Ακολουθούσε πιστά το πρόγραμμα που εφάρμοζαν οι γιατροί του Νοσοκομείου Κατερίνης, χωρίς καμιά παρέκκλιση.
Καθημερινό ωράριο, εφημερίες, διανυκτερεύσεις.
Ξενυχτούσε πλάι στους ασθενείς του, τους επισκεπτόταν στη διάρκεια της νύχτας, εξέταζε, μελετούσε την κατάστασή τους, συνιστούσε ανανεωμένη θεραπεία, αν χρειαζόταν, κρατούσε την προηγούμενη αλλιώς.
Τον ρωτούσαν, απαντούσε σε όλους, εξηγούσε, χωρίς καμιά διάκριση.
Ήμερος, μειλίχιος, με σιγανή φωνή, έδινε το στίγμα της κατάστασής τους, με τον τρόπο του δεν επέτρεπε σε κανέναν να θεωρήσει ότι συμπεριφέρεται ασκώντας διακρίσεις, αφήνει κάποιους στο περιθώριο.
Βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα κι αυτός και όλοι, ιατρικό προσωπικό, νοσηλευτικό, άνθρωποι του τόπου, όλη η ανθρωπότητα.
Την εποχή του κορωνοϊού, τότε που έτρεμαν όλοι, φοβόντουσαν οποιαδήποτε επαφή, η επικοινωνία είχε γίνει πολύ δύσκολη, έως ανύπαρκτη, το παραμικρό προκαλούσε υπόνοιες για δυσάρεστες επιπλοκές, ο κόσμος βρισκόταν σε αμηχανία, κάποιες φορές έφτανε στα όρια της απελπισίας.
Φόβος πλανιόταν στον αέρα, αγωνία περί του πρακτέου, πού θα οδηγήσουν όλα τούτα.
Εγκλεισμός στα σπίτια, σχετική ελευθερία, εγκλεισμός πάλι, άνοιγμα όλων εκ νέου, όλοι τα θυμούνται, άλλοι τα έζησαν πολύ έντονα, κάποιοι λιγότερο.
Άνθρωποι πόνεσαν, άνθρωποι έφυγαν, οι ζωές πολλών άλλαξαν δραματικά, το ερώτημα ήταν πόσο θα επηρεασθεί ο καθένας, σε ποιο βαθμό θα τα νιώσει όλα τούτα που βίωνε.
Κάποιοι τα έζησαν πολύ πιο έντονα, βρίσκονταν οι ίδιοι στην καρδιά των γεγονότων, όντας στο κέντρο των εξελίξεων προσπαθούσαν να βοηθήσουν όσο μπορούσαν και να λυτρώσουν το συνάνθρωπο από τον πόνο και την αγωνία.
Αυτός, ως διευθυντής της αντίστοιχης κλινικής του Νοσοκομείου Κατερίνης, βίωνε τα πάντα σε μεγάλη ένταση, εφόσον για πάρα πολλούς ανθρώπους ήταν το καταφύγιο, το αποκούμπι μες την απελπισία τους.
Έδινε τις μάχες του σε καθημερινή βάση, αγωνιζόταν να βρει λύσεις για όλους, στο μέτρο του δυνατού και στο βαθμό που επέτρεπαν οι δυνατότητες της ευρύτερης κοινωκοοικονομικής πραγματικότητας, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί τα τελευταία έτη στη χώρα.
Αυτή η πραγματικότητα επηρεάζει τους πάντες, αυτός είναι ο κανόνας, κανείς δεν εξαιρείται.
Εκείνος πάντα αγωνιζόταν.
Ξαγρυπνούσε στις διανυκτερεύσεις, περνούσε τακτικά από τους θαλάμους των ασθενών, προσπαθούσε να βρει στον καθένα σημάδια βελτίωσης, ώστε να έχει τη δυνατότητα να τον στείλει στο σπίτι, να βρει την ηρεμία του και να συνεχίσει τη ζωή του.
Είχε την ευθύνη για πολλούς ανθρώπους, όλοι κρέμονταν από τα χείλη του, τι θα τους πει, ποια γνώμη θα εκφράσει για την υγεία του.
Με μια διαφορά.
Εκείνος ζούσε το δικό του πρόβλημα υγείας.
Κανείς δεν το ήξερε, όλοι τον ρωτούσαν για τον εαυτό τους, αγνοούσαν οι πάντες τι περνούσε ο ίδιος.
Είχε την ασθένεια, όλοι αντιλαμβανόμαστε ποια ασθένεια.
Δεν ανέφερε το παραμικρό, μόνο φρόντιζε τους άλλους.
Δεν κρύφτηκε πίσω από αυτήν την ασθένεια, να σταματήσει την προσφορά των υπηρεσιών του, να εργασθεί κάπου λιγότερο, δεν τη χρησιμοποίησε ως πρόσχημα να κάνει διακοπή εργασίας.
Αντίθετα εργαζόταν πάντα εντατικά και με διάθεση προσφοράς για όλους.
Μέχρι το τέλος.
Γράφει ο Γιάννης Παπαγεωργίου, φιλόλογος.
………………
Συμπληρώθηκαν ένας χρόνος και ένα κάτι παραπάνω από τότε που ο γιατρός Θεόδωρος Γκέκας έφυγε από τη ζωή.
Ως το τέλος προσέφερε τις υπηρεσίες του στον άνθρωπο και στον ασθενή.
Ένας λαμπρός άνθρωπος της Πιερίας.