του Γεώργιου Δουλδούρα
Περπατώντας 2οο Χρόνια Ιστορίας
του Γεώργιου Δουλδούρα
25η Μαρτίου 2021 κι από τον ύπνο μου ξυπνώ σε μέρη άγνωστα. Ακούγονται καμπάνες, παντού κωδωνοκρουσίες, μα εκκλησιά δεν βλέπω κι ο τόπος σχεδόν έρημος, αγνή φύση και βράχος κι όπου φτάνει το βλέμμα θάλασσα. Περπατώ και κοιτάζω γύρω μου. Να εκεί, ένας γέροντας μαυροφορεμένος ρασοφόρος, μ’ ένα μαύρο σκουφί και άσπρα γένια, καθισμένος σ’ ένα ξύλινο παγκάκι, μπρος σε μια πέτρινη καλύβα. Τον πλησιάζω:
-Ώρα καλή σας γέροντα. Ευλογείτε!
-Ο Θεός παιδί μου. Χρόνια Πολλά.
Κάθομαι σε ένα από τα κούτσουρα που είχε γύρω του, παρατεταγμένα μπροστά του αμφιθεατρικά, σαν να περίμενε μαθητές…
-Που είμαι παππούλη;
-Σημασία γιε μου δεν έχει το που αλλά το πότε. Σήμερα τα νέα είναι χαρμόσυνα, θα έχουμε γεννητούρια.
-Ποιος γέροντα;
-Αυτός που έρχεται, ήρθε κι αυτός που ήρθε ήταν πάντα εδώ και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος. Αλλά μην κάθεσαι, απόψε έχεις δρόμο.
-Και που να πάω γέροντα, δεν ξέρω το μέρος. Ποιο δρόμο να διαβώ;
-Σημασία γιε μου δεν έχει το που αλλά το πότε, μου ξαναλέει. Σήμερα θα περπατήσεις 200 χρόνια πίσω.
Ξάφνου, ακούω πίσω μου φωνές, φωνές αγριεμένες και κραυγές, πυροβολισμούς κι ατσάλι να χτυπά σ’ ατσάλι, κλαγγή σπαθιών. Γυρνώ έντρομος κι εικόνα που είχα δει πιο πριν έχει αλλάξει. Εδώ γίνεται μάχη. Και βλέπω νέους ανδρειωμένους, ντυμένους στα μαύρα. Και βλέπω ορμή και θάρρος. Κι αρχίζω να ξεχωρίζω μορφές κι εικόνες. Ένας άντρας κρατά ένα ματωμένο λάβαρο, κόκκινο, άσπρο, μαύρο και πάνω του γραμμένα στην μια πλευρά «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ» και στην άλλη «ΕΚ ΤΗΣ ΚΟΝΕΩΣ ΜΟΥ ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΑΙ». Μα αυτούς τους ξέρω! Ο Ιερός Λόχος! Τώρα βλέπω καθαρά, ο Υψηλάντης, ο Τσακάλωφ κι ο Γιωργάκης Ολύμπιος, μόνος που ξεχώριζε η φορεσιά του απ’ των άλλων. Αυτό είναι το Δραγατσάνι!
Ακούω τη φωνή του γέροντα να έρχεται απόκοσμη στο κεφάλι μου, σαν νοερή προσευχή:
-Προχώρα γιε μου, έχεις δρόμο. Τρέξε να τους φτάσεις!
