πρωτότυπες είναι οι υδατογραφικές συνθέσεις με αναπαραστάσεις σύγχρονων νεομαρτύρων διαφόρων χριστιανικών ομολογιών, οι οποίοι πολλές συνυπάρχουν στην ίδια εικόνα. Χαρακτηριστική είναι η εικόνα του αγίου και παθοφόρου νεομάρτυρα Αλεξάνδρου Σμόρελ του Μονάχου. Μάλιστα η έκδοση του βιβλίου συνέπεσε με τη μνήμη της σύλληψης του νεομάρτυρα αγίου στις 23 Φεβρουαρίου του 1943.
Από την άποψη του περιεχομένου το βιβλίο αρθρώνεται σε δύο μέρη. Το πρώτο αφορά τον μεγάλο Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Α΄ΠΠ) ως πρόκληση για τον χριστιανισμό και το δεύτερο τη αντίστοιχη πρόκληση του Β’ ΠΠ.
Οι ιστορικές πληροφορίες που με εργώδη ερευνητική διαδικασία ερανίζει ο συγγραφέας από διάφορες πηγές είναι πάρα πολλές.
Ενδεικτικά επιλέγω από το πρώτο μέρος την εξαιρετικά χρήσιμη καταγραφή των θέσεων των χριστιανικών ομολογιών των αντιπαρατιθέμενων κρατών που πολέμησαν κατά τον Α΄ΠΠ. Στις περισσότερες των περιπτώσεων αυτών, οι χριστιανικές ομολογίες ακολουθούσαν την επίσημη κρατική πατριωτική ιδεολογία καταδικάζοντας τους αντιπάλους –εξίσου χριστιανούς— στην Κόλαση. Για παράδειγμα στους χριστιανικούς κύκλους της Βρετανίας είχε καλλιεργηθεί η άποψη ότι το γερμανικό έθνος ήταν κατ΄ επίφαση χριστιανικό, στη διαχρονική του μάλιστα πορεία, και κατά βάθος παγανιστικό. Αντίθετα στη Γερμανία οι χριστιανικοί κύκλοι υποστήριζαν την ιδέα του «δίκαιου πολέμου» ενάντια στους συμμάχους, ως αναγκαίας διαδικασίας πολιτικού εξαγνισμού και σωτηρίας του κράτους, με μεσάζοντα το χριστιανικό κήρυγμα. Το χριστιανικό Ευαγγέλιο του Χριστού αντικαθίστατο έτσι από το «Εθνικό Ευαγγέλιο», που θα επανευαγγέλιζε τον λαό και θα τον οδηγούσε σε μετάνοια. Σε αντιπαραβολή, πολύ χρήσιμες είναι οι καταγραφές των περιπτώσεων ειρηνικής αντίστασης στον πόλεμο, όπως του κύκλου του προτεσταντικού πασιφισμού το 1914 στη Γερμανία στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Συμμαχίας για την Προώθηση της Διεθνούς Φιλίας Μέσω των Εκκλησιών ή των φιλειρηνιστικών εγκυκλίων του πάπα Βενεδίκτου του ΙΕ΄. Οι απόψεις αυτές του χριστιανικού πασιφισμού ερείδονται στη διανόηση του 19ο αι. και τις ιδέες του Kant, του Thoreau, του Tolstoy κ.ά.
Στο πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους ο αναγνώστης μπορεί, επίσης, να βρει μια πολύ χρήσιμη σύνοψη των περιπτώσεων του πρωτοχριστιανικού πασιφισμού, όπως για παράδειγμα του Τερτυλλιανού (155-240), ο οποίος υποστήριζε την πολιτική ανυπακοή στη συμμετοχή των χριστιανών στο ρωμαϊκό στράτευμα, αλλά και στη μετέπειτα υιοθέτηση της ιδέας του «δίκαιου χριστιανικού πολέμου» με χαρακτηριστικότερο πρωιμότερο παράδειγμα τον ιερό Αυγουστίνο (354-430) και μεταγενέστερο τον Θωμά τον Ακινάτη (1225-1274).
