Ένα καλοκαίρι δεν έγραψα τίποτα. Λέξη. Σφυγμός οι στιγμές, σε χρόνο που δεν μπόρεσα ποτέ να προχωρήσω. Και λυπάμαι. Λυπάμαι για τόσα πολλά και τόσο βαθιά, που πολλές φορές δεν μπορώ καν να παραμείνω στην επιφάνεια. Από την άλλη, συνήθως, επιβεβαιώνομαι οικτρά. Διαπιστώνω κάθε μέρα ότι δεν μάθαμε τίποτα από την κρίση. Οι συζητήσεις μας είναι για τα σκουπίδια. Ανθρωπόμορφα σκουπιδοδοχεία ανοίγουν το στόμα και εκσφενδονίζουν απορρίμματα όλων των ειδών, και για κάθε χρήση. Επιτέλους, λίγη σοβαρότητα.
Το επιβάλλουν οι εξελίξεις. Θέλω μέσα από αυτό εδώ το κείμενο να δηλώσω ότι η πλατφόρμα του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που σέβεται τον εαυτό της, αν υπάρχει ακόμα, θα πρέπει άμεσα να συναποτελέσει έναν ισχυρό συνασπισμό δυνάμεων της αριστεράς, ίδιο τουλάχιστον με εκείνον που συντήρησε για σειρά ετών τον γνωστό σε όλους “Συνασπισμό”, δηλαδή τον προμνημονιακό ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Αυτό προϋποθέτει το πολιτικό κόστος όσων αποφασίσουν να αποχωρήσουν.
Είναι ηλίου φαεινότερον ότι κάποιοι πληρώνουν σήμερα τις επιλογές που έκαναν το 2015, και σωστά, όπως επίσης είναι κάτι περισσότερο από προφανές ότι το σύστημα έχει ήδη κάνει την επιλογή του για το πρόσωπο που επιθυμεί στην προεδρία του κόμματος, και ως εκ τούτου στην αντιπολίτευση. Κουτόχορτο δεν τρώμε, όσο και αν είναι άδειο το ψυγείο μας, εξαιτίας χιλιάδων λαμογιών- γι’ αυτό και αναφέρομαι στο θέμα αυτό. Όταν από την μια μέρα στην άλλη σε παίζουν όλα τα ΜΜΕ, αυτά που μέχρι πρότινος καταφέρονταν σκυλιασμένα εναντίον σου, ας μην νομίζουν κάποιοι ότι μπορούν να μας πείσουν για την πολιτική τους ανωτερότητα.
Κι όπως και να ‘χει, όταν χάνεις, κάθεσαι στ’ αυγά σου και τρως την ήττα σου. Δεν σηκώνεσαι και φεύγεις. Ένα από τα πιο σωστά πράγματα που ειπώθηκαν στην προεκλογική περίοδο του περασμένου Μαΐου, πάντοτε κατά την γνώμη μου, προήλθε από τα χείλη της Ζωής Κωνσταντοπούλου, η οποία χαρακτήρισε τον Αλέξη Τσίπρα, σε ραδιοφωνική της συνέντευξη (αναζητήστε την στα social media που καίγεστε όλη μέρα), ως “πολιτικό απατεώνα” (το κακό είναι ότι το είπε για να καρπωθεί προσωπικά οφέλη, αλλά είναι αλήθεια).
Αυτός υπέγραψε Μνημόνιο, αυτός αθέτησε την λαϊκή ετυμηγορία του δημοψηφίσματος, αυτός συνεργάστηκε με τους ΑΝ.ΕΛ., αυτός δεν έκανε καμία αντιπολίτευση στον Κυριάκο Μητσοτάκη και ήταν αυτός που έφυγε νύχτα.
Δεν είναι τυχαίο που οι πιο στενοί του συνεργάτες, όπως ο έτερος πολιτικός απατεώνας, Νίκος Παππάς, έχουν πάρει θέση για το πρόσωπο που θα στηρίξουν στον δεύτερο γύρο των εσωκομματικών εκλογών. Ο Τσίπρας θα είναι πίσω από τον νέο πρόεδρο του κόμματος, και αντίστροφα νέος πρόεδρος του κόμματος θα ανακηρυχθεί όποιος έχει την υποστήριξη του πρώην πρωθυπουργού.
Καμιά φορά κλείνω τα μάτια και βλέπω θάλασσες. Σκόρπιες αναμνήσεις σε γυαλί που ράγισε πάνω στο γαλάζιο. Μου λείπουν όσοι αγάπησα. Λείπω από όσα με αγάπησαν. Σκέφτομαι όλα αυτά τα χρόνια που πήγανε χαμένα- και τρελαίνομαι. Σκέφτομαι όλα αυτά τα παιδιά που δεν γύρισαν ποτέ στο σπίτι, γιατί ένας ασυνείδητος μπήκε στο αυτοκίνητο με στόχο να σκορπίσει τον θάνατο.
Αστυνομία πουθενά όταν την χρειάζεσαι. Αλλά πάντα επί το έργο, όταν πρόκειται να ξυλοφορτώσει κόσμο. Πεζοδρόμια κατειλημμένα από πανάκριβες αμαξάρες νεόπλουτων σκατόφλωρων, που ξύνουν την μύτη τους, όση ώρα περιμένουν τον πράσινο σηματοδότη να τους οδηγήσει στο επόμενο θύμα τους.
Κι όταν τελικά γυρνάω στο σπίτι, πρέπει με κάποιον τρόπο μαγικό να τα ξεχάσω όλα αυτά και άλλα πολλά, αν θέλω να καθίσω κάτω και να γράψω. Αλλά για να γράψω, πρέπει πρώτα να συγκεντρωθώ. Πρέπει να σε καταλαβαίνει ο περίγυρος και να σέβεται όχι ότι γράφεις, αλλά ότι έχεις δικαίωμα στον λογισμό και τ’ όνειρο. Πού; Στην Ελλάδα. Σ’ αυτήν την πανέμορφη χώρα με τους χιλιάδες μασκαράδες.
Κι έτσι, κατέληγα κάθε βράδυ να προσπαθώ ν’ αφουγκραστώ τουλάχιστον τα δεκάδες τζιτζίκια, μια μουσική πανδαισία, στην οποία χάνεσαι άνετα και χωρίς καθόλου τύψεις. Και, δυστυχώς, κάποια βράδια πίνω. Είναι αλήθεια. Είναι ο μοναδικός τρόπος να αποδράσω από την παγίδα της υπονόμευσης της ίδιας της ζωής μου. Δεν μεθώ. Απλά βρίσκω τον τρόπο να απομονώσω την σκέψη μου σε όσα αξίζουν (που δεν είναι καθόλου λίγα).
Πολλά τέτοια βράδια πήρα αποφάσεις. Την επόμενη μέρα βέβαια δεν άλλαξε ο κόσμος, αλλά εγώ ήμουν πιο έτοιμος να τον αντιμετωπίσω. Και κάπως έτσι, σε κάποιους δρόμους που ανεβαίνω, βλέπω τον εαυτό μου να κατεβαίνει από άλλες εποχές. Με το κεφάλι σκυμμένο, λίγο φοβισμένος, λίγο επηρμένος. Πολύ νέος όμως, και σε κάποια φάση ειλικρινά ερωτευμένος. Το σίγουρο είναι ότι ποτέ δεν είχα φανταστεί πως μια μέρα θα γράφω κάποια μικρά κείμενα, που θα τα διαβάζουν μεγάλοι άνθρωποι και θα επηρεάζουν μικρομεσαίες συνειδήσεις.
Ξαφνικά θυμάμαι να χιονίζει, κι εγώ μέσα στο κάδρο ενός χειμώνα ταΐζω τα σπουργίτια. Είναι μια από τις εικόνες της παιδικής μου ηλικίας που έρχεται και ξανάρχεται στο μυαλό μου. Είμαι στην αυλή ενός σπιτιού που δεν υπάρχει πια, παρά μονάχα στο βάθος μιας βυθισμένης καρδιάς σε παγωμένα από την προσμονή πελάγη. Αλλά ποιός νοιάζεται γι’ αυτά; Όλοι τρέχουν.
Γλεντάνε. Πηγαίνουν διακοπές διακόπτοντας τις μόνιμες διακοπές του εγκεφάλου τους. Εμένα αυτό που με απασχολεί είναι ότι μια μέρα, μετά από χρόνια και εφόσον ζω, δεν θα έχω σχεδόν τίποτα να διηγηθώ στα παιδιά μου.
Η ζωή στην Ελλάδα από το 2010 και μετά είναι ένας μόνιμος Σεπτέμβρης ανάμεσα σε ποδοπατημένα φύλλα ονείρων, ανακατεμένα με λάσπη από δάκρυ και μισοπεθαμένα σκουλήκια.
του Αρκτούρου