Στην εφημερίδα «Ολύμπιο Βήμα» συνομιλούμε με τη συγγραφέα κυρία Μαίρη Μαγουλά, που με το βιβλίο της «Οι Σειρήνες του Βοσπόρου» από τις Εκδόσεις Χάρτινη Πόλη ζωντανεύει μια εποχή και μια πόλη όπου το όριο ανάμεσα στην ασφάλεια και στην καταστροφή ήταν πάντα λεπτό.
Συνέντευξη στη Νεκταρία Βαρσαμή-Πουλτσίδη
«Οι Σειρήνες του Βοσπόρου» ξεδιπλώνουν τις ζωές ανθρώπων που βρίσκονται στο μεταίχμιο πριν και μετά τα Σεπτεμβριανά. Πώς προσεγγίσατε τη μετάβαση από τη ρουτίνα στη βία και πώς αποφασίσατε ποιες σκηνές θα μεταφέρουν καλύτερα αυτή την αλλαγή;
Μ. Μαγουλά: Η ανάγκη μου να αφηγηθώ μέσα από τη μυθοπλασία όσα θλιβερά έλαβαν χώρα εκείνη τη νύχτα της 6ης προς 7ης Σεπτεμβρίου που, αν και αγέννητη, είχαν καταγραφεί μέσα μου από τις μνήμες των γονιών μου, προέκυψε κυρίως από τη συμπλήρωση φέτος 70 χρόνων από τα ¨Σεπτεμβριανά¨. Η καθημερινότητα των ανθρώπων της Πόλης πριν αλλά και κατά τη διάρκεια των γεγονότων, είχαν γίνει μέσα από τις αφηγήσεις των γονιών μου και δικές μου μνήμες και η απότομη μετάβαση από την αρμονική μέχρι τότε συνύπαρξη στη βία εκείνων των ημερών, αν και πέρασε μέσα από ποικίλες ψυχικές διακυμάνσεις μου, θεωρώ πως βγήκε στο χαρτί αβίαστα. Βήμα-βήμα. Από τη νοσταλγία μιας όμορφης μέχρι τότε καθημερινότητας μέχρι την απότομη οδυνηρή πραγματικότητα που αναγκάστηκαν οι Ρωμιοί να αποδεχθούν για να επιβιώσουν. Τα γεγονότα που περιγράφω ώστε να γίνουν πιο εμφανείς και κατανοητές οι αλλαγές είναι εικόνες από βιώματα των δικών μου ανθρώπων κι έτσι δεν δυσκολεύτηκα να επιλέξω τις σκηνές. Νιώθω ευλογημένη, που παρ’ όλη τη συναισθηματική φόρτιση, κατάφερα να ολοκληρώσω αυτό το βιβλίο.
Σε πολλά σημεία συνάντησα νοσταλγία, προσμονή, αλλά και αδιέξοδο. Πόσο σημαντικό ήταν για εσάς να φανεί η ψυχολογική πάλη των ηρώων ανάμεσα στην ανάγκη να μείνουν και στην ανάγκη να σωθούν;
Μ. Μαγουλά: Η Πόλη, η κάθε πόλη είναι οι άνθρωποί της. Προσπάθησα μέσα από την αφήγηση να εκφράσω τις πιο κρυφές και ακαθόριστες σκέψεις των ηρώων, να αφουγκραστώ τα συναισθήματά τους και να πετύχω μια αρμονική συνύπαρξη ανάμεσα στον τόπο και τα γεγονότα με τις ψυχικές διακυμάνσεις τους. Είναι εντυπωσιακό το πόσο εύκολα μπορεί η ιστορία να ανατρέψει τις ζωές των ανθρώπων και να τις οδηγήσει όπου εκείνη επιθυμεί. Όπως επίσης αξιοσημείωτο είναι και το πώς οι άνθρωποι ανάλογα με τη δύναμη και τα θέλω τους αντιστέκονται. Σχέση αλληλεπίδρασης θα έλεγα. Πάλη ανάμεσα στην βαθιά επιθυμία τους να μείνουν και στην ανάγκη τους να σωθούν. Απαραίτητο στοιχείο στη μυθοπλασία να αναδειχθεί αυτός ο άνισος αγώνας συναισθημάτων. Η Πόλη, ένας τόπος που τον ένιωθαν μέχρι τότε δικό τους. Πώς θα μπορούσαν να τον εγκαταλείψουν;
