Στην εφημερίδα «Ολύμπιο Βήμα» συναντούμε τη συγγραφέα Στέλλα Καλλέ, που με το βιβλίο της «Το σ’ αγαπώ που δεν είπα» από τις εκδόσεις Έξη φέρνει στο φως τις ζωές γυναικών που μεγάλωσαν με λιγότερη αγάπη και περισσότερες σιωπές. Η ιστορία της Αθηνάς, μιας γυναίκας που έμαθε από παιδί να ζει χωρίς αποδοχή, να νιώθει το βάρος των επιλογών της και να παλεύει με την απουσία και τον πόνο, ανοίγει συζήτηση για τα τραύματα που περνούν από γενιά σε γενιά, για τη δύναμη της συγχώρεσης και την ανάγκη να ειπωθούν τα λόγια που ποτέ δεν βρήκαν φωνή.
Συνέντευξη στη Νεκταρία Βαρσαμή-Πουλτσίδη
Κυρία Καλλέ, το «Το σ’ αγαπώ που δεν είπα» είναι ένα μυθιστόρημα που ξεκινά από τη στέρηση της αγάπης και εξερευνά τη σιωπή που κουβαλούν πολλοί άνθρωποι στη ζωή τους. Ποια προσωπική σας ανησυχία ή εμπειρία αποτέλεσε την αφετηρία για αυτή την ιστορία; Είχατε στο μυαλό σας κάποια πραγματική ηρωίδα;
Στ. Καλ: Πιστεύω ότι όλοι μας έχουμε ένα ανείπωτο «σ’ αγαπώ» στη ζωή μας που στέκει ως απωθημένο. Ένα συναίσθημα που κρύψαμε ή δεν θέλαμε να παραδεχτούμε, έναν άνθρωπο που πληγώσαμε ή αδικήσαμε. Αυτή ήταν η αφετηρία του βιβλίου, το οποίο αφηγείται μια καθόλα αληθινή ιστορία. Η Αθηνά, η ηρωίδα μου, είναι υπαρκτό πρόσωπο, όπως και τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας.
Η ηρωίδα σας, η Αθηνά, μεγάλωσε μέσα στην απόρριψη, γνώρισε τον γάμο και τη μητρότητα χωρίς να μάθει τι σημαίνει να αγαπάς ή να σε αγαπούν. Πόσο πιστεύετε ότι καθορίζουν τα παιδικά βιώματα τη μετέπειτα ζωή και τις επιλογές ενός ανθρώπου; Αν είχε λάβει περισσότερη αγάπη ή κατανόηση ως παιδί, πώς φαντάζεστε ότι θα είχε αλλάξει η διαδρομή της;
Στ. Καλ: Οι ειδικοί λένε ότι τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής ενός ατόμου είναι τα πιο βασικά για την ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη κι ότι το σημείο αναφοράς κάθε παιδιού είναι ο φροντιστής του, δηλαδή στις περισσότερες περιπτώσεις η μητέρα του. Η Αθηνά μεγάλωσε σε ένα ιδιαίτερα στερητικό από κάθε άποψη περιβάλλον και με βάση αυτό διαμόρφωσε τις σχέσεις της και την αλληλεπίδρασή της με τους άλλους ανθρώπους. Αν δεχτούμε ότι ένας βασικός νόμος των σχέσεων είναι ότι αν πάρεις αγάπη, δίνεις αγάπη, τότε καταλαβαίνουμε ότι η Αθηνά νιώθοντας την απόρριψη από τα γεννοφάσκια της ούτε πήρε αγάπη, ούτε μπόρεσε να δώσει. Το τραύμα της ήταν μεγάλο κι αυτό σίγουρα επιτάθηκε με τον ανάρμοστο γάμο της. Θεωρώ πιθανό να ήταν ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος αν είχε μεγαλώσει με περισσότερη φροντίδα και ουσιαστικό νοιάξιμο.
Στο «Το σ’ αγαπώ που δεν είπα» σας κυριαρχεί η σιωπή των συναισθημάτων και τα ανείπωτα λόγια. Πώς βλέπετε εσείς τον ρόλο του «ανείπωτου» στις ανθρώπινες σχέσεις σήμερα; Πιστεύετε ότι τα «σ’ αγαπώ» που δεν ειπώθηκαν κληροδοτούνται στις επόμενες γενιές;
Στ. Καλ: Πόσες φορές έχουμε σιωπήσει καταπιέζοντας αυτό που νιώθουμε ή αυτό που θέλουμε; Αν κρίνω από τον εαυτό μου, πολλές. Άλλοτε από φόβο, άλλοτε από ενοχή ή ντροπή. Μας έχουν μάθει ότι είναι προτιμότερο να είμαστε αρεστοί παρά ειλικρινείς ή αυθόρμητοι. Έτσι, χιλιάδες σχέσεις βασίζονται στη σιωπή, χιλιάδες λέξεις βρίσκουν καταφύγιο μέσα μας κι όχι διέξοδο προς τα έξω.
Ποια σκηνή ή στιγμή της στο «Το σ’ αγαπώ που δεν είπα» θεωρείτε πιο καθοριστική για την εσωτερική σύγκρουση και τη μοναξιά της Αθηνάς; Υπάρχει κάποια σκηνή που σας στοίχειωσε ή σας δυσκόλεψε περισσότερο κατά τη συγγραφή;
Στ. Καλ: Για μένα είναι η στιγμή που η μητέρα της της επιβάλλει έναν άντρα που κάθε άλλο παρά τρυφερός είναι μαζί της. Που θέλει απλώς να τη δώσει, να την ξεφορτωθεί και δεν την ενδιαφέρει αν η κόρη της περνά καλά, πονά ή υποφέρει. Σε πολλά σημεία λύγισα γράφοντας το βιβλίο, σε πολλά σημεία κλαίω ακόμη και τώρα που το διαβάζω ξανά. Η ηρωίδα μου είναι μια γυναίκα που πέφτει, που κάνει λάθη, που ξεπερνά τον εαυτό της, όπως όλοι μας.
Η πορεία της Αθηνάς περνά από τόπους, από τον Έβρο και τη Λαμία, μέχρι τη Στουτγκάρδη και την Αλεξανδρούπολη. Τι ρόλο παίζει το φαινόμενο της μετανάστευσης και της διάσπασης της οικογένειας στο μυθιστόρημά σας; Θεωρείτε ότι ακόμη και σήμερα τα παιδιά μεγαλώνουν με αντίστοιχες πληγές;
Στ. Καλ: Η μετανάστευση προς τη Γερμανία τις δεκαετίες του ’60 και ’70 ήταν μια μεγάλη πληγή για την Ελλάδα, κυρίως δε για τη Βόρεια Ελλάδα που μετά τον εμφύλιο βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση. Η ηρωίδα του βιβλίου ακολουθεί κι αυτή τη μοίρα χιλιάδων γυναικών που πάνε να δουλέψουν μόνες τους, μακριά από την οικογένειά τους στα εργοστάσια της Γερμανίας. Οι περισσότερες από αυτές αφήνουν πίσω τα παιδιά τους σε κοντινούς συγγενείς θέλοντας να εξασφαλίσουν για όλη την οικογένεια μια καλύτερη τύχη. Σε όλα τα χωριά της Β. Ελλάδας μεγαλώνουν παιδιά χωρίς τη φυσική παρουσία των γονιών τους, χωρίς την καθημερινή τους φροντίδα, μερικές φορές υπάρχουν οικογένειες που δεν ενώνονται ποτέ. Σήμερα, υπάρχει στην ψυχολογία ξεχωριστός τομέας που μελετά το τραύμα των παιδιών που έμειναν πίσω, που στερήθηκαν τη μητρική αγκαλιά και παρουσία. Νομίζω ότι αυτό από μόνο του τα λέει όλα.
«Το σ’ αγαπώ που δεν είπα» δεν επιδιώκει να κατηγορήσει, αλλά να κατανοήσει και –ίσως- να συγχωρήσει. Πιστεύετε στη δύναμη της συγχώρεσης, ακόμη κι όταν ο χρόνος μοιάζει να έχει χαθεί; Υπήρξε στιγμή στη ζωή σας που το «συγγνώμη» είχε βαρύτητα μεγαλύτερη από το «σ’ αγαπώ»;
Στ. Καλ: Δεν υπάρχει αγάπη χωρίς συγχώρεση, υπάρχει; Συγχώρεση σημαίνει να αφήσεις χώρο στην καρδιά σου για κάποιον άλλον, να υπερβείς το στενό πλαίσιο του εγωισμού σου. Πολλές πληγές δεν κλείνουν με ένα «σ’ αγαπώ», αλλά σίγουρα κλείνουν με μια συγγνώμη.
Αν μπορούσατε να συνοψίσετε όλο το μήνυμα του βιβλίου σας σε μία φράση, ποια θα ήταν αυτή; Υπάρχει κάποιο «σ’ αγαπώ» που δεν είπατε εσείς η ίδια και το κουβαλάτε ακόμη;
Στ. Καλ: Θα σας απαντήσω με λίγα λόγια από τον επίλογο του βιβλίου που εκφράζουν και τη δική μου θέαση στον κόσμο: «Με τύφλωσε ο εγωισμός μου και ξέχασα πως η ζωή μας καθημερινά από μια κλωστή κρέμεται. Μια κλωστή που πότε τεντώνει και πότε μαζεύει. Όταν τεντώνει, ισορροπούμε με δυσκολία και φοβόμαστε μην πέσουμε. Κι όταν μαζεύει, προστατευόμαστε».




