Τρέχω καταπάνω τους κι όσο τρέχω η εικόνα θολώνει, σαν να “λυγίζει” μοιάζει… Κι ώσπου το λάβαρο να φτάσω, είμαι πια σε μια εκκλησιά. Στέκομαι πίσω πίσω σε μια γωνιά και κοιτώ αποσβολωμένος. Ακούγεται δοξολογία και μπρος μου ολοζώντανος ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ορκίζει τους αγωνιστές στο σταυρό κι ευλογεί τη σημαία της επανάστασης. Και φωνάζει ο φλογερός Επίσκοπος: «ἐλευθερία ἢ θάνατος» κι αγωνιστές γονατιστοί με γυμνωμένα γιαταγάνια ανακράζουν: «νὰ μὴ μείνη Τοῦρκος στὸν Μωριά, μηδὲ στὸν κόσμον ὅλο». Και σ’ ένα σάλεμα του λαβάρου, η Αγία Λαύρα χάνεται και να σου η Αλαμάνα…
Μπρος μου ο Διάκος πληγωμένος, με το γιαταγάνι του σπασμένο και μια ντουζίνα παλικάρια, σαν αγρίμι να ρίχνεται και να φωνάζει με θάρρητα στον Ομέρ Βρυώνη: «Πάτε κι εσείς στην πίστη σας μουρτάτες, να χαθείτε. Εγώ γραικός εγεννήθηκα, γραικός θελ’ να αποθάνω!» και στις απειλές θανάτου του Πασόμπεη να απαντά: «Η Ελλάς έχει πολλούς Διάκους!». Κοιτώ τον Ομέρ Βρυώνη, που αντίκριζε τον Διάκο με μίσος, φόβο και δέος και σε μια στιγμή ίδιος πάλι να στέκεται στο Χάνι της Γραβιάς.
Το βλέμμα του Πασόμπεη γεμίζει οργή κι απόγνωση. Οι άντρες του αποδεκατίζονται από το χέρι του Οδυσσέα Ανδρούτσου με πρώτο θύμα τον απεσταλμένο του, τον Χασάν-δερβίση. Και πέφτουν Τούρκοι, πέφτουνε πάνω από τριακόσιοι. Η νύχτα φτάνει κι ο Ομέρ μου μοιάζει σαλεμένος. Θαυμάζω τα παλικάρια μας και τον Καπετάν Ανδρούτσο και στα χείλη μου ένα τραγούδι φτάνει και ξεδιπλώνει: «Τ’ Αντρούτσου η μάνα χαίρεται, του Διάκου καμαρώνει. Γιατί έχουν γιους αρματολούς, και γιους καπεταναίους. Ανδρούτσος φυλάει τη Γραβιά, Διάκος την Αλαμάνα». Και πριν τους στίχους καλά καλά προλάβω να τελειώσω, βλέπω να αχνοφαίνεται ήδη και το Βαλτέτσι.
Σε ένα ύψωμα κοιτώ και στέκεται αυτός, ο ίδιος ο Γέρος του Μοριά, ο Αρχιστράτηγος, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Στεκόταν εκεί και με φωνές έδινε κουράγιο στον Μητροπέτροβα και μετά με τον Νικηταρά μαζί ορμήσανε και σπάσαν τον κλοιό των Τούρκων για να βοηθήσουν τον Πλαπούτα και τους άλλους αγωνιστές που είχαν περικυκλωθεί στα ταμπούρια τους. Και τα κανόνια των Τούρκων ξερνούσαν οβίδες, χάδι στη λεβεντιά των Ελλήνων. Είκοσι τρεις ώρες γενναίας μάχης, οι Τούρκοι μέτρησαν άλλους τριακόσιους νεκρούς και άτακτα έτρεχαν για να σωθούν. Κι ο Κολοκοτρώνης κάλπασε κι έφτασε στην Τριπολιτσά.
Από την Παρασκευή ως την Κυριακή, ο αέρας ήταν γεμάτος από κραυγές. Ο Γέρος του Μοριά μπαίνει στην Τριπολιτσά κι από τα τείχη ως τα σαράγια το άλογό του δεν πατάει γη, το λιάνισμα και το τρίξιμο των κοκάλων φέρνει ανατριχίλα. Οι Τούρκοι κείτονται χιλιάδες και τα σώματα των περισσοτέρων ακέφαλα. Τον βλέπω να στέκεται δίπλα σ’ ένα δέντρο. Τους ακούω που μιλούν.
-Στρατηγέ σ’ αυτό τον πλάτανο κρεμούσαν τους δικούς μας.
– Άϊντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάστηκαν εκεί… Κόφτε το μωρέ να νιώσω παρηγοριά δια τον σκοτομόν των Τούρκων.
