– Πως εκνευρίζομαι! Πως εκνευρίζομαι!
– Τι μου έπαθες πάλι καλό μου παιδί; Να σου πω, ότι δεν κάνεις καλό στην υγεία σου! Όλος αυτός ο συνεχής εκνευρισμός θα επηρεάσει την υγεία σου και θα αρχίσει να παρουσιάζει ψυχοσωματικά και άντε ηρέμησε μετά. Και θα φτάσει η στιγμή που τα ψυχοσωματικά σου θα καταλήξουν παθολογικά! Για αυτό χαλάρωσε, πάρε βαθιές ανάσες, κάνε ότι δεν συμβαίνει τίποτα, χαμένος δε θα βγεις, κλείσε τα μάτια και ταξίδεψε σε παράδεισους επίγειους, νερά να τρέχουν, πουλάκια να δημιουργούν την μουσική επένδυση του ονείρου και να δεις πόσο θα χαλαρώσεις, πόσο χαρούμενος θα νιώσεις!
– Ρε φίλε δεν μπορώ να το κάνω! Μου είναι αδύνατον! Δεν μπορώ, είναι πάνω από τις δυνάμεις μου, θα αντιδράσω,
– Ρε φίλε, μπορείς!
– Δεν μπορώ σου λέω, αν μπορέσω θα νιώσω λίγο ηλίθιος, λίγο από όλα, μη σου αραδιάσω τώρα όλα τα συνώνυμα του Μπαμπινιώτη!
– Ποιος είναι αυτός;
– Α, καλά, δεν τον ξέρεις;
– Όχι!
– Ένας, δεν τον ξέρεις, αλλά έγραψε ένα νεοελληνικό λεξικό!
– Και τι σχέση έχει αυτός με τη συζήτησή μας;
– Καμία!
– Τότε γιατί τον αναφέρεις;
– Ήταν μια άτυχη στιγμή! Έπεσα σε άσχετο!
– Ποιον άσχετο;
– Έναν, δεν το ξέρεις!
– Τον ένα δεν το ξέρω, τον άλλον δεν το ξέρω, τι σόι συζήτηση θα κάνουμε;
– Δεν θα κάνουμε! Από ό,τι βλέπω θα αερολογούμε!
– Δεν σε καταλαβαίνω!
– Κι εγώ! Και να δεις ότι όλα αυτά που συζητάμε θα πάνε χαμένα.
– Γιατί;
– Γιατί, άλλα θα σου λέω, άλλα θα μου λες, αλλιώς θα αντιδράσεις εσύ, αλλιώς θα αντιδράσω εγώ, αλλιώς θα τα λάβεις εσύ, αλλιώς, θα τα λάβω εγώ, και …χαιρέτα μου τον πλάτανο!
– Μπα, δεν νομίζω να ανέβω στο χωριό! Έχει κρύο μου λένε, άσε να ζεστάνει λίγο ο καιρός!
– Βρε διάβολε, βρε παλιοχαμένε!
– Α! Όλα κι όλα! Να προσέχεις τι λες!
– Μου φαίνεται ότι ήρθε η στιγμή να εισέλθω σε κάποιο επίγειο παράδεισο! Αλλιώς δεν με βλέπω καλά!
– Τι σου έλεγα; Στα λόγια μου έρχεσαι!
Ουδέν Σχόλιον! – Γράφει ο Βασίλης Μόσχης