Στο «Οι Σειρήνες του Βοσπόρου» συναντούμε διαφορετικές γενιές, όπως τη γιαγιά της Βιολέτας, τα παιδιά της Αιμιλίας, τους νέους που καλούνται να μεγαλώσουν απότομα. Τι ρόλο πιστεύετε ότι παίζει η μνήμη των μεγαλύτερων στο να διατηρηθεί η ταυτότητα και η συνοχή μιας κοινότητας σε κρίση;
Μ. Μαγουλά: Η συλλογική μνήμη των μεγαλύτερων με την αίσθηση των κοινών χαρακτηριστικών και εμπειριών θεωρώ πως, αν δεν πάρει μορφή διακρίσεων και προκαταλήψεων, μπορεί να παίξει θετικό ρόλο στη διατήρηση και τη συνοχή μιας κοινότητας σε κρίση ενισχύοντας έτσι την αλληλεγγύη και τη συνεργασία.
Αναφέρεστε στη φιλία, στον έρωτα, αλλά και στη δυσπιστία που γεννά το καθεστώς του φόβου. Υπήρξε κάποια ιστορία ή μαρτυρία που σας ενέπνευσε ιδιαίτερα όταν χτίζατε τη σχέση μεταξύ των ηρώων σας;
Μ. Μαγουλά: Η έμπνευση είναι το πρώτο στοιχείο στο χτίσιμο των ιστοριών της μυθοπλασίας. Ωστόσο, το πού θα σε οδηγήσει είναι το μεγάλο ερώτημα. Για κάθε ήρωα υπήρχε ένα άκουσμα από μαρτυρία που στη συνέχεια έπαιρνε με τη φαντασία μου έναν άλλο δρόμο. Σαν να συναρμολογούσα ένα πάζλ τοποθετώντας κομμάτια που έλλειπαν. Φιλία, έρωτας, προδοσία, αμαρτήματα, παιδικά τραύματα, αγώνας επιβίωσης όλα ανακατεμένα, είναι μερικά από τα συστατικά που χρειάστηκα για να πλάσω τους χαρακτήρες και τη μεταξύ τους σχέση.
Η ιστορική έρευνα για το ’55 απαιτεί λεπτότητα και σεβασμό. Υπήρξε κάποια λεπτομέρεια που ανακαλύψατε και σας συγκλόνισε ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της συγγραφής; Πώς ενσωματώσατε τέτοιες στιγμές χωρίς να βαρύνει το κείμενο;
Μ. Μαγουλά: Οι προσωπικές μαρτυρίες που μπορεί να μην αποτελούν άμεσα μέρος της ιστορικής αφήγησης μια και αυτή έγινε μέσα από έρευνα και άρθρα εφημερίδων της εποχής ήταν σημαντικές για το χτίσιμο της μυθοπλασίας. Βοήθησαν να αντιληφθώ τους μηχανισμούς που διαμορφώνουν την προσωπική μνήμη κάθε ανθρώπου αλλά και τον διαφορετικό τρόπο της διάσωσης και μετάδοσης εκείνης της ιστορικής εμπειρίας. Όλες οι μαρτυρίες έκρυβαν συγκλονιστικές στιγμές που με επηρέασαν κατά τη γραφή υπάρχει όμως μια πολύ προσωπική που υπάρχει μέσα στο βιβλίο μου και θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας.
