Στις 26 Οκτωβρίου, το Πρακτορείο Ειδήσεων Στέφανι (σ. σ. Ιταλικό φερέφωνο του Μουσολίνι) εξέδωσε ανακοινωθέν, σύμφωνα με το οποίο, μια Ελληνική στρατιωτική ομάδα είχε επιτεθεί το πρωί με χειροβομβίδες και πυροβολισμούς εναντίον Αλβανικών φυλακίων, στην περιοχή της Κορυτσάς νότια του φαραγγιού Καπεστίτσα.
Του Κων/νου Τζέκη
Με άλλο ανακοινωθέν το πρακτορείο Στέφανι, που μόνο ειδήσεις δεν μετέδιδε, πληροφορούσε ότι: « το προηγούμενο βράδυ τρεις βόμβες εξερράγησαν κοντά στην έδρα του Λιμενάρχου του Πόρτο- Έντα (Άγιοι Σαράντα). Υπήρχαν δύο τραυματίες. Οι Έλληνες ή Βρετανοί πράκτορες, οι υπεύθυνοι για την απόπειρα καταζητούνται».
Αργότερα όταν μελετήθηκαν τα αρχεία των Ιταλών, αποκαλύφθηκε ότι ο Μουσολίνι είχε διατάξει να γίνουν σκηνοθετημένα προκλητικά επεισόδια στην Αλβανική μεθόριο, στις 24 Οκτωβρίου και ο Αρχηγός των Μυστικών Υπηρεσιών της Ιταλίας του είχε απαντήσει: « Δούξ Επιθυμείτε επεισόδια δια τας 24 Οκτωβρίου. Θα γίνουν».
Η ημερομηνία επίθεσης είχε ορισθεί τελικά η 26η Οκτωβρίου 1940, ημέρα Σάββατο. Αυτό είχε καθορισθεί με απόφαση του Μουσολίνι, στο μεγάλο πολεμικό συμβούλιο που είχε συγκαλέσει ο ίδιος στις 15 Οκτωβρίου. Ταυτόχρονα υπογράμμισε ότι η ημερομηνία αυτή θα μπορούσε να μετακινηθεί προς τα εμπρός και με κανένα λόγο δεν θα μετακινούνταν προς τα πίσω. Το γιατί καθυστέρησε ο Μουσολίνι να μας επιτεθεί επί ένα διήμερο δεν έγινε γνωστό. Είχε μόνο διατυπωθεί η ερώτηση ότι η ημερομηνία αυτή ήταν η επέτειος της «πορείας προς Ρώμη» που επέτρεψε τον Μουσολίνι να καταλάβει την Αρχή.
Παράσταση όπερας και δεξίωση της Ιταλικής πρεσβείας
Στην Πρωτεύουσα της Ελλάδος, την 26η Οκτωβρίου, ημέρα Σάββατο, όπως προείπαμε, είχε προγραμματισθεί η τέλεση παράστασης της όπερας «Μπάτερφλάϋ» του Πουτσίνι. Σ’ αυτήν είχε προσκληθεί και ο μοναδικός απόγονος του διάσημου συνθέτη με την γυναίκα του, να παραστεί στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, με διευθυντή τον Κ. Μπαστιά. Ασφαλώς ο Μπαστιάς πριν προσκαλέσει το ζεύγος Πουτσίνι, θα είχε συνεννοηθεί με την Ελληνική Κυβέρνηση και θα είχε τη σύμφωνη γνώμη τους. Ο Μπαστιάς με τον Ιταλό Πρέσβη είχε καταρτίσει το εορταστικό πρόγραμμα, που προέβλεπε μεγάλη κοσμική εσπερίδα στην Ιταλική Πρεσβεία, για το ίδιο βράδυ, μετά την παράσταση της όπερας.
Ο Γκράτσι στο βιβλίο του «η Αρχή του Τέλους», αναφέρει ότι το πρωί του Σαββάτου, 26 Οκτωβρίου, έφθασε από τη Ρώμη ένα τηλεγράφημα που του ανήγγειλε ότι εντός της ημέρας, θα λάμβανε ένα μακρύ τηλεγράφημα. Αυτό έφθασε τμηματικά περί τις βραδινές ώρες καθώς το προσωπικό της Πρεσβείας είχε τελειώσει τις προετοιμασίες του για τη δεξίωση και ήταν έτοιμο για την υποδοχή των προσκεκλημένων που θα άρχιζαν να καταφθάνουν στις εννιά το βράδυ.
Όπως καταλαβαίνει ο αναγνώστης μας το κείμενο ήταν το τελεσίγραφο της Ιταλίας για την κήρυξη του πολέμου εναντίον μας.
Ο Γκράτσι είχε προσκαλέσει ολόκληρη την κοσμική Αθήνα και όλους τους ανώτερους υπαλλήλους του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, οι οποίοι με εντολή του Μεταξά παρέστησαν άπαντες.
