Ουσιαστικά ο πόλεμος είχε αρχίσει από τις αρχές του Καλοκαιριού, αφού η Ιταλία συστηματικά επιτίθονταν με την αεροπορία της εναντίον στόχων Ελληνικού ενδιαφέροντος και μάλιστα εναντίον επιβατηγών πλοίων έμφορτων με ζώσες ψυχές, αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα αυτών των ανόητων ενεργειών της.
Του Κων/νου Τζέκη
Αποκορύφωμα αυτών των επιθετικών ενεργειών της ήταν ο τορπιλισμός της Έλλης στο λιμάνι της Τήνου, εναντίον ενός πλοίου πολεμικού μεν αλλά στολισμένου και ειρηνικού, τιμώντας την Μεγαλόχαρη με τις κάνες, των πυροβόλων της, άδειες και το πλήρωμά της με τις γιορτινές τους στολές. Κρίμα!!!
Η αριστοκρατία της Αθήνας, πάντα απούσα και αδιάφορη, αν όχι εχθρική, για τα εθνικά θέματα, στην επακολουθήσασα, σχεδόν δύο 24ωρα πριν το τελεσίγραφο, δεξίωση του Ιταλού Πρεσβευτή, παραβρέθηκε σύμπασα για να τιμήσει ποιόν και τι άραγε; Ο Ιταλός ήθελε ίσως να καθησυχάσει την Ελλάδα αισθανόμενος τύψεις για τον τορπιλισμό ή ήθελε να τελειώσει με έγκλημα την τραγωδία που εξελίσσονταν στην Ανατολική Μεσόγειο; Δύο φορές κρίμα. Και τι ζητούσαν εκεί οι διαχρονικοί Ελληνάρες του Κολωνακίου και της Κηφισιάς; Και τι ζητούσαν οι κυρίες τους με τα πανάκριβα κοσμήματα; Αμνοί στο στόμα του λύκου ή λύκοι στο στόμα λιονταριού; Μάλλον το δεύτερο.
Και ο υψηλός τους οικοδεσπότης, τους το ανταπέδωσε. Πριν περάσει ένα 24ωρο από τη λήξη της τραγικής και συγχρόνως μακιαβελικής δεξίωσης, ο Γκράτσι, ο οποίος προσπάθησε να καθαγιάσει την κατάπτυστη πράξη του στα απομνημονεύματά του, δηλώνοντας κοντολογίς ότι «αυτή ήταν η δουλειά μου τι να κάνουμε τώρα», άρχισε να προετοιμάζεται για τη μεγάλη του αποκάλυψη. Άρχισε να προετοιμάζεται για την απόρριψη του προσωπείου του ευγενικού οικοδεσπότη και να ντύνεται με τη λεοντή του εκπροσώπου του δικτάτορα Μουσολίνι. Του μελλοντικού σφαγέα των εθνών μαζί με τον σχιζοφρενή σύντροφό του Χίτλερ.
Ήταν μισή ώρα πριν της 3ης πρωινής, της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν ένα μαύρο αυτοκίνητο, που επέβαιναν τέσσερα πρόσωπα, βλοσυρά, με σκληρά και σκοτεινά μάτια, με σκούρα κοστούμια, κινούνταν, με το θόρυβο της μηχανής του αυτοκινήτου να διαταράσσει την ησυχία της νύχτας της Αθήνας, προς την Κηφισιά, όπου βρίσκονταν η κατοικία του Πρωθυπουργού της Ελλάδας. Επέβαιναν εκτός του οδηγού, ο Πρεσβευτής της Ιταλίας Γκράτσι (τι κρίμα ονομάζονταν Εμμανουήλ) ο διερμηνέας του και ο Στρατιωτικός του ακόλουθος. (ΣΣ. Το όνομα Εμμανουήλ κατά τραγική ειρωνεία σημαίνει : Ο Θεός είναι μαζί μας!!!),
Ο Γκράτσι θυμάται……
Αλλά για την κρίσιμη και ιστορική στιγμή της επίδοσης του τελεσιγράφου από τον Γκράτσι προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό, ας αφήσουμε τον ίδιο τον Γκράτσι να διηγηθεί τις λεπτομέρειες αυτού του παράλογου και συγχρόνως κατάπτυστο τελεσιγράφου, στα απομνημονεύματα του «Η αρχή του τέλους».
«Την καθορισμένη ώρα δέκα περίπου λεπτά πριν από τις 3, ο Στρατιωτικός ακόλουθος, ο διερμηνέας και εγώ φθάσαμε στην καγκελόπορτα της μικρής βίλας, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός.
Ο κόμης Ντε Σάντο είπε στον φρουρό να ειδοποιήσει τον Πρωθυπουργό ότι ο Πρέσβης της Ιταλίας επιθυμούσε να γίνει δεκτός για μία άκρως επείγουσα ανακοίνωση. Ο φρουρός άρχισε να κτυπά ένα ηλεκτρικό κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό του σπιτιού, αλλά το υπηρετικό προσωπικό κοιμόταν.
Περιμέναμε για μερικά ατελείωτα λεπτά μπροστά στην καγκελόπορτα. Μες την βαθιά σιωπή της νύκτας ακουγόταν το γαύγισμα ενός σκύλου.
Επί τέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκαμε την εμφάνισή του σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και, αναγνωρίζοντας με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω.
Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στον δρόμο περιμένοντας με, έξω από την καγκελόπορτα.
Ο Μεταξάς είχε φορέσει μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό. Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι, το συνηθισμένο σαλονάκι μιας μικροαστικής εξοχικής βιλίτσας. Αυτό το περιβάλλον αλά Γκουίντο Γκοτσάνο, με τα κακόγουστα καλά του πράγματα μ’ έκανε να αναλογιστώ προς στιγμήν με κάποιο πικρό κρυφό χαμόγελο τη βίλα Τορλόνια.
Μόλις καθίσαμε του είπα ότι η Κυβέρνηση μου είχε αναθέσει να του κάμω μια άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο.
Ο Μεταξάς άρχισε να διαβάζει. Τα χέρια του κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά του έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή.
“Allors c’ est la guerre” (Επομένως έχουμε πόλεμο).
Του απήντησα ότι δεν ήταν καθόλου έτσι κατ’ ανάγκην, και ότι μάλιστα η Ιταλική Κυβέρνηση ήλπιζε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα εδέχετο τα αιτήματά της και θα άφηνε να περάσουν ελεύθερα τα Ιταλικά στρατεύματα, τα οποία θα άρχιζαν τις μετακινήσεις τους την 6η πρωινή.
Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε πως μπορούσα να σκεφθώ ότι, ακόμα και αν είχε την πρόθεση να ενδώσει, θα του ήταν δυνατόν μέσα σε τρεις ώρες να λάβει τις διαταγές του Βασιλέως και να δώσει τις απαραίτητες οδηγίες για την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων.
Χωρίς καμία πεποίθηση, από απλή ευσυνειδησία, αρπαζόμενος από την τελευταία ελπίδα όπως ο ναυαγός πιάνεται ακόμα και ένα σανιδάκι, του απήντησα ότι αυτό δεν ήταν καθόλου αδύνατον. Ασφαλώς θα είχε απ’ ευθείας τηλεφωνική γραμμή για να επικοινωνεί με τον βασιλέα. Όσο για τις διαταγές προς τα στρατεύματα , θα ήταν αρκετό να διαταχθεί ο αρχιστράτηγος να στείλει με τον ασύρματο εγκύκλιο διαταγή σε όλους τους διοικητές αν μην παρεμποδισθεί η προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων.
Ο Μεταξάς με ρώτησε τότε αν μπορούσα να του καθορίσω τουλάχιστον ποια ήταν τα στρατηγικά σημεία επί του ελληνικού εδάφους που η ιταλική Κυβέρνηση θα ήθελε να καταλάβει. Φυσικά, αναγκάσθηκα αν του απαντήσω ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα.
Ο Μεταξάς απήντησε : “Vous voyez bien que c’ est impossible” (βλέπετε ότι αυτό είναι αδύνατον). Η ευθύνη του πολέμου αυτού βαρύνει αποκλειστικά την Ιταλική Κυβέρνηση. Η Κυβέρνηση σας ήξερε κάλλιστα ότι η Ελλάδα το μόνο που επιθυμούσε ήταν να παραμείνει ουδετέρα, αλλ’ ότι είμεθα αποφασισμένοι να υπερασπιστούμε το εθνικό έδαφος εναντίον οιουδήποτε.
Του απήντησα, ενώ σηκωνόμουν, ότι ήλπιζα ακόμα ότι θα ελάμβανε υπ’ όψιν του την διαβεβαίωση που περιείχετο στην διακοίνωση, κατά την οποίαν η Ιταλική Κυβέρνηση δεν είχε καμία πρόθεση να θίξει την κυριαρχία της Ελλάδος και ότι θα μου γνώριζε στην Πρεσβεία πριν από τις 6, ότι η χώρα του δεχόταν τα ιταλικά αιτήματα.
Ο Μεταξάς δεν μου απήντησε. Με συνόδευσε στην έξοδο υπηρεσίας από την οποίαν είχα μπει πριν από ένα τέταρτο και ήμασταν στο κατώφλι μου είπε χωρίς να αναπτύξει περισσότερο την σκέψη του, “Vous etes les plus forts…” (Είσαστε πιο δυνατοί) με φωνή αυτή τη φορά βαθιά αλλοιωμένη.
Με τη σειρά μου δεν ήξερα τι να απαντήσω στα λόγια αυτά και στην βαθιά λύπη που τα δονούσε. Νομίζω δεν υπάρχει άνθρωπος στον κόσμο, ο οποίος τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του να μην αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμα του. Αν στην μακρά σταδιοδρομία μου στην υπηρεσία του κράτους υπήρξε ποτέ μια στιγμή κατά την οποίαν εμίσησα το δικό μου, μια στιγμή κατά την οποίαν το καθήκον του αξιώματός μου, μου φάνηκε σταυρός όχι μόνο θλιβερός αλλά και ταπεινωτικός, η στιγμή αυτή ήταν όταν άκουσα εκείνα τα λόγια που πρόφερε ο πρεσβύτης εκείνος, που είχε καταναλώσει ολόκληρη την ζωή του αγωνιζόμενος και υποφέροντας για την χώρα του και τους βασιλείς του και που και κατά την υπέρτατη εκείνη στιγμή, προτιμούσε να διαλέξει για την πατρίδα του τον δρόμο της θυσίας και όχι τον δρόμο της ατιμώσεως.
Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του.”