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου το κύριο ερώτημα που απασχολεί τον συγγραφέα είναι το τι έπραξαν οι χριστιανικές ομολογίες έναντι του φασισμού και του ναζισμού, ειδικά αυτές που λειτουργούσαν στα όρια του ναζιστικού κράτους ή σε κράτη που κατελήφθησαν διά της βίας από τους Γερμανούς. Οι απόψεις που διατυπώθηκαν ήταν πολλές φορές αντιφατικές. Υπήρξαν έντονες πασιφιστικές και αντιναζιστικές χριστιανικές μαρτυρίες, αλλά και άλλες υποστηρικτικές του καθεστώτος. Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι ούτε μία καθολική ενοχή είναι σωστή ούτε και μια καθολική απαλλαγή. Υπήρξαν πραγματικά φωτεινές περιπτώσεις χριστιανικής αντίστασης στο ναζιστικό καθεστώς και μάλιστα σε δια-ομολογιακό επίπεδο με χαρακτηριστικότερη περίπτωσης, τους τρεις ρωμαιοκαθολικούς ιερείς της εκκλησίας της Ιερής Καρδιάς του Ιησού στο Λύμπεκ της Γερμανίας τον Johannes Prassek, τον Eduard Müller και του Hermannn Lange και του λουθηριανού πάστορα της γειτονικής εκκλησίας, τον Karl Stellbrink, οι οποίοι έδρασαν από κοινού με κηρύγματά τους κατά του ναζισμού, για να συλληφθούν όμως και να καρατομηθούν στις 10 Νοεμβρίου 1943 βάφοντας με το αίμα τους την ίδια γκιλοτίνα.
Χαρακτηριστική είναι η αντιναζιστική μαρτυρία του βεστφαλού ρωμαιοκαθολικού επισκόπου του Μύνστερ και καρδιναλίου Clemens von Galen ο οποίος αποκήρυξε το ναζιστικό πρόγραμμα μαζικής υποχρεωτικής ευθανασίας Aktion T4 και ο οποίος μάλιστα το 2005 ανακηρύχθηκε «μακάριος» από τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία.
Από τις ιστορίες αντιναζιστικής δράσης στις κατεχόμενες από τους Γερμανούς χώρους χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Δαμασκηνού, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε με κίνδυνο της ζωής του στον Διοικητή των SS στην Ελλάδα Jürgen Stroop για τις εκτοπίσεις των Ελλήνων Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Πολωνίας, ξεκαθαρίζοντας ότι για την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει διαχωρισμός σε ανθρώπους ανώτερης ή κατώτερης φυλής.
Ολοκληρώνοντας τη σύντομη αυτή αναφορά μας στο βιβλίο του Νίκου Κοσμίδη ας επανέλθουμε στα αρχικά μας ερωτήματα και ας προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε τις απαντήσεις που δίνει ο συγγραφέας.
Ως προς την ιστορική νομιμότητα της χρήσης των όρων μάρτυρας, μαρτύριο και προφητική μαρτυρία ο συγγραφέας δεν αμφιβάλλει καθόλου γι΄ αυτήν. Τεκμηριώνει, λόγω και έργω, την αξία που έχει για την ιστορική έρευνα η συμπερίληψη τεκμηριωτικών στοιχείων τα οποία έχουν θρησκευτική χροιά. Αποδεικνύει ότι δεν είναι έχει νόημα η συζήτηση περί ορθότητας ή μη των θρησκευτικών τεκμηρίων στην ιστορική μέθοδο, αλλά πρωτίστως ο τρόπος και η μέθοδος χρήσης τους στην ιστορική ερμηνεία. Μην ξεχνάμε ότι ανάλογες συζητήσεις περί ιστορικής ορθότητας έχουν ανακύψει κατά καιρούς και γι΄ άλλου είδους πηγές, όπως για παράδειγμα για τα έργα τέχνης ή τις προφορικές μαρτυρίες –και δεν έχει νόημα εδώ η υπεράσπιση της θέσης ότι η ιστορική μαρτυρία μπορεί να είναι οποιοδήποτε κατάλοιπο του παρελθόντος. Αρκεί η τεκμηριωτική μνεία των μελετών του Burke όσον αφορά τις εικονιστικές μαρτυρίες ή του Thompson όσον αφορά τις αντίστοιχες προφορικές—.
