Του Κώστα Δημητριάδη
Σεβασμιότατε, σεβαστοί πατέρες,
Αξιότιμοι, κυρίες και κύριοι εκπρόσωποι των πολιτικών, στρατιωτικών αστυνομικών, δικαστικών αρχών και φορέων του τόπου μας, κυρίες και κύριοι, αγαπητά μας παιδιά…
Επιτρέψτε μου, πριν αρχίσω την ομιλία μου, να απευθύνω ένα μεγάλο ευχαριστώ στους διοργανωτές των εκδηλώσεων μνήμης της γενοκτονίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού από το τουρκικό κράτος για τη μεγάλη τιμή που μου έκαναν με την πρότασή τους.
Δέχτηκα με πλήρη συναίσθηση της ευθύνης που ανέλαβα, να μεταφέρω τα διδάγματα και τα μηνύματα του σημαντικότερου ίσως κεφαλαίου της σύγχρονης ιστορίας μας.
Έζησα συγκλονιστικές στιγμές διαβάζοντας συγγράμματα και μαρτυρίες. Σφίχτηκε η ψυχή μου κι άφησα πολλές φορές να κυλήσει το δάκρυ. Ένιωσα τη φρίκη και τη δυστυχία των προγόνων μου. Αισθάνθηκα το μεγάλο χρέος και το ιερό δικαίωμα να γνωρίζω «το χτες», για να μπορώ να ερμηνεύσω καλύτερα το «σήμερα».
Με εκδηλώσεις σαν τη σημερινή αποτίνουμε κατ’ αρχήν φόρο τιμής στα χιλιάδες θύματα της Μικρασιατικής καταστροφής. Αντιστεκόμαστε στη λήθη και στη λησμονιά του παρελθόντος, μέσα κι από τα ήθη και έθιμα μας, από τη μουσική, τα τραγούδια και τους χορούς μας, από τις φορεσιές, ακόμη κι από τις γεύσεις των φαγητών και των εδεσμάτων της περήφανης μικρασιάτισσας.
Σας καλώ, λοιπόν, να ζήσουμε κάποιες στιγμές απ’ τα συγκλονιστικά γεγονότα του ξεριζωμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, όχι για να καταλογίσουμε ευθύνες, αλλά για να διατρανώσουμε την πίστη μας στις πανανθρώπινες αξίες, στα ιερά και όσια του Έθνους. Να δηλώσουμε την απόφασή μας ότι θα αγρυπνούμε και δε θα επιτρέψουμε άλλους διωγμούς, άλλες χαμένες πατρίδες και άλλη συρρίκνωση του Ελληνισμού.
Πέρασαν 94 χρόνια από τότε που ο Μικρασιατικός Ελληνισμός ξεριζώθηκε από τις πατρογονικές του εστίες και από τότε που συντελέστηκε το μεγαλύτερο έγκλημα εις βάρος του Έθνους.
Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας υπήρξε ένα ζωντανό και αναπόσπαστο τμήμα του Έθνους. Εκεί συναντήθηκε ο Ελληνισμός με τον Χριστιανισμό και έγινε ακατάβλητος στο πέρασμα των αιώνων. Εκεί το δαιμόνιο της φυλής μας μεγαλούργησε, δημιούργησε θαύματα του Αρχαίου Κόσμου και πλήθος μνημείων. Ανέδειξε επιφανείς ανθρώπους της επιστήμης και της διανόησης και Αποστόλους του Χριστιανισμού.
Μετά από πολλούς σκοτεινούς αιώνες, ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνισμού της Μικράς Ασίας κράτησε την πίστη και την εθνική του συνείδηση, προόδευσε και κυριάρχησε σε όλους τους τομείς, και περίμενε το πλήρωμα του χρόνου, ν’ αναστηθεί ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς και να ενωθεί με την Ελλάδα.
Αλλά με την επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908, η κατάσταση για τους Έλληνες της Μ. Ασίας είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη. Το 1912 τους επιστράτευσαν, αλλά πολλοί λιποτακτούσαν, κρύβονταν σε σπηλιές στα βουνά, ή περνούσαν στην Ελλάδα και κατατάσσονταν στον Ελληνικό στρατό. Είχε αρχίσει το άγριο κυνηγητό και οι δολοφονίες.