«Περνώντας με δυσκολία ανάμεσα από πεταμένες ραπτομηχανές, σπασμένα τζάμια, σκισμένα υφάσματα πασπαλισμένα με αλεύρια και ζάχαρες, κουμπιά και μπομπίνες ποτισμένα με κρασιά και κοστούμια βρεγμένα από λάδια και ξίδια, σταμάτησαν μπροστά από μια παρέα πέντε αντρών, που κάθονταν έξω από τα μαγαζιά τους, πάνω σε καφάσια, έπιναν μπίρες και τραγουδούσαν: «Ξημερώνει και βραδιάζει/πάντα στον ίδιο τον σκοπό/ φέρτε μου να πιω/το ακριβότερο πιοτό/εγώ πληρώνω/τα μάτια π’ αγαπώ». Ο ένας ήταν ο Ευάγγελος, ο ιδιοκτήτης του ραφτάδικου. Ένας Τούρκος, που πλησίασε εκείνη τη στιγμή την παρέα, με θράσος και επιμονή ζητούσε να πάρει το σακάκι και το πουκάμισο που είχε παραγγείλει πριν μέρες, κόβοντας έτσι στη μέση το «γλέντι» τους. «Όλα εδώ πεταμένα στον δρόμο είναι. Ψάξτε και, όταν τα βρείτε, να τα πάρετε, μπέη εφέντη. Παράδες δεν θέλω, δώρο σάς τα κάνω» ακούστηκε η φωνή του λεβεντόκορμου παλικαριού που στεκόταν όρθιο μπροστά στα συντρίμμια με μάτια βουρκωμένα και πόδια έτοιμα να λυγίσουν απ’ τη στενοχώρια. Ο Θέμης ο μπακάλης βγήκε μπροστά και αφού τον χτύπησε ενθαρρυντικά στην πλάτη φώναξε με όση δύναμη του είχε απομείνει στην παρέα: «Μη σταματάτε μπρε! Έμεινε άλλο ένα καφάσι μπίρες, άντε να τις πιούμε. Δεν θα το βάλουμε κάτω ρεεε. Κι’ όταν βλέπεις, ταβερνιάρη/να σπάζω να παραμιλώ/μη με κατακρίνεις/μη με παίρνεις για τρελό/εγώ πληρώνω/τα μάτια π’ αγαπώ». Όσοι Τούρκοι τύχαινε να περνούν από εκεί κοίταζαν με απορία αλλά και θαυμασμό αυτούς τους άντρες, που μέσα στην τόση καταστροφή είχαν βρει το κουράγιο και τη δύναμη να κάνουν τραγούδι τον πόνο τους».
Οι ήρωές σας, ακόμη και όταν βρίσκονται σε απόγνωση, διατηρούν την ανάγκη για ομορφιά να ακούσουν μουσική, να δουν τη θάλασσα, να κρατήσουν μια ανάμνηση. Θεωρείτε ότι αυτή η προσκόλληση στις μικρές χαρές είναι μια πράξη αντίστασης;
Μ. Μαγουλά: Θεωρώ πως η επιθυμία να διατηρήσουν όμορφες εικόνες και μουσικές μνήμες, εκτός από πράξη αντίστασης είναι πρωτίστως ανάγκη επιβίωσης!
Αν σήμερα συναντούσατε έναν από τους απογόνους των προσφύγων που περιγράφετε, τι θα θέλατε να του πείτε για την αξία της μνήμης και της ελπίδας;
Μ. Μαγουλά: Όσα έγιναν τότε στην Κωνσταντινούπολη αποτελούν τμήμα της εθνικής μας ιστορίας, γεγονότα που είναι παντελώς άγνωστα στους περισσότερους Έλληνες. Η μνήμη και η διάδοση αυτής θα πρέπει να είναι στοιχείο απομάκρυνσης από την αδιαφορία και πηγή φωτός που θα καταυγάζει την ψυχή των επερχόμενων γενεών, ταράζοντας συγχρόνως τον πνευματικό λήθαργο. Άλλωστε η γνώση του παρελθόντος αποτελεί ασφαλή πυξίδα για την ειρήνη στο μέλλον.




























