– Πόσα θα δουν ακόμη τα ματάκια μας;
– Τι είδες πάλι; Ποιος σε πείραξε;
– Όλοι και όλα, το κάθε τι! Χτύπησε το 112 χτες το απόγευμα και τρέχω να το πάρω να το διαβάσω, βροχές, καταιγίδες, φυλαχτείτε! Πόσο πια ακόμη;
– Τα βάζεις και με το Θεό τώρα;
– Τι θες να πεις; Ο Θεός λέει τι να κάνω σήμερα, τι να κάνω σήμερα, ας ρίξω μερικές καταιγίδες κατά Θεσσαλία μεριά, ωραία περάσαμε την άλλη φορά, διασκεδάσαμε, πλάκα θα έχει να το επαναλάβουμε! Να δούμε τοι θα γίνει! Έλεος πια!
– Η κουβέντα το λέει μωρέ!
– Η κουβέντα το λέει, δεν το λέει, κοίτα να δούμε τι θα κάνουμε, γιατί από δω και πέρα θα ζούμε με το φόβο!
-Τι φόβο;
– Όλο και για κάτι θα φοβόμαστε! Τουλάχιστον, θυμήσου την τελευταία δεκαετία, άντε και λίγο παραπάνω! Και αν το καλοσκεφτείς, δεκαετίες ολόκληρες ο Έλληνας ζούσε υπό τη σκιά της αγωνίας για κάτι καλύτερο, άγχος για το φαγητό, για το κεραμίδι, για τους φόρους, για τις αυξήσεις στο μισθό, και όλο πάει πιο μακριά! Οπότε ήρθε κάποια στιγμή όπου άνθισε το όνειρο, κάτι πήγε να γίνει, κάτι πήγε να γεμίσει η τσέπη, να ρέει το αλκοόλ πάνω στο τραπέζι με τα γαρύφαλλα, κάτι μέχρι το πρωί να ξημερώσει ο ήλιος για να πάμε στη δουλειά! Ααααα, ωραία χρόνια, όπως έλεγε και η αγαπημένη μας Λυδία, Φωτοπούλου!
– Ωραία χρόνια τότε ε;
– Και ξαφνικά, αχ ξαφνικά άρχισε να τρέμει το πάτωμα, γκρέμισαν οι τοίχοι, και τρέχαμε πανταχόθεν να σωθούμε, τι να σωθείς δηλαδή, ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται και βουλιάζει ακόμη πιο βαθιά!
– Α! Το ζήσαμε κι αυτό!
– Και μετά, όλα προσπαθούν να γεννηθούν από την αρχή! Ακούς; Ακούω να λες! Τι να τακτοποιήσεις μέσα στο χάος; Σέρνεσαι! Βοήθεια, μας την έπεσαν, είμαστε!
– Ναι, ρε έτσι ακριβώς!
– Τώρα είμαστε πια νεόπτωχοι, συνεχίζουμε να είμαστε νεόπτωχοι μέχρι να παλιώσουμε και γίνουμε παλιόπτωχοι!
– Ναι ρε!
– Φίλε, το παραμύθι τελείωσε και δεν το καταλάβαμε! Κι εμείς, ματαίως, περιμένουμε το έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Ουδέν Σχόλιον! – Γράφει ο Βασίλης Μόσχης