Από θεολογικής άποψης ο συγγραφέας τοποθετείται και πάλι με σαφήνεια και με αρκούντως ικανές θεολογικές προκείμενες ότι η έννοια του μαρτυρίου υπερβαίνει τα δογματικά πλαίσια που θέτει η κάθε χριστιανική ομολογία ξεχωριστά. Καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «η κάθε θυσία υπέρ του συνανθρώπου μας, η οποία αποτελεί μίμηση της θείας αγάπης του πάθους και του Σταυρού και κυρίως προς εκείνον τον συνάνθρωπο, ο οποίος βρίσκεται στο περιθώριο, που διώκεται που βασανίζεται και που αντιμετωπίζεται ως μη άνθρωπος, είναι θυσία η οποία γίνεται για τον ίδιο τον Χριστό» (σ. 359).
Αναστοχαστικώς χρήσιμα είναι όλα τ΄ άλλα ερωτήματα τα οποία αφορούν στα ζητήματα συλλογικής και προσωπικής πνευματικής ευθύνης έναντι της γενικευμένης βίας και μισαλλοδοξίας, η οποία εξακολουθεί και σήμερα να υφίσταται παρά τα τραγικά «παθήματα» με τα οποία δοκιμάστηκε η ανθρωπότητα τον 20ο αι. Τι τελικά προηγείται η ενδοσκοπική πνευματικότητα και η προσευχή ή η ανοιχτή κοινωνική δράση; Και σ΄ αυτό το σημείο ο συγγραφέας δίνει και πάλι καίριες απαντήσεις: «Παρ΄ ότι οι χριστιανοί δεν μπορούν να λογιστούν ως μεμονωμένες οντότητες, αποκομμένες από το εκκλησιαστικό σώμα στο οποίο μετέχουν, αποδεικνύεται ότι μέσα στο ίδιο σώμα μπορούν να συνυπάρχουν στάσεις ζωής που καθίστανται πηγή φωτός στο σκοτάδι του κόσμου, αλλά και στάσεις ζωής που επιτείνουν αυτό το σκοτάδι. Καμία χριστιανική παράδοση δεν μπορεί να υπερηφανευθεί ότι αυτή η ιστορική πραγματικότητα δεν την άγγιξε και δεν την αγγίζει» (σ. 357).
Πέραν της επιστημονικής σημασίας το βιβλίο θέτει καίρια ερωτήματα, των οποίων οι απαντήσεις που δίνει ο συγγραφέας αποτελούν ίσως τη σημαντικότερη συμβολή του βιβλίου. Ο αναστοχαστικός αναγνώστης, ανάλογα με τη μορφωτική και πνευματική του σκευή και ανεξάρτητα από την ιδεολογική ή τη θρησκευτική του πίστη, καλείται να αναλάβει την προσωπική του ευθύνη εμπρός στα φαινόμενα μίσους, βίας και μισαλλοδοξίας, τα οποία υφίστανται ακόμα στις δυτικές κοινωνίας ανεξάρτητα από το προσωπικό του κόστος. Όσον αφορά ειδικότερα στους χριστιανούς όλων των δογμάτων ο αναστοχασμός αυτός έχει ευρύτερη σημασία, γιατί μεταθέτει το χριστιανικό νόημα από το επίπεδο του άκαρπου ατομικού δογματισμού στο επίπεδο της προσωπικής μαρτυρίας/μαρτυρίου και έμπρακτης εφαρμογής της καινοδιαθητικής προτροπής «ίνα ώσιν εν…» (Ιωάν. ιζ΄, 22).