Οι Τούρκοι που έφυγαν από την Ελλάδα, προσπαθούσαν να στρέψουν τον τουρκικό λαό κατά των Χριστιανών. Την καλύτερη δουλειά την έκαναν οι Γερμανοί πράκτορες. Προπαγάνδιζαν ότι υπαίτιοι για τη δυστυχία και ανέχεια των φτωχών ήταν οι Έλληνες, που τους εκμεταλλεύονταν.
Γι’ αυτό κι έπρεπε να εκδιωχθούν.
Με την κήρυξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου η Τουρκία τάσσεται στο πλευρό της Γερμανίας και του Κάιζερ. Η Ελλάδα για μία ακόμη φορά, σε κρίσιμη και καθοριστική στιγμή, οδηγήθηκε σε εθνικό διχασμό, για την συμμετοχή μας ή όχι στον πόλεμο.
Ο Ελληνικός λαός χωρίστηκε πάλι σε Βασιλικούς και Βενιζελικούς. Συνέβησαν ακρότητες, δημιουργήθηκαν δύο εξουσίες: της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Χαρακτηριστικά δείγματα του μίσους και της αλλοφροσύνης, ήταν οι πολλές απόπειρες δολοφονίας κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου, το ανάθεμα γι’ αυτόν και η δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη από τους άλλους. Ποιους άλλους;… Είχαν ξεχάσει ότι όλοι ήταν Έλληνες.
Με ανοιχτές αυτές τις βαθιές πληγές η Ελλάδα τάχτηκε στο πλευρό των συμμάχων το 1917. Το σατανικό και φρικιαστικό σχέδιο για την πλήρη εξόντωση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας μπορούσε τώρα να ολοκληρωθεί.
Ήδη με την κήρυξη του πολέμου είχαν αρχίσει οι εκτοπίσεις από τα παράλια. Όλοι οι Χριστιανοί από 22 έως 40 ετών, οδηγούνταν στα τάγματα εργασίας που ήταν τάγματα θανάτου. Οι υπόλοιποι ξεσπιτώνονταν και οδηγούνταν μ’ αφάνταστες ταλαιπωρίες στα ενδότερα της Τουρκίας.
Το τέλος του Α΄ π. πολέμου βρίσκει την Ελλάδα στο πλευρό των νικητών και την Τουρκία στο πλευρό των ηττημένων και κάθε Μικρασιατική οικογένεια να θρηνεί 2-3 νεκρούς.
Η εξόντωση όμως των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων συνεχίζεται με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, καθώς έπρεπε να ολοκληρωθεί το σχέδιο που επεξεργάστηκαν οι Νεότουρκοι, με την Γερμανική αποστολή στην Τουρκία.
Η «τελική» λύση του Χίτλερ ήταν μια βελτιωμένη έκδοση αυτού του σχεδίου. Οι συμπαγείς Χριστιανικοί πληθυσμοί, που κρατούσαν στα χέρια τους τον πλούτο και τα κλειδιά της Ανατολής, έπρεπε να φύγουν από τη μέση, γιατί ήταν εμπόδιο στον Γερμανικό επεκτατισμό.
Την περίοδο 1918-19 οι τρομοκρατικές ομάδες του Νουρεντίν Πασά στράφηκαν κατά των Χριστιανών, ειδικά στην περιοχή του Αϊδινίου, με τη βοήθεια και των Ιταλών. Λεηλασίες, σφαγές, ατιμώσεις, με στόχο την πλήρη εξόντωση.
Όλα αυτά συνέβαλαν ώστε το συνέδριο της ειρήνης μετά τη λήξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, να εγκρίνει, την αποστολή ελληνικού στρατού στη Σμύρνη.
Ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στις 2 Μαΐου 1919. Οι ελληνικές σημαίες άρχισαν να κυματίζουν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια, δίπλα στα γιασεμιά. Ο Ελληνισμός απ’ άκρου εις άκρον πανηγύριζε.