Κι όσο το δέντρο έκοβαν, εγώ κοιτώ στα πόδια μου, κοιτώ που είναι μες το αίμα κι όπου πατώ νεκροί κι όπου κοιτώ θάνατος. Πριν το βλέμμα να σηκώσω, δίπλα μου ο Κολοκοτρώνης καβάλα στο άλογό του, να ελέγχει τα περάσματα ψηλά απ’ τα Δερβενάκια.
Είναι νύχτα και βλέπω τον Αρχιστράτηγο να ανεβαίνει στη στέγη ενός σπιτιού και ακούω να βγάζει λόγο: «Έλληνες, σήμερα εγεννήθημεν και σήμερα θα πεθάνωμεν δια την σωτηρίαν της πατρίδος μας και δια την εδικήν μας. Σήμερα ο καθείς από εμάς θα καταδιώκη πολλούς, θα πάρητε λάφυρα πολλά και θησαυρούς του Αλή Πασιά θα τους μοιράζετε με το φέσι τα φλωριά, όπου τα έχουν οι Τούρκοι, είναι χρήματα χριστιανικά. Τα είχεν ο τύραννος της Ηπείρου παρμένα από τους αδελφούς μας. Ο Άγιος Θεός μας τα έστειλε και είναι κελεπούρι δικό μας. Αύριον αυτήν την στιγμήν θα σας ιδώ όλους με τ’ άρματα των Τούρκων, με τ’ άλογά τους, λαμπροφορεμένους με τα ρούχα τους. Ο Θεός είναι με ημάς να μή σας μέλλη τίποτε.» Κάτω τα παλικάρια να τον ακούνε με μάτια που βγάζαν φλόγες κι ανάμεσά τους μορφές που με λύγιζαν από δέος και συγκίνηση. Να! Εκεί στεκόταν ο Νικηταράς κι ο Παπαφλέσσας! Και ρίχτηκαν στη μάχη κι ο Νικηταράς περνούσε στο θρύλο, σπαθιά με τη σπαθιά και γεννιόταν εκεί στην αντάρα της μάχης, ο Τουρκοφάγος! Χτυπά και ξαναχτυπά τους Τούρκους και τέσσερα σπαθιά σπάνε στο χέρι του από την ορμή. Το σπαθί του κατεβαίνει και ξανακατεβαίνει και οι εχθροί σωριάζονται κατά δεκάδες και κράζει ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος: «Κουράγιο Νικήτα! Τούρκους σφάζεις!». Η νίκη μεγαλειώδης και κοιτώ τη λαχτάρα για Λευτεριά στα μάτια του Παπαφλέσσα και τον βλέπω αυτοστιγμεί ταμπουρωμένο στο Μανιάκι.
Εκεί στο Μανιάκι είναι ο νέος Λεωνίδας, με τα τριακόσια παλικάρια του και κοιτά κατάματα τον Ιμπραήμ. Δεν κάνουν βήμα πίσω, δεν υπάρχει γυρισμός. Ο Παπαφλέσσας και τα λιοντάρια του για οχτώ ώρες αφήνουν στο χώμα νεκρούς εχθρούς και συντρόφους με σχισμένα από τις σπαθιές κρανία. Και στέκουν εκεί μέχρι ενός, μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματός τους, τιμούν με τη ζωή τους όρκους αιώνιους και περνούν στο πάνθεον των Ελλήνων ηρώων. Η μάχη τελειώνει, ο Ιμπραήμ ζητά από τους στρατιώτες του να βρουν το νεκρό σώμα του Παπαφλέσσα. Τον βρίσκουν και τον στήνουν σε μια βελανιδιά. Ο Ιμπραήμ θαυμάζει το επιβλητικό παράστημα του νεκρού Παπαφλέσσα και λέει: «Πράγματι αυτός ήτο ικανός και γενναίος άνθρωπος. Καλύτερα να επαθαίναμεν άλλην τόσην ζημίαν, αλλά να τον επιάναμεν ζωντανόν» Και τον φιλά στο μέτωπο. Τη σιωπή σπάνε φωνές και βρισιές, μια φωνή άγνωστη μα και τόσο γνώριμη. Γυρνώ να δω από που έρχονται. Και να τος! Ο γιος της καλογριάς στέκει στο Κερατσίνι.
