Πού τρύπωναν, γιατί το έκαναν, για ποιο λόγο όλοι γίνονταν άφαντοι;
Σε κάθε πόλη της Ελλάδας, σε κάθε χωριό, στάνη, ρούγα, το ίδιο γινόταν, ίδιες εικόνες παρατηρούσε κανείς παντού σ’ όλη τη χώρα.
Γράφει ο Γιάννης Παπαγεωργίου – Φιλόλογος
Οι άνθρωποι κατέφευγαν στα σπίτια τους.
Άλλοι εύρισκαν καταφύγιο στις καφετέριες, είχαν την τιμητική τους αυτή τη μέρα και ώρα. Παρατηρούνταν το αδιαχώρητο, είχαν σπεύσει από νωρίς για να βρουν θέση, να ζήσουν το μεγάλο γεγονός.
Άδειοι οι δρόμοι, πού πήγαν όλοι;
Ποιο μαγικό χέρι τους εξαφάνισε;
Αυτό το μαγικό χέρι ήταν του «Γκάγκστερ», του «Πιστολέρο» που τους τραβούσε σα μαγνήτης και τους έκανε να καταφύγουν εκεί που υπήρχε μαγικό κουτί.
Τηλεόραση δηλαδή.
Γιατί εκείνες τις δύο ώρες θα βίωναν ατμόσφαιρα απόλυτης ευφορίας, θα ταξίδευαν στον κόσμο του παραμυθιού.
Η μικρή Ελλάδα ύψωνε το ανάστημά της απέναντι στα μεγαθήρια της Ευρώπης.
Το τραγούδι δονούσε την ατμόσφαιρα.
«Με το Γκάλη, το Γιαννάκη, το Φιλίππου και τα άλλα παιδιά»
Η φωνή της Μαρινέλλας στη διαπασών προανήγγειλε το γεγονός.
Ήταν ο Νίκος Γκάλης που έφερε την επανάσταση στο ελληνικό Μπάσκετ.
Ένας αέρας επαγγελματισμού φύσηξε στα μπασκετικά δρώμενα της Ελλάδας από το 1979 που έφτασε στη χώρα μας από την Αμερική.
Καλύτερη οργάνωση, περισσότερος επαγγελματισμός, εργασία, συνέπεια, συνεχής αγώνας για βελτίωση και άνοδο.
Οι προπονήσεις που τελείωναν πολύ γρήγορα μέχρι τότε κρατούσαν πολύ τώρα, έμπαιναν σε τελείως διαφορετικά καλούπια, δε χωρούσαν αστεία και ελαφρότητες.
«Με το Γκάλη, το Γιαννάκη, το Φιλίππου και τα άλλα παιδιά.»
Έβγαιναν στον αγωνιστικό χώρο τα παιδιά αυτά και ένα γήπεδο παραληρούσε από ενθουσιασμό, η προσμονή έφτανε στο αποκορύφωμα, όλοι περίμεναν την έναρξη, για να ζήσουν την ένταση και το πάθος των στιγμών, ποιος θα νικήσει, ποιος θα δείξει τα καλύτερα στοιχεία σαν άτομο και σαν ομάδα.
Εκεί δε χωρούσαν βεντετισμοί, ακρότητες, εγωπάθεια, ατομικισμός, η νίκη απαιτεί ομαδικότητα, συνεργασία, θυσία του εγώ με σκοπό την τελική νίκη.
Ο Γκάλης ο Γιαννάκης και τα άλλα παιδιά ξεδίπλωναν το αστείρευτο ταλέντο τους, απλώνονταν στο γήπεδο, άλλαζαν θέσεις, γνώριζαν ο καθένας τους που θα βρουν τον άλλο με κλειστά μάτια.
Αυτά ήταν τα καλά της σωστής προετοιμασίας.
Έξω από τις γραμμές του αγωνιστικού χώρου έτρεχε πάνω κάτω, παθιαζόταν, ωρυόταν, ζούσε με το δικό του ασυγκράτητο και ασταμάτητο τρόπο, με τις χαρακτηριστικές του κινήσεις και εκφράσεις του προσώπου του, ο μαέστρος, ο καθοδηγητής.
Ο Γιάννης Ιωαννίδης.
Δε σταματούσε ούτε στιγμή να φωνάζει, να διαμαρτύρεται, να δίνει οδηγίες, μόνο που δεν έμπαινε μέσα στον αγωνιστικό χώρο να παίξει κι αυτός.
Ακόμη κι αν η ομάδα του κέρδιζε με μεγάλη διαφορά, αυτός συνέχιζε να συμπεριφέρεται με το δικό του χαρακτηριστικό τρόπο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο.
Αυτός ήταν ο Γιάννης Ιωαννίδης, ένας οπαδός του απόλυτου, δε συμβιβαζόταν με κάτι λιγότερο.
Ενίοτε έβγαζε το σακάκι του και το πρόσφερε στο διαιτητή, ως δείγμα διαμαρτυρίας, ποιος μπορούσε να του αρνηθεί την ανεξαρτησία των κινήσεων, όταν πρόσφερε τόσα πολλά στο έθνος των Ελλήνων.
Γιατί εκατομμύρια Έλληνες εκείνες τις δύο καταιγιστικές ώρες βρίσκονταν καθηλωμένοι μπροστά στους τηλεοπτικούς δέκτες και ζούσαν λεπτό προς λεπτό κάθε λεπτομέρεια του αγώνα.
Στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στην Αμερική, σ’ όλο τον κόσμο, όπου έφτανε η εικόνα της τηλεόρασης.
Όλοι βέβαια με πάθος και ένταση.
Ανεξάρτητα από οπαδικές τοποθετήσεις, ακόμη κι αν ανήκαν σε αντίπαλες ομάδες, εκείνες τις πέμπτες όλοι οι Έλληνες υποστήριζαν τον Άρη, παρακολουθούσαν με πάθος και ένταση, με αγωνία μεγάλη ευχόμενοι τη νίκη της ελληνικής ομάδας, του Άρη Θεσσαλονίκης.
Γιατί εκείνες τις ώρες δεν ήταν απλά ο Άρης Θεσσαλονίκης, ήταν ο Άρης της Ελλάδας, η ομάδα όλων των Ελλήνων.
Η νίκη σήμαινε πολλά για όλους τους Έλληνες, τους σήκωνε ψηλά, τους απογείωνε.
Έφτασαν στο σημείο να θεωρούν φυσιολογική και αυτονόητη τη νίκη απέναντι στις μεγαλύτερες ομάδες της Ευρώπης, στα πλουσιότερα μπασκετικά σωματεία της Ευρώπης.
Έβλεπε κανείς μετά τον αγώνα, εφόσον νικούσε η ελληνική ομάδα, χαμόγελα ευτυχίας, χαρά, ομορφιά, η ζωή γινόταν πιο όμορφη και ελπιδοφόρα για τον καθένα, ξεχνούσε για λίγο την καθημερινότητά του και τα προβλήματα που τον απασχολούσαν.
Ακόμη κι αν έχανε ο Άρης, δεν απογοητεύονταν, διατηρούσαν τις ελπίδες ότι την επόμενη Πέμπτη θα κέρδιζε το παιχνίδι και έτσι κρατούσαν αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι την άλλη εβδομάδα.
Το παιχνίδι άρχιζε, όλων τα μάτια ήταν στραμμένα επάνω στο Γκάλη.
Τι θα κάνει σήμερα για να μαγέψει τον κόσμο;
Πάντα κρατούσε κάτι για να δείξει, ατελείωτες οι εφεδρείες του, σε κάθε αγώνα ξεσήκωνε τους θεατές πολλές φορές, συνέχεια ακούγονταν επιφωνήματα θαυμασμού και χαράς για κάτι καινούργιο που έκρυβε στο οπλοστάσιό του, έτσι που να τον θαυμάζουν ακόμη και οι αντίπαλοί του.
«Με το Γκάλη, το Γιαννάκη και τα άλλα παιδιά».
Η φωνή της Μαρινέλλας δονούσε τον αέρα.
Όμως δεν ήταν μόνο ο Γκάλης, ήταν και τα άλλα παιδιά.
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης, «ο Δράκος» που έκανε πολλή δουλειά. Έτρεχε, αμυνόταν, επετίθετο, δεχόταν χτυπήματα, δημιουργούσε παιχνίδι, έπαιρνε την πορτοκαλί μπάλα και ξεκινούσε το παιχνίδι από την άμυνα για να τη μεταφέρει στην επίθεση.
Ο Λευτέρης Σούμποτιτς που απ’ τη μια στιγμή στην άλλη τον έχαναν οι αντίπαλοι. Εκεί που όλοι βρίσκονταν κάτω από το καλάθι, αυτός ως δια μαγείας βρισκόταν στην αγαπημένη του θέση. Πλάγια, έξω από τη γραμμή των 6.25.