Σύντομα όμως το γλυκό όνειρο της απελευθέρωσης το διαδέχτηκε ένας εφιάλτης που έγινε πραγματικότητα. Οι μάχες ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους ήταν πολλές και σκληρές.
Ο ελληνικός στρατός έως το 1920 ήταν ενωμένος και γι’ αυτό βάδιζε από νίκη σε νίκη, με ακμαίο ηθικό, με εθνική υπερηφάνεια, και πίστη ότι πολεμούσε για τα ιερά και όσια του Έθνους. Στην Ελλάδα όμως υπήρχαν αυτοί που πίστευαν, ότι έπρεπε να σταματήσουν οι συμπλοκές, και ο Ελληνικός στρατός να επιστρέψει. Το σύνθημα ήταν η λέξη «οίκαδε».
Γι’ αυτούς, τα 2,5 εκατομμύρια των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και τα εδάφη της, δεν ήταν Ελλάδα. Άλλοι χαρακτήριζαν τον πόλεμο αποικιοκρατικό, και άλλοι επιδίωκαν να προκηρυχθούν εκλογές, για να τις κερδίσουν, με τις υποσχέσεις για λήξη του πολέμου και αποστράτευση.
Έτσι, το Νοέμβριο του 20 ο Βενιζέλος εντελώς άκαιρα, προκηρύσσει εκλογές και τις χάνει. Η νέα κυβέρνηση επαναφέρει τον Βασιλιά Κων/νο, και συνεχίζει τον πόλεμο για να δώσει το τελειωτικό χτύπημα στον Κεμάλ.
Όμως ο στρατός που έφτασε στα πρόθυρα της Άγκυρας με αυτοθυσία και στερήσεις, όχι μόνο δεν ενισχύεται, αλλά αποδυναμώνεται από τον Αρχιστράτηγο Χατζηανέστη, με τη μεταφορά 50.000 ανδρών για την κατάληψη της Πόλης, την οποία όμως, δεν επέτρεψαν οι σύμμαχοι. Αυτή η δύναμη των 50 χιλιάδων ανδρών δεν επέστρεψε ποτέ στη Μικρά Ασία, ενώ μπορούσε και επιβάλλονταν να επιστρέψει.
Το Γένος έχασε τον μισό του εαυτό, και την ευκαιρία να ξαναζήσει το ένδοξο παρελθόν του, καθώς με την προσάρτηση της Μ. Ασίας, η Ελλάδα ανερχόταν σε μεγάλη δύναμη, πράγμα όμως που δεν συνέφερε, τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής.
Πολλά ήταν τα στρατηγικά λάθη που έγιναν.
– η εγκατάλειψη του στρατού, και η μη ενίσχυσή του με εφεδρείες,
– η απειθαρχία αξιωματικών προσκείμενων στο καθεστώς,
– η καταδίκη της εκστρατείας από ένα μέρος του πολιτικού κόσμου και μερίδας του τύπου.
– η ηθική δικαίωση της λιποταξίας.
Ένας νέος διχασμός είχε γεννηθεί: Γενναίοι και λιποτάχτες, αγωνιστές και ρεαλιστές. Ο Ελληνικός στρατός, πρώτα διαλύθηκε από τους Αθηναίους και μετά ηττήθηκε από τους Τούρκους.
Η διάλυση αυτή, καθώς και η ανικανότητα των επιτελών, δεν επέτρεψαν και τη σωστή υποχώρηση του στρατού, ο οποίος στάθηκε αδύναμος, να προστατεύσει τους Χριστιανούς. Δεν μπόρεσε ν’ αμυνθεί, ώστε και να προλάβουν να φύγουν οι Μικρασιάτες.
Αλλά ποιος νοιαζόταν για τη σωτηρία των Μικρασιατών;…
Η κυβέρνηση της Ελλάδας στις 20 Ιουλίου 1922 νομοθετούσε την απαγόρευση αποβίβασης στην Ελλάδα, προσώπων κατά ομάδες, και την τιμωρία, όσων θα διευκόλυναν τέτοια μεταφορά.
Ο Ελληνισμός της Μ. Ασίας παραδόθηκε στους σφαγείς του. Τα 50 ατμόπλοια που ήταν αγκυροβολημένα στη Χίο και τη Μυτιλήνη περίμεναν κυβερνητικές εντολές, την ώρα που οι Μικρασιάτες σφαγιάζονταν και εξοντώνονταν.
Με την κατάρρευση του μετώπου, άρχισε η τελευταία πράξη εξόντωσης των Χριστιανών της Μικράς Ασίας. Η κραυγή «έρχονται οι Τούρκοι…, οι Τσέτες…» ακούστηκε απ’ άκρη σ’ άκρη και καθένας έπαιρνε ό,τι μπορούσε να κουβαλήσει, κι έτρεχε προς τα παράλια για να περάσει απέναντι και να σωθεί. Οι εντολές ήταν σαφείς:
«Κανένας Χριστιανός ζωντανός!» «Ούτε μωρό στην κούνια», έλεγε η υπουργική απόφαση του σύγχρονου Ηρώδη, Ταλαάτ Πασά.
Τώρα ο αγώνας για ζωή, γινόταν κάλεσμα θανάτου. Ο Ζάλογγος και η Αραπίτσα φαντάζουν μεμονωμένα περιστατικά θυσίας μπροστά στα πηγάδια της Μικράς Ασίας, όπου νεαρές κοπέλες έπεφταν ομαδικά και πνίγονταν, για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων.
Όλες οι θηριωδίες, οι διαστροφές και τα εγκλήματα, δεν καταλάγιασαν τα θηριώδη ένστικτά τους. Το σχέδιο προέβλεπε τελική λύση, που δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς την καταστροφή της Σμύρνης, η οποία ήταν ένα Σύμβολο, και ως Σύμβολο τη φοβούνταν, τη μισούσαν και γι αυτό την έκαψαν.
Χιλιάδες άνθρωποι σφαγιάσθηκαν κτηνωδώς, νήπια θανατώθηκαν, γυναίκες ατιμάσθηκαν μπροστά στους οικείους τους, χιλιάδες έπεσαν στη θάλασσα, ΟΧΙ γιατί συνωστίζονταν, αλλά γιατί γι’ αυτούς η θάλασσα δεν ήταν εμπόδιο.
Τα σύμβολα γκρεμίστηκαν και οι σημαίες κάηκαν.
Ένα τέτοιο σύμβολο, μια σημαία του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας ήταν ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Ο Άγιος Ιεράρχης δε δέχτηκε να φυγαδευτεί, ούτε να προστατευτεί, την ώρα που το ποίμνιό του εξοντωνόταν. Διάλεξε την οδό του μαρτυρίου και υπέμεινε τα πάντα, ως Χριστιανός και ηγέτης, την ώρα που άλλοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί, εγκατέλειπαν το λαό βορά στους Τούρκους.
«Ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων…» Κι εμείς έχουμε ακόμα έναν Άγιο από το 1922 που βασανίστηκε, ατιμάστηκε, κατακρεουργήθηκε, αλλά μας θαμπώνει με την ωραιότητα της ψυχής του.
Εύλογα γεννάται το ερώτημα, τι έκαναν οι σύμμαχοί μας, την ώρα που τα έβλεπαν όλα αυτά από τα πλοία τους;
Τι περιμέναμε να κάνουν οι συνένοχοι; Αυτό που τους ενδιέφερε, ήταν η ασφάλεια των επενδύσεών τους. Οι εντολές από το Ναύαρχο Μπρίστολ, ύπατο αρμοστή των ΗΠΑ στην Κων/λη, ήταν σαφείς: Καμία ανάμειξη οι Αμερικανοί.
– Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί στο πλευρό της Τουρκίας.
– Οι Ρώσοι είχαν υπογράψει συνθήκη και ενίσχυαν τον Κεμάλ, με όπλα και χρήματα και
– οι Άγγλοι σύμμαχοί μας, μόνο στα λόγια και στα χαρτιά
Είχε αρχίσει ο αγώνας των εκχωρήσεων, της εκμετάλλευσης και του κέρδους. Ο ιμπεριαλισμός σε όλο του το μεγαλείο, σκληρός και απάνθρωπος. Τα οικονομικά συμφέροντα θεωρούνται σημαντικότερα, από τις ανθρώπινες ζωές.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερη προδοσία στην ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Ένας ένδοξος στρατός αφέθηκε να ηττηθεί και να διαλυθεί, κι ένα λαμπρό κομμάτι του Ελληνισμού εγκαταλείφθηκε, για να εξοντωθεί!
Παρ’ όλα αυτά, αν υπήρχε εθνική συνείδηση, ενότητα και ομοψυχία, δε θα φτάναμε στην καταστροφή, και δεν θα οδηγούνταν η Ελλάδα, ηττημένη και ταπεινωμένη στη Λοζάνη.
Λαβωμένη και καταπονημένη η χώρα μας από τους δεκάχρονους πολέμους, δέχτηκε τους όρους της συνθήκης, και επιδόθηκε στο έργο της περίθαλψης και αποκατάστασης των προσφύγων.
1.500.000 πρόσφυγες, οι περισσότεροι χωρίς κανένα περιουσιακό στοιχείο, κυνηγημένοι και εξαθλιωμένοι στην αρχή, ρίζωσαν και ευδοκίμησαν στη συνέχεια. Σκάλιζαν την χόβολη της συμφοράς, για να μετατρέψουν τη στάχτη σε λίπασμα, και να μπορέσει να βλαστήσει το μέλλον τους.
Εκείνοι όμως που κρατούσαν στα χέρια τους τον πλούτο της Μικράς Ασίας, και τα κλειδιά της Ανατολής, κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους, και ξύπνησαν φυγάδες, άστεγοι, και άποροι, με την ταμπέλα στο στήθος να λέει Πρόσφυγας.
Τι να σκεφτούν, που να δουλέψουν, πώς να ζήσουν. Μέσα σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης βγήκαν στη βιοπάλη, για να μπορέσουν να σταθούν ξανά στα πόδια τους.
Το ψωμί τους το ζυμώνανε με τον τίμιο ιδρώτα τους, και μπορεί στην αρχή, να μην είχαν το λάδι για το φαγητό τους, αλλά τα καντήλια τους ήταν πάντα γεμάτα, για να φωτίζουν τα εικονίσματά τους.
Αλλά ουδέν κακόν αμιγές καλού. Οι 700.000 πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στις ευαίσθητες περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης, άλλαξαν το δημογραφικό χάρτη της χώρας.
Καλλιέργησαν τη γη, έδωσαν ζωή σε άγονες εκτάσεις, πρωταγωνίστησαν στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας, συνέβαλαν στην αναστήλωσή της, στην εποποιία του ’40, στην Εθνική Αντίσταση, και στην μεγάλη, για μιαν ακόμη φορά, προσφορά της Ελλάδας στην Ανθρωπότητα.
Στην αγκαλιά της μητέρας πατρίδας, παρ’ όλες τις αντιξοότητες και τις αρνητικές πολλές φορές συμπεριφορές, ήρθε η στιγμή που ζεστάθηκε ξανά η «αποσταμένη ελπίδα».
Η επιστροφή στα ιερά χώματα των προγόνων, γλυκιά προσμονή στην αρχή, έμεινε απραγματοποίητο όνειρο. Στάθηκε ο Μικρασιάτης πάνω στο βράχο, με μαζεμένα φτερά σαν τον αετό, αναπόλησε, δάκρυσε, θέριεψε και πήρε την απόφαση να πετάξει, κάτω από τον καινούριο ουρανό.
Δεν το ’βαλε κάτω. Τα χέρια τα σταύρωνε μόνο για να προσευχηθεί. Διατράνωσε την πίστη του και τη θέλησή του να ζήσει και να δημιουργήσει. Μια θέληση, που πηγάζει από την δύναμη και το μεγαλείο της Ελληνικής ψυχής.
Κατάφερε και μπόλιασε την χαμένη τότε αυτοπεποίθηση του Έλληνα, με την εργατικότητα την οξυδέρκεια, την κοινωνικότητα, της Ιωνίας και του Πόντου, προσδίνοντάς του, την αναζωογονητική ώθηση που χρειάζονταν.
Για να παραμένουν οι πατρίδες αλησμόνητες, έχτισε παντού στην Ελλάδα νέες συνοικίες όπως, Νέα Σμύρνη, Νέα Ιωνία, Νέα Φιλαδέλφεια, Νέα Έφεσος… καθώς και νέα προσκυνήματα όπως, την Παναγία Σουμελά, την Άγια Φωτεινή, τον Άη Γιάννη το Θεολόγο και τον Αη Γιάννη τον Πρόδρομο…
Σήμερα, ένα αιώνα σχεδόν μετά τον ξεριζωμό, ξετυλίγοντας το νήμα του χρόνου ως εκεί, συναντώντας τα γεγονότα, βγάζουμε χρήσιμα συμπεράσματα. Για τον 2ο π. πόλεμο, τον εμφύλιο, τον διωγμό του 1955, την εισβολή στη Κύπρο, την κρίση στα Ίμια, τους πολέμους στη Μ. Ανατολή στη Γιουγκοσλαβία, στο Ιράκ, στη Λιβύη, στην Ουκρανία στη Συρία.
Γνωρίζουμε πλέον πολύ καλά ότι την πολιτική των ισχυρών του κόσμου, την καθορίζουν τα οικονομικά συμφέροντα.
Ότι πίσω από το ενδιαφέρον των φίλων και συμμάχων μας κρύβεται πάντα το δικό τους συμφέρον.
Γνωρίζουμε τη στρατηγική σημασία και τον πλούτο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Γνωρίζουμε τις επιδιώξεις της Τουρκίας, η οποία αποτελεί μόνιμη εστία έντασης και καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Γνωρίζουμε πόσο μεγάλη ευλογία είναι η ειρήνη και η δημοκρατία.
Η πολυσυζητημένη Ελληνοτουρκική φιλία προϋποθέτει αμοιβαιότητα και σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και τις πανανθρώπινες αξίες. Μπορεί να επιδιώκεται ειλικρινά από μας, αλλά δεν χτίζεται μόνο με τα λόγια και προσφέροντας λουλούδια από την άλλη πλευρά. Θα ήταν ασυγχώρητο από μέρους μας να επαναπαυθούμε σε υποσχέσεις. Και ενώ εμείς νομοθετούμε την ύπαρξη τζαμιών στην Αθήνα, θ’ αργήσουμε πολύ να δούμε το σταυρό στον τρούλο της Αγια Σοφιάς!
Γι’ αυτό δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες, να είμαστε ενωμένοι και να εργαζόμαστε για την ισχυροποίηση του Έθνους και για την ποιοτική αναβάθμιση της κοινωνίας μας.
Για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, με την αναγνώριση της Γενοκτονίας του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας, από το Τουρκικό Κράτος, και την καταδίκη της από τους πολιτισμένους λαούς του κόσμου.
Να δηλώνουμε με παρρησία την περηφάνια μας για την καταγωγή μας.
Να ορθώνουμε το ανάστημά μας όταν καταπατώνται τα ανθρώπινα δικαιώματα ατόμων ή λαών.
Όταν ξεριζώνονται λαοί από τις πατρογονικές τους εστίες.
Όταν συνυπάρχουν, ο αλόγιστος πλουτισμός και η μεγάλη φτώχεια.
Τότε μόνο θα μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, ότι δε θα θρηνήσουμε άλλες χαμένες πατρίδες, και δε θα μετατραπούμε κι εμείς από θύματα σε δήμιους.
Αυτό πρέπει να είναι και το μήνυμα της σημερινής ημέρας
ΟΧΙ άλλες χαμένες πατρίδες.
ΟΧΙ άλλοι ξεριζωμένοι πρόσφυγες.
Επικράτηση παντού στον κόσμο του Ανθρωπισμού, της Ειρήνης και της Δημοκρατίας.
Ενωμένος Ελληνισμός – Πανίσχυρη Ελλάδα.
Σας ευχαριστώ




