Ο Στρατάρχης Γεώργιος Καραϊσκάκης στέκει αγέρωχος, βρίζει και χτυπά τον Κιουταχή, που κρύβεται πίσω από έξι χιλιάδες Τούρκους και τα κανόνια του. Τίποτα δεν μας σταματά τώρα. Οι Έλληνες χτυπούν κι αφήνουν πίσω Τούρκους και ο Καραϊσκάκης με τα παλικάρια του, τους παίρνει στο κυνήγι, Τούρκος να μη μείνει. Κι οι Τούρκοι τρέχουν και τρέχουν δύο χρόνια και φτάνουν ως την Πέτρα.
Κι είμαι εδώ τώρα, στο πέρασμα μεταξύ της Λειβαδιάς και των Θηβών κι είναι να εκεί, ο Δημήτριος Υψηλάντης με τον Κριεζιώτη και περιμένουν τον Ασλάν Μπέη. Ο Ασλάν με εξακόσιους Αλβανούς φτάνει και ορμά εναντίον του οχυρώματος, μα οι Έλληνες δεν περιμένουν, με τον πρώτο πυροβολισμό βγαίνουν έξω. Τίποτα δεν μένει όρθιο, τους κυνηγούν με λύσσα και λίγο έλειψε να πιάσουν και τον ίδιο τον Μπέη. Γυρνούν και φέρνουν στο Στρατάρχη κεφάλια, δύο σημαίες κι ένα τσούρμο αιχμαλώτους. Η νίκη είναι αποφασιστική, η νίκη είναι τελειωτική, η νίκη είναι Ελληνική.
-Γέροντα! Που είσαι γέροντα; Είδαν πολλά τα μάτια μου. Κράτησε πολλά η ψυχή μου.
-Έλα εδώ παιδί μου.
Και βλέπω το γέροντα να περπατά προς το μέρος μου, μα πια είναι διαφορετικός, μια παράξενη λάμψη στο μέτωπό του κι είμαστε ψηλά στον Ιερό Βράχο, δίπλα στον Παρθενώνα κι η γαλανόλευκη κυματίζει Ελεύθερη. Κι είμαι εκεί να κοιτάω την Αθήνα κι ο θόρυβος των αυτοκινήτων και των εκατομμυρίων ανθρώπων ίσα που φτάνει εδώ πάνω. Κι ο τόπος ευωδίαζε λιβάνι.
-Τους είδα γέροντα όλους έναν έναν, τους είδα να πολεμούν, να πεθαίνουν και να νικούν για τη Λευτεριά της Ελλάδος. Πως να σταθώ απέναντί τους παππούλη; Τι θα πω αύριο στα παιδιά μου ότι έκανα για να σταθώ αντάξιός τους;
-Τιμή αγίου, μίμησις αγίου εστί. Κι αυτοί που είδες γιε μου είναι Άγιοι της Ελευθερίας.
-Γέροντα ζω κι αναπνέω για την Ελλάδα, κρατώ στη ψυχή μου την Ορθοδοξία που σκεπάζει όλον τον Ελληνισμό και φωτίζει και τα πιο πυκνά σκοτάδια. Μα να, έχω μια κρυφή λαχτάρα από μικρό παιδί. Με αυτή με μεγάλωσαν οι γιαγιάδες μου. Την Πόλη γέροντα και την Αγιά Σοφιά.
-Εκεί θα είσαι. Το κερί να ανάψεις και για μένα. Και το χέρι σου θα κρατούν ο Διάκος, ο Ανδρούτσος, ο Κολοκοτρώνης, ο Παπαφλέσσας, ο Νικηταράς, ο Καραϊσκάκης, ο Παύλος Μελάς, ο Κασλάς, ο Κατσιμήτρος, ο Ίτσιος, ο Καραθανάσης, ο Βλαχάκος κι ο Γιαλοψός. Σώπασε γιε μου και μην πολυδακρύζεις, πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι!
Γεώργιος Δουλδούρας
Διεθνολόγος
Πρόεδρος Ν.Ε. ΟΝΝΕΔ Πιερίας