Ήταν σα να γίνονταν όλα αυτόματα. Με κλειστά τα μάτια τον έβρισκαν, ο Γκάλης, ο Γιαννάκης, οι άλλοι, του έριχναν τη μπάλα, αυτός δεν καθυστερούσε στο ελάχιστο, σα να το είχε ζυγισμένο από πριν, έκανε γρήγορα το χτύπημα.
Μόλις έφτανε στα χέρια του ο στρόγγυλη μπάλα, αμέσως την έστελνε στο καλάθι, καλάθι τριών πόντων, αρκετές φορές συνοδευόταν και από φάουλ, τότε έφτανε στο απόλυτο, αν πετύχαινε τη βολή, είχε προσφέρει στην ομάδα του τέσσερις πόντους.
Την έκανε κι ο Γιαννάκης αυτή την κίνηση, ο Γκάλης επίσης.
Ο Γκρεγκ Γουίλτζερ, ο καναδός. Εκείνη η χαρακτηριστική κίνηση, όταν βρισκόταν στη γραμμή για να χτυπήσει το φάουλ, το σπάσιμο του χεριού του, η προεργασία του τρόπου που θα έστελνε τη μπάλα. Ψηλός, αθόρυβος, εργάτης που πρόσφερε πολλά.
Ο Νίκος Φιλίππου, ο άνθρωπος των ειδικών αποστολών. Όταν κάποιος αντίπαλος έκανε μεγάλη ζημιά, τότε ο Γιάννης Ιωαννίδης τον έβαζε στον αγώνα με σκοπό να φθείρει αυτόν τον αντίπαλο παίχτη. Φορτωνόταν με φάουλ, όμως αυτό δεν είχε σημασία, είχε πετύχει το στόχο τους.
Ο Στόγιαν Βράνκοβιτς, ο γίγαντας από τη Γιουγκοσλαβία, το φόβητρο των αντιπάλων αμυντικά και επιθετικά.
Ο Βασίλης Λυπηρίδης που τα έβαζε με τα θηρία, την αφρόκρεμα των καλαθοσφαιριστών τη εποχής, πάλευε, τα άκουγε πολλές φορές από τον Ιωαννίδη, για το καλό του.
Ο Ρωμανίδης και ο Δοξάκης, ο Κατσούλης, είχαν την τύχη ή την ατυχία να βρίσκουν μπροστά τους, στις θέσεις που έπαιζαν αυτοί, το Γκάλη, το Γιαννάκη και τα άλλα μεγαθήρια, έτσι ο χρόνος συμμετοχής τους ήταν περιορισμένος, όμως ανταποκρίνονταν με επιτυχία.
Οι φωνές του Χάρη Αλευρόπουλου και του Φίλιππου Συρίγου, που περιέγραφαν τους αγώνες, δονούσαν τον αέρα, αντηχούσαν στ’ αυτιά όλων.
Ο πρόεδρος Χρήστος Μηχαηλίδης κινητήρια δύναμη, αυτός βρισκόταν πίσω από όλα τούτα.
Το Αλεξάνδρειο είχε γίνει γνωστό και οικείο, εκεί συνέβαιναν όλα τούτα που ανύψωναν το θυμικό των Ελλήνων.
Γιατί η ομάδα αυτή εκείνες τις ώρες ήταν η έκφραση όλων των Ελλήνων που παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα όσα διαδραματίζονταν στον αγωνιστικό χώρο.
Αυτή η ομάδα έκανε και τους αντιπάλους να παραμιλάνε, τις εφημερίδες να γράφουν διθύραμβους, επαίνους επί επαίνων.
Υποκλίθηκαν απέναντί τους καλαθοσφαιριστές της αξίας ενός Ντράζεν Πέτροβιτς, Νταντόνι, Μαγκί, Ράτζα, Κούκοτς και πλήθος άλλων.
Αυτοί οι άνθρωποι έδωσαν όραμα και παράδειγμα σε έναν λαό ότι όλα γίνονται με σωστή δουλειά και συνεργασία, με σεβασμό σε αντιπάλους και φίλους.
Όσοι τα έζησαν έχουν να θυμούνται πολλά από εποχές τόσο σημαντικές και ξεχωριστές.
«Με το Γκάλη, το Γιαννάκη το Φιλίππου και τα άλλα παιδιά».