Η τούρτα της δεξίωσης έμεινε ιστορική καθώς τεραστία όπως ήταν στόλιζε ένα μεγάλο κεντρικό τραπέζι της σάλας της Πρεσβείας, και είχε ζαχαρωτές τις σημαίες , την Ελληνική και την Ιταλική, που στέκονταν εκεί αδελφωμένες. Αλλά θα άξιζε να δει κανείς το πρόσωπο του Γκράτσι του Ιταλού Πρεσβευτή που ήταν υποχρεωμένος να χαμογελά και να υποκρίνεται, σε μια παράσταση προσωπείου, μεγαλύτερης ηθοποιίας από αυτή της όπερας, έχοντας στην τσέπη του το τηλεγράφημα-τελεσίγραφο, κήρυξης του πολέμου εναντίον μας.
Ο Α. Βλάχος γράφει για τη στιγμή αυτή: «…Σπάνια υποθέτω, ίσως μάλιστα και ποτέ άλλοτε, δεν θα βρέθηκε πρέσβης σ’ αυτήν τη θέση. Να υποδέχεται έναν κόσμο που θεωρούσε και την παράσταση της «Μπάτερφλάϋ» και την παρουσία του απογόνου του Πουτσίνι, αλλά κυρίως την μεγάλη επίσημη δεξίωση, σαν βέβαια τεκμήρια ότι ο κίνδυνος είχε υποχωρήσει, δεν ήταν πια άμεσος και η αναβολή αυτή του προκαλούσε ανακούφιση κι’ ελπίδα, ενώ αυτός, ο περιποιητικός οικοδεσπότης, είχε στην τσέπη του το στιλέτο που μετά από 24 ώρες θα το έμπηγε στις πλάτες των καλεσμένων του».
Στο βιβλίο του ο Γκράτσι αναφέρει ότι δύο ώρες πριν από τη δεξίωση, με το τηλεγράφημα-τελεσίγραφο αποκρυπτογραφημένο στα χέρια του, με την εντολή να το επιδώσει την 3η πρωινή ώρα της Δευτέρας 28ης Οκτωβρίου 1940, σκέφθηκε να αναβάλει την δεξίωση. Κάλεσε για τον σκοπό αυτόν τον Στρατιωτικό ακόλουθό του, ονόματι Μοντίνι και συζήτησαν μαζί το ενδεχόμενο να εξευρεθεί κάποιος σοβαρός λόγος για να αναβληθεί η δεξίωση. Ο Μοντίνι ήταν κάθετα αρνητικός στην οποιαδήποτε αναβολή αφού αυτή θα δημιουργούσε σοβαρές υποψίες και θα αφαιρούσε από την Ιταλική Κυβέρνηση το στοιχείο του αιφνιδιασμού.
Στη δεξίωση παρατηρεί ο Γκράτσι: «προσήλθαν πολλές κυρίες με ωραιότατα φορέματα και κοσμήματα θαυμάσια, κομψότατες που ήταν σαν παραφωνία με την ατμόσφαιρα που επικρατούσε. Μια ατμόσφαιρα στενόχωρη, απροσδιόριστα πνιγηρή και όλος ο κόσμος είχε ένα αφύσικο ύφος, το ύφος και τους τρόπους των ανθρώπων που παίζουν έναν ρόλο σε θεατρική παράσταση». Έτσι έβλεπε ο Γκράτσι τους προσκεκλημένους του. Σαν άψυχα ξύλινα πιόνια-ανθρώπους σε μια σκακιέρα θανάτου που είχε στήσει την παγίδα αυτός για να την τελειώσει ο δικτάτοράς του φρενοβλαβής και αιμοσταγής Μουσολίνι. Κρίμα και λάμβαναν χώρα αυτά στην πολιτισμένη Ευρώπη του 20ου αιώνα.
Όμως δεν θα μπορούσε να μείνει χωρίς απάντηση αυτή η δεξίωση. Τη νύχτα του Σαββάτου, μερικοί πατριώτες κατάφεραν και γλίστρησαν ανάμεσα από τις ισχυρότατες φρουρές του Μεταξά και αθέατοι έριξαν καρφιά στο δρόμο που οδηγούσε στην Ιταλική Πρεσβεία, με αποτέλεσμα πολλά αυτοκίνητα των προσκεκλημένων, που αψήφησαν τον τορπιλισμό της Έλλης, που δεν είχαν ακούσει τα τύμπανα του πολέμου που χτυπούσαν και ο αχός τους ολοένα και πλησίαζε, να βρεθούν ξεφούσκωτα.
Μια μικρή τιμωρία για το ανοσιούργημα ευυπόληπτων πολιτών της κοσμικής Αθήνας, που ήταν, είναι και θα είναι απόντες στο προσκλητήριο της Πατρίδας, όταν και όποτε χρειαστεί.