Η συγγραφέας τολμά να δώσει ανθρώπινη διάσταση στους μύθους, να αναδείξει τις σιωπηλές φωνές των γυναικών και να μεταμορφώσει το θρύλο σε βίωμα, μέσα από τα μονοπάτια που χαράζει το «Πορτρέτο του Βασιλιά». Μια ιστορία εμπνευσμένη από τους θρύλους του Ολύμπου και βασισμένη στη συγκλονιστική ζωή και δράση του λήσταρχου Γιαγκούλα.
Στην εφημερίδα «Ολύμπιο Βήμα» φιλοξενούμε τη συγγραφέα Μαρία Τσακίρη με αφορμή το πολυεπίπεδο μυθιστόρημά της «Το Πορτρέτο του Βασιλιά», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Bell. Μια διαδρομή ανάμεσα στον θρύλο και την ιστορία, εκεί που οι σκιές συναντούν το φως και τα γκουλαγκούδια ψιθυρίζουν τα μυστικά των βουνών.
Συνέντευξη στη Νεκταρία Βαρσαμή-Πουλτσίδη
Κυρία Τσακίρη, «Το Πορτρέτο του Βασιλιά» μας μεταφέρει σε μια Πιερία όπου η ιστορία και ο μύθος γίνονται στοιχεία αδιαχώριστα. Πόσο δύσκολο ήταν να ισορροπήσετε ανάμεσα στο πραγματικό και το μεταφυσικό και τι ρόλο παίζει η λαϊκή παράδοση στην πλοκή;
Μ. Τσ. : Μας μεταφέρει στη δική μου Πιερία. Την πατρίδα μου, τον τόπο που γεννήθηκα, εδώ όπου Μύθος και Ιστορία βαδίζουν μαζί. Σ’ αυτό τον ευλογημένο τόπο, μαζί μ’ εμάς «ζουν» και οι μεγαλύτεροι πρωταγωνιστές της Ελληνικής Μυθολογίας: Οι 12 Θεοί του Ολύμπου και οι 9 Μούσες των Πιερίων. Η σκέψη να εντάξω στο μυθιστόρημά μου το μεταφυσικό και να το υποστηρίξω στην κορύφωση της πλοκής, τοποθετώντας νοητές διαχωριστικές γραμμές δίπλα στο πραγματικό, αποδείχτηκε μεγάλη πρόκληση, επειδή υπήρχε κίνδυνος να χαθώ και να εκτεθώ. Βλέποντας από απόσταση, πλέον, το εγχείρημά μου, μπορώ να πω ότι δεν ήταν καθόλου δύσκολο και ευχαριστώ πολύ τις εκδόσεις BELL που έδωσαν την ευκαιρία. Αν τα κατάφερα θα το κρίνουν οι αναγνώστες.
Οι γυναικείοι χαρακτήρες, Μπήλιω, Ροζαλία και Τίνα, αποτελούν τρεις διαφορετικές απαντήσεις στη μοίρα και στον έρωτα. Πώς χτίσατε το ψυχογράφημά τους και πόσο σας επηρέασε η τοπική παράδοση της Πιερίας στη διαμόρφωσή τους; Μοιράζεστε κοινά μαζί τους; Ξεχωρίζετε κάποια λίγο περισσότερο και γιατί;
Μ. Τσ. : Η μάννα – η κόρη – η εγγονή. Τη ζωή τους καθορίζει ένα πορτρέτο, στο οποίο δίνω σημαντικό και πρωταγωνιστικό ρόλο. Προσπάθησα να μπω στον ψυχισμό τους, ώστε να κατανοήσω, να συγχωρήσω, να δικαιολογήσω πράξεις και συμπεριφορές και σίγουρα η εποχή, η τοπική παράδοση και οι πληροφορίες που υπήρχαν διαθέσιμες, με βοήθησαν ώστε να διαμορφώσω τους χαρακτήρες τους. Ξέρετε, όταν οι ήρωες ενός βιβλίου επιτρέπουν στο συγγραφέα να εισχωρήσει στο μυαλό τους και άρα στις πιο βαθιές τους σκέψεις, τότε το ψυχογράφημά τους αποδεικνύεται εύκολη υπόθεση και φέρνει πιο κοντά τους τον αναγνώστη που πάντα ταυτίζεται με κάποιον από αυτούς. Αν ξεχωρίζω κάποια από τις υπέροχες αυτές κυρίες; Νομίζω πως ταυτίστηκα λίγο παραπάνω με την ατίθαση Ροζαλία.
Ο Φώτος Γιαγκούλας, ο σκοτεινός θρύλος, ο ωραίος των ορέων, παρουσιάζεται ως μια σύνθετη μορφή, μακριά από το στερεότυπο του «ληστή-ήρωα». Ποια στοιχεία της προσωπικότητάς του θελήσατε να φωτίσετε και πώς αντιμετωπίσατε το δίλημμα ανάμεσα στη μυθοποίηση και στη ρεαλιστική αφήγηση;
Μ. Τσ. : Το όνομα του λήσταρχου Γιαγκούλα, ηχεί στα αυτιά μου από τα παιδικά μου χρόνια. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος του Ολύμπου και των Πιερίων. Ο απλός λαός, που τον λάτρευε και τον βοηθούσε είτε σβήνοντας τα ίχνη του, είτε κρύβοντάς τον όταν η χωροφυλακή ήταν στο κατόπι του. Η κάθε μορφής εξουσία τον απεχθανόταν και τον κυνήγησε ανελέητα. Αυτός ο σκοτεινός θρύλος, όπως τον χαρακτηρίζετε, μισούσε το άδικο και το πολέμησε με λύσσα, όπως με λύσσα κυνήγησε τους πλούσιους, υπέρ όμως των φτωχών. Πάνω σ’ αυτή την απλή και καθόλου σύνθετη λογική του, έχτισε τη ληστρική και δολοφονική του δράση. Και, τώρα που το βιβλίο ξεκίνησε την πορεία του, φλερτάρω πολύ με την ιδέα -με την δημοσιογραφική μου ιδιότητα, κυρίως- να φωτίσω πολλά σκοτεινά σημεία της ζωής του και να βρω απαντήσεις σε ερωτήματα που προέκυψαν κατά τη συγγραφή. Ναι ήταν λήσταρχος και δολοφόνος. Είναι όμως ο κύριος ένοχος όλων όσων του καταλογίζουν; Τι απέγιναν οι συγγενείς του; Το σπίτι του στον Μεταξά υπάρχει; Όντως πέθανε στο προσφυγικό νοσοκομείο Κοζάνης το παιδί που απέκτησε με τη γυναίκα του; Γιατί δεν υπάρχει ακριβής ημερομηνία γέννησής του; Ποια στοιχεία έχουν προκύψει από τις έρευνες που κατά καιρούς βλέπουν το φως της δημοσιότητας για τον ωραίο των ορέων;
Στο βιβλίο η μνήμη λειτουργεί σαν βάρος και σαν λύτρωση ταυτόχρονα. Πώς βλέπετε τη σχέση ανάμεσα στην ατομική ιστορία και στη συλλογική μνήμη, ειδικά σε έναν τόπο με τόσο έντονη μυθική διάσταση; Τι σχέση έχετε εσείς με τη μνήμη και πόσο απαραίτητη πιστεύετε πως είναι σ’ έναν συγγραφέα;
Μ. Τσ. : Η Μπήλιω, η γυναίκα που λάτρεψε τον Φώτο Γιαγκούλα κρατώντας ως πολύτιμο φυλαχτό τις στιγμές που έζησε μαζί του ήταν εκείνη, κυρίως, που έπρεπε να διαχειριστεί τις μνήμες της. Στιγμές γεμάτες πάθος και ένταση που τις κράτησε στο μυαλό και την ψυχή της μέχρι την τελευταία της ανάσα. Στιγμές που αποδείχτηκαν και λυτρωτικές, επειδή μόνο αυτές έδιναν νόημα στη ζωή της. Η δική μου σχέση με τη μνήμη είναι ανάλογη με της Μπήλιως και δεν έχει καμία σχέση με τη συλλογική μνήμη. Είναι οι εμπειρίες μου, τα βιώματά μου, ό, τι έχω αποκομίσει από τη ζωή μου. Θα τις κρατώ ζεστές μέσα μου και θα συνοδεύουν πάντα την ύπαρξή μου. Είναι αυτές οι μνήμες που πολλές φορές εμπλουτίζουν τα μυθιστορήματά μου…
Τα γκουλαγκούδια -τα επτά γυμνά κορίτσια που χορεύουν απόκοσμα στο σκοτάδι-και το μεταφυσικό στοιχείο γενικότερα δίνουν μια αίσθηση ανείπωτου και απειλής στην αφήγηση. Τι σας ενέπνευσε να τα εντάξετε στην ιστορία και πώς λειτουργούν ως γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν;
Μ. Τσ. : Όταν αποφάσισα να πάρω το ρίσκο και να μπλέξω το μεταφυσικό με το πραγματικό μου δόθηκε η καλύτερη δυνατή επιλογή: Τα γκουλαγκούδια. Μπορεί να προκαλούν ένα αίσθημα φόβου στον αναγνώστη, αλλά νομίζω στο τέλος αυτές οι επτά αέρινες μορφές γίνονται ιδιαίτερα συμπαθείς. Και, είναι όμορφο οι νέες γενιές να μαθαίνουν μέσα από ένα μυθιστόρημα, ιστορίες που διατηρήθηκαν από στόμα σε στόμα κόντρα στη φθορά του χρόνου και έφθασαν με κάποιο τρόπο στην εποχή τους, γεφυρώνοντας το παρελθόν και το παρόν. Ας είναι τα γκουλαγκούδια μία από αυτές τις ιστορίες…
Το «Πορτρέτο του Βασιλιά» απαιτεί από τον αναγνώστη να γίνει κομμάτι του μύθου, να αντέξει την πολυφωνία και να χαθεί στα νήματα του χρόνου. Πιστεύετε πως η ελληνική λογοτεχνία έχει ανάγκη να επιστρέφει ξανά και ξανά στους θρύλους της; Τι δίνει αυτή η ματιά στη σύγχρονη αναγνωστική εμπειρία;
Μ. Τσ. : Η Ελλάδα είναι γεμάτη από θρύλους και μύθους. Η πολιτισμική μας κληρονομιά, αυτός ο ανεξάντλητος θησαυρός της πατρίδας μας, πρέπει να συνεχίζει να προκαλεί ενδιαφέρον σε όλους μας αλλά κυρίως στη νέα γενιά, τη γενιά του Διαδικτύου. Δεν πειράζει αν καμιά φορά οι συγγραφείς επιστρέφουν ξανά και ξανά σ’ αυτούς. Η επανάληψη αλλά μέσα από διαφορετικούς τίτλους και ήρωες της λογοτεχνίας, μόνο καλό προσφέρει. Και ας μην ξεχνάμε πως κάθε βιβλίο αποτελεί μια νέα αναγνωστική εμπειρία. Θεωρώ κέρδος αν Το πορτρέτο του βασιλιά διαβαστεί από νέους ανθρώπους, που στη συνέχεια θα αναζητήσουν πληροφορίες για τον Όλυμπο, τα Πιέρια, τη Μόρνα ή τα γκουλαγκούδια. Αν αποφασίσουν να μάθουν την ιστορία του Φώτου Γιαγκούλα μέσα από τις δυνατότητες που δίνει η σύγχρονη ανάγνωση…
Κλείνοντας, αν έπρεπε να κρατήσετε μια μόνο εικόνα, ένα συναίσθημα ή μια φράση από τη διαδρομή σας στο «Πορτρέτο του Βασιλιά», ποια θα ήταν αυτή και γιατί;
Μ. Τσ. : Θα κρατούσα τη στιγμή που η Μπήλιω αντίκρισε για πρώτη φορά Το πορτρέτο του βασιλιά και ήρθε αντιμέτωπη με μνήμες… Θα κρατούσα και την τελευταία της ματιά σ’ αυτό το ανατριχιαστικό πορτρέτο!
Ευχαριστώ θερμά για τη φιλοξενία.





























