Με το μυθιστόρημα. τού Α. Α. Αθανασιάδη Μας ένωσε ο θάνατος στη μαύρη ξενητειά (Μόντρεαλ 1961, δεύτερη έκδοση 1983) εγκαινιάζεται ουσιαστικά η μεταπολεμική πεζογραφία της Πιερίας. Πρόκειται για ένα έργο της διασπομε αδυναμίες όπως σημειώνει σε κριτικό του σημείωμα ο Σάββας Πατσαλίδης (καθηγητής θεατρολογίας) από την άλλη όμως επαινείται το λυρικό πάθος του συγγραφέα στη σκιαγράφηση των προσώπων και ο ανθρωπισμός του.
Μια δεκαετία αργότερα ο Νίκος Χριστοφορίδης στο βιβλίο του Οι εκλεκτοί μάς έδωσε τρία στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή ενός σκεπτόμενου ανθρώπου ο οποίος απορεί και διαμαρτύρεται για τη φτώχεια και την έλλειψη τιμιότητας που συναντά στη ζωή του. Μια νουβέλα από το βιβλίο δημοσιεύεται αργότερα σε συνέχειες (βλ. Ολύμπιο Βήμα, 11/1/1981 όπου στη σ. 3 αναγράφεται πως συνεχίζεται η δημοσίευση της νουβέλας «Ο Μπαλωματής» του Νίκου Χριστοφορίδη. Ο τίτλος της στήλης είναι «Φως στην κουλτούρα της πόλης μας» και την επιμελείται ο Γιώργος Ράπτης).
Στο διήγημα μάλιστα «Ο Πρόσφυγας» ο ήρωας χωροφύλακας εντυπωσιάζεται από τη συμπεριφορά ενός νεοφερμένου φτωχού ξυλοκόπου πρόσφυγα εκ Ρωσίας που πέφτει θύμα μιας άδικης καταγγελίας: ο ήρωας τον παρακολουθεί και συμπαραστέκεται στη μοίρα του. Τα διηγήματα τού βιβλίου έχουν το χάρισμα της ψυχολογικής παρατήρησης και μιας ιδεολογικής συμπάθειας προς τους απόκληρους της ζωής. Το βιβλίο αντιμετωπίστηκε με πολλή συμπάθεια και επαινέθηκε από την αθηναϊκή κριτική: ο Σ. Μαράντος θα διαπιστώσει πως ο συγγραφέας διαθέτει γόνιμη φαντασία και καλλιεργημένο προσωπικό ύφος, στο σύντομο σχόλιό του ο Κ. Αβραμόπουλος θα επισημάνει το γερό ταλέντο του συγγραφέα.
Τέλος ο Άγγελος Φουριώτης (εφ. Απογευματινή, 27 Φεβρουαρίου 1969) στο κριτικό του σημείωμα παρατηρεί πως «χαρακτηριστικό το ότι ένας αφηγητής, σε πρώτο πρόσωπο, δένει και τις τρεις νουβέλες με τρόπο σίγουρο, καθόλου φορτωμένο από πλευράς αφηγηματικής» για να καταλήξει σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ιδεολογικό στόχο του συγγραφέα: «πλέον χαρακτηριστικό, ότι και οι τρεις νουβέλες ως κύριο στόχο έχουν την ανάγκη λυτρώσεως του ανθρώπου, την ανάγκη του αγώνος για τη λύτρωσή του, χωρίς να παίζει ρόλο ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η λύτρωσις ή η φορά που οδηγεί σε αυτήν. Θα έλεγε κανείς ότι επιθυμία του συγγραφέως ή στόχος του, είναι να αποδειχθεί η δύναμις αντιστάσεως των ηρώων του και μάλιστα την ώρα που αυτοί αναμετρούνται με τη μοίρα».
Τέσσερις δεκαετίες αργότερα ο εβδομηντάρης πια Νίκος Χριστοφορίδης εκδίδει το βιβλίο του το οποίο περιέχει επτά διηγήματα και φέρει τον τίτλο … νόμιζαν (Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 2010). Κατά έναν περίεργο τρόπο, παρά την παρέλευση σχεδόν μισού αιώνα, ο Χριστοφορίδης διατηρεί τη φρεσκάδα και τον αντιστασιακό τρόπο του βλέπειν τα πράγματα και τον κόσμο. Όπως και στις πρώτες νουβέλες έτσι και εδώ, το ενδιαφέρον του εστιάζεται στην κριτική της κοινωνίας, στην αναλυτική πολλές φορές περιγραφή των αδιεξόδων της μικρής κοινωνίας (πόλη, συνοικισμός, οικισμός είναι ο τόπος δράσης των ηρώων του), στις προσπάθειες που καταβάλλουν οι άνθρωποι (μεροκαματιάρηδες ή συνταξιούχοι) προκειμένου να εξηγήσουν τον κόσμο, να αποτιμήσουν τη ζωή, τι χάνεται δηλαδή και τι κερδίζεται από τη συμπεριφορά μας, από τις αξίες μας.
Έτσι, για παράδειγμα, το πρώτο διήγημα της συλλογής (και το πιο εκτεταμένο) έχει τον τίτλο «Το θαύμα» και με φόντο τη δράση κάποιων φτωχοδιάβολων η ανέγερση μιας εκκλησίας μετατρέπεται από τον συγγραφέα σε μια αφορμή για την καταγγελία των δεισιδαιμονιών, των προκαταλήψεων και της εργολαβικής νοοτροπίας που διακατέχει δυστυχώς σημαντικό μέρος της νεοελληνικής ναοδομίας (μια εκκλησία δεν είναι απλώς τόπος λατρείας αλλά και επιφανής τρόπος επίδειξης του πλούτου και της εξουσίας η οποία συνδέεται με το εκκλησιαστικό και παραεκκλησιαστικό κατεστημένο).
Στα υπόλοιπα διηγήματα του βιβλίου επανέρχεται αυτή η κριτική στο χριστιανικώς σκέπτεσθαι (Ο αστροναύτης) αλλά ενδιαφέρον προκαλούν και όσα από αυτά εστιάζονται σε αφύσικες, αστυνομικές ιστορίες (Ο μονομανής) ή σε μια ορισμένη αντίληψη της ευτυχίας μας στη ζωή όπως στο πολύ ωραίο υπερρεαλιστικής εμπνεύσεως διήγημα «Ο μπαρμπα-Γιάννης». Ο λόγος του Χριστοφορίδη συνολικά διαθέτει κάτι από την ευκίνητη παρατακτικότητα του Αντώνη Σαμαράκη, συγγενεύει με αυτόν και ως προς το κλίμα της καταγγελίας των κακώς εχόντων (φτάνει να θυμηθούμε το «Ζητείται ελπίς») ενώ ο λαϊκός κόσμος των ηρώων του μας υπενθυμίζει με αναντίρρητο τρόπο πόσο αναγκαίος είναι ο κριτικός τρόπος της διηγηματογραφίας προκειμένου να μιλήσουμε για τα σημερινά πάθη του ανθρώπου και της μοίρας του.
Ο Χριστοφορίδης χωρίς εντυπωσιασμούς και ψεύτικους ήρωες, καταφέρνει με το βιβλίο του να μας δώσει πτυχές της ανθρώπινης κατάστασης, μιας κατάστασης που οφείλει να μας οδηγήσει στον κριτικό στοχασμό, στον προβληματισμό και την κατανόηση του μικρού μας κόσμου από τη σκοπιά του ουμανισμού και της ανθρωποκεντρικής σκέψης.
Μικροϊστορικά του Αντώνη Κάλφα




























