Σφήνες του Αφεντούλη
Υπάρχω,
κι όσα αν πάθω, θα υπάρχω,
τα δεινά με κάνουν βράχο,
απαθής να αντικρίζω τους Θεσμούς.
Υπάρχω,
μέσ’ στ’ αντίμετρα που λέτε,
μέσ’ στα μέτρα που μας καίτε
και θα υπάρχω ν’ αναπέμπω στεναγμούς.
Αλέξη, πειναλέων ο ένας,
δε με φτάνει κανένας,
πρόσεχε πού το πας
μη σου γίνω μπελάς,
τι θα κλαις, θα πονάς,
όταν βλέπεις εμένα.
Είμαι εκλογών το φινάλε
και στο πρόγραμμα βάλε,
αν τις κάλπες σκεφτείς,
ίσως να πικραθείς,
αφού δεν θα βγεις γιατί
θα υπάρχω εγώ.
Υπάρχω,
να εκπροσωπώ τη λύπη
κι η μορφή μου δε θα λείπει
ούτε πρόκειται ποτέ να ξεχαστώ.
Υπάρχω,
στην ανάπτυξη που ελπίζεις,
στο ξέφωτο που ανεμίζεις,
να θυμίζω Κουαρτέτου τον σκοπό,
έσπευσε να αποκαλύψει ο χαμηλοσυνταξιούχος, «Μήτσος», απαντώντας στο εκ προοιμίου ερώτημα αυτού του ιδίου με διασκευή Πυθαγόρα – όχι ο αρχαίος φιλόσοφος. Περί αειμνήστου στιχουργού ο λόγος, ορθογώνια τρίγωνα θα πιάσουμε να μελετάμε τέτοιες δύσκολες ώρες που απαιτείται τετραγωνισμός του κύκλου τουλάχιστον; – οπότε κατόπιν τόσων δυσκολιών είναι να μην επιληφθεί του θέματος, ο εμπειροτέχνης πολιτικός αναλυτής, θείος Αφεντούλης, πείτε κι εσείς, ευρυμαθείς μου.
Πείτε κι εσείς, που κοιτάτε τη στήλη ενεοί, ελληνιστί «κάγκελο»(!), όταν «υπάρχω» στο «υπάρχω» ο αοιδός, μη ευρών ντόπια ανταπόκριση στις ανησυχίες του, αναζήτησε γαλλική βοήθεια, αναφωνών με τον τρόπο τού υπαρξιστή, Ζαν Πολ Σαρτρ:
Υπάρχουν καλύτερες εποχές αλλά αυτή εδώ είναι η δική μας.
Κακά τα ψέματα, απελπισμένοι χρεοφειλέτες μου. Έτσι που λειτούργησαν οι πολιτικοί τής Μεταπολίτευσης, από κοντά κι όλοι εμείς οι αιτούμενοι ρουσφέτια ή άλλες δανεικές χάρες πληρωτέες στην κάλπη, εκλογείς, για να μην ξεχνιόμαστε, αυτή είναι εποχή μας.
Μαύρη κι άραχλη, δυστυχώς, μιας και να δείτε πώς το λέει το λατινικό, να δείτε πώς το λέει… Α, ναι! «Aetas parentum peior avis tulit nos nequiores – Η γενιά των πατεράδων, χειρότερη απ’ τη γενιά των παππούδων, γέννησε εμάς χείριστους» να υπογράφουμε αράδα Μνημόνια.
Μνημόνια προοιωνιζόμενα λιτότητα με μέτρα διαρκώς σκληρότερα και μη χειρότερα, αναγνώστες μου. Το είπαμε, αλλά σιγά μην καθίσουμε με σταυρωμένα τα χέρια να κλαίμε τη μοίρα μας, όταν η κυρία «Μήτσαινα», όσο ο σύζυγος καταγίνονταν με αυτονόητες φιλοσοφίες, ξεκοκάλισε το έργο της Λίνας Νικολακοπούλου και βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να παρουσιάσει το προφίλ του μπροστάρη που μας χρειάζεται, άδουσα:
Σ’ όποιον αρέσουμε, δημαγωγίες δε θα πιστέψουμε…
Ό,τι μπορώ κάνω, λαέ μου, αυτό τον καιρό
κι εκπροσωπώ, με λάθη σωρό, τ’ αληθινό
να κρατηθείς.
Ό,τι μπορείς για μένα κάνε κι εσύ να χαρείς,
κάλπες σαν δεις, ας κυβερνήσουμ’ εμείς,
λόγω καρδιάς, λόγω τιμής.
Σ’ όποιον αρέσουμε,
που λαοπλάνους θ’ αποστρατεύσουμε,
πώς να χωρέσουμε δημοκοπώντας μέσ’ στο ευρώ;
Σ’ όποιον αρέσουμε,
για τους άλλους δε θα μπορέσουμε,
πώς να συνδέσουμε αξιοπρέπεια και δανεισμό;
Ό,τι μπορώ κάνω, λαέ μου, κι άκρη θα βρω,
διαβεβαιώνει ο ηγέτης που εγγυάται καλύτερες μέρες, αναγνώστες μου, και πριν ευλόγως αναρωτηθείτε πού τον ανακαλύψαμε, ένα θα πούμε: Μέχρι τις εκλογές υπάρχει χρόνος να βρεθεί, άκουσαν οι πολιτικοί μας;
Όχι, τίποτε άλλο, δηλαδή. Μήπως βάλουν τα δυνατά να του μοιάσουν!…
-Ω-