Γράφει ο Χρήστος Γκουγκουρέλας – Δικηγόρος
Σε μια Οικονομία, πολλώ δε μάλλον σε μια δοκιμαζόμενη ή φυλλορροούσα φάση της οικονομικής δράσης, οι επενδύσεις συνιστούν sine qua non προϋπόθεση για την προώθηση ή και ανασύνταξη της παραγωγής, καθώς και για την μέσω της ενδυνάμωσης της ρευστότητας στήριξη της επιχειρηματικότητας, της απασχόλησης αλλά και της ζήτησης (demand). Συνεπώς, αποτελούν καίριο στόχο του στρατηγικού προσανατολισμού των χωρών, και δη αυτών που λειτουργούν στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού.
Στις αρχές του 2013 στη Μάλτα, κράτος μέλος της ΕΕ μόλις από το 2004, εξέλεξαν νέα Κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον τότε 39χρονο Joseph Muscat. Πριν καν αλλάξει η χρονιά, ο τελευταίος ανακοίνωσε δημοσίως ένα άκρως φιλόδοξο πρόγραμμα προσέλκυσης επενδύσεων (Individual Investor Programme), στα πρότυπα της διεθνώς αποκαλούμενης πρακτικής ‘‘fast track’’, βάσει του οποίου, σε συνδυασμό με τις ανάλογες τροποποιήσεις στον μαλτέζικο Κώδικα Ιθαγένειας, παραχωρούνταν η υπηκοότητα (citizenship) της χώρας σε πιθανούς επενδυτές, που θα συγκέντρωναν στο πρόσωπο τους ορισμένα χαρακτηριστικά (standards), χωρίς να απαιτoύνταν καν τοπικός δεσμός με τη Μάλτα, χωρίς δηλαδή αυτοί να έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους στο έδαφος της χώρας.
Με τη διαδικασία της πολιτογράφησης (naturalization) θα αποκτούσαν την ιθαγένεια του κράτους όποιοι προέβαιναν σε επένδυση ή δωρεά προς το κράτος ύψους 650.000 ευρώ και επιπρόσθετα κατέβαλαν 25.000 ευρώ για τις συζύγους και κάθε ανήλικο τέκνο και επιπλέον 50.000 ευρώ για εξαρτώμενους γονείς, ηλικίας άνω των 55 ετών, και για άγαμα τέκνα ηλικίας από 18 μέχρι 25 ετών. Το πρόγραμμα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Muscat, θα έφερνε στην Μάλτα 30 εκατ. ευρώ το χρόνο.
H αντίδραση των ευρωπαϊκών θεσμικών Αρχών, ενώπιον του κινδύνου να εγκολπωθεί εντός της ενωσιακής επικράτειας ένα ιδιώνυμο σύστημα ‘‘εμπορικοποίησης της ευρωπαϊκής ιθαγένειας’’ (selling nationality programme), όπως την τελευταία ορίζουν τα άρθρα 9 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και 20 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ, ήταν άμεση και οι αιτιάσεις πολλές. Τα ονόματα των ‘‘πολιτογραφημένων’’ Μαλτέζων δεν θα δημοσιεύονταν καν στο αντίστοιχο ΦΕΚ, δεν υπήρχε πρόβλεψη για πλαφόν ‘‘πολιτογραφήσεων’’ κατ’ έτος και το κυριότερο δεν εγκαθιδρύονταν κάποιος, έστω στοιχειώδης, μηχανισμός ελέγχου της προέλευσης των κεφαλαίων που θα έφερναν στη χώρα οι επενδυτές.
Τον Ιανουάριο του 2014 το θέμα συζητήθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και με αυτό ασχολήθηκε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τα πράγματα δεν ήταν απλά καθ’ ό,τι πέρα από την έγνοια της αποφυγής νοηματικής στρέβλωσης και ανεπίτρεπτης νομικής διασταλτικότητας της έννοιας της ‘‘ευρωπαϊκής ιθαγένειας’’, η προβληματική επεκτεινόταν σε εξαιρετικά ευαίσθητα και απολύτως κρίσιμα ζητήματα, καθώς αφ’ ης στιγμής κάποιος θεωρείται πολίτης κράτους-μέλους (κ-μ), άρα και ‘‘ευρωπαίος πολίτης’’, έχει δικαίωμα να συμμετέχει ολοκληρωτικά στο ενωσιακό γίγνεσθαι σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο και κυρίως να απολαμβάνει πλήρως τις 4 ελευθερίες επί των οποίων δομείται η Ένωση, ήτοι αυτές της ελεύθερης κυκλοφορίας εντός αυτής των ανθρώπων, των αγαθών, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων. Προπαντός, ετίθετο θέμα αλληλεγγύης και αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κ-μ και τήρησης του κοινοτικού κεκτημένου.
H Μάλτα επιχειρηματολόγησε ότι, ούτως ή άλλως, βάσει και του Ενωσιακού Δικαίου, έχει απόλυτη δικαιοδοσία να ορίζει τα της ιθαγένειας εντός της δικής της επικράτειας και ότι η ‘‘ευρωπαϊκή ιθαγένεια’’ είναι συμπληρωματική αυτής που έχουν οι πολίτες των κ-μ. Και το κυριότερο: δεν ήταν αυτή η πρώτη που ακολουθούσε τέτοιες ‘‘αντιλήψεις’’ και ‘‘πρακτικές’’. Λίγους μήνες πριν, η Κύπρος είχε υιοθετήσει ένα παρόμοιο πρόγραμμα, ‘‘χορηγώντας’’ την κυπριακή ιθαγένεια σε επενδυτές που θα τοποθετούσαν 2 εκατ. ευρώ σε κυπριακά ομόλογα, θα προέβαιναν σε δωρεά 500.000 ευρώ στο Κυπριακό ίδρυμα έρευνας και τεχνολογίας ή θα πραγματοποιούσαν επένδυση ύψους 5 εκατ. ευρώ στο κυπριακό έδαφος. Σε ανάλογες κινήσεις είχε προβεί η Βουλγαρία (η οποία ‘‘απαιτεί’’ επενδύσεις’’ της τάξης μόνο των 500.000 ευρώ), ενώ το αρ. 10§6 του Αυστριακού Κώδικα Ιθαγένειας επί της ουσίας κατοχύρωνε αντίστοιχη δυνατότητα με αυτήν που ‘‘παρείχε’’ η Μάλτα, η δε ‘‘πρώτη διδάξασα’’ Ιρλανδία ‘‘δέχθηκε’’ ακολουθώντας την ίδια μεθοδολογία, από το 1989 έως το 1998, πάνω από 100 εκατ. λίρες σε επενδύσεις.
Εν τέλει, μετά την ενδοσυνεννόηση (resolution) με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, η Μάλτα ανέβασε το άνω όριο των 650.00 ευρώ σε 1,15 εκ. ευρώ, απαίτησε συνεπικουρικώς ‘‘επένδυση’’ 150.000 ευρώ σε ομόλογα της με διάρκεια για τουλάχιστον μια πενταετία και ‘‘επένδυση’’ σε ακίνητη περιουσία (property investment) ύψους 350.000 ευρώ. Ασπάστηκε plafond στις πολιτογραφήσεις (μέχρι 1.800 κατ’ έτος) και δημιούργησε ένα Δημόσιο Ταμείο (Public Fund), στο οποίο θα διετίθετο το 70% των εσόδων από τη διαδικασία χορήγησης ιθαγένειας για να ‘‘επανεπενδυθούν’’ αυτά στους τομείς της Υγείας, Παιδείας, Έρευνας και Καινοτομίας. Και ‘‘συνθηκολόγησε’’ ενσωματώνοντας στο Δίκαιο της και πρόβλεψη για 12μηνη τουλάχιστον διαμονή στο έδαφος της πριν την απόκτηση της ιθαγένειας.
Πληροφοριακά, η Ελλάδα με την ισχύουσα ρύθμιση του Ν. 4251/2014 (αρ. 20 Β, όπως αυτός τροποποίησε τον Ν. 4146/2013) παρέχει σε όσους επενδύσουν στη χώρα, δια της αγοράς ακινήτου αξίας τουλάχιστον 250.000 ευρώ, διευρυμένο χρονικά (επί 5ετία) δικαίωμα νόμιμης διαμονής, χωρίς βέβαια να ασχολείται με ζητήματα ‘‘παραχώρησης ελληνικής ιθαγένειας σε επενδυτές’’.
Όλα τα παραπάνω, λοιπόν, αποκαλύπτουν ότι στο σύγχρονο Κόσμο η προσέλκυση επενδύσεων έχει καταστεί για τα κράτη εξαιρετικά ζωτικής σημασίας διότι είναι καθοριστικός κινητήριος μοχλός της Οικονομίας. Μιας Οικονομίας που αν σχεδιάζεται και προορίζεται να είναι εξωστρεφής και ανταγωνιστική οφείλει από τη μια να βασίζεται στην παραγωγή και τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και στην εισροή κεφαλαίων εντός της χώρας, μέσω επενδύσεων, από την άλλη. Στο ‘‘παίγνιο’’ αυτό, ο ανταγωνισμός είναι σκληρός, πολλές φορές και αθέμιτος, γιατί οι κεφαλαιούχοι είναι επιλεκτικοί και ερευνούν πάντα για τις πιο ευέλικτες, αποδοτικές και προσοδοφόρες τοποθετήσεις χρημάτων, για τα πιο συμφέροντα πλαίσια μέσα στα οποία θα ενταχθεί και θα καρπίσει η επένδυση τους.
Βέβαια, το παράδειγμα της Μάλτας δεν είναι ακριβώς αυτό που θα μπορούσε κάποιος να ονοματίσει ως ‘‘παράδειγμα προς (απόλυτη) μίμηση’’. Η υπηκοότητα έχει να κάνει με το ius sanguinis και το ιus loci, σχετίζεται με τους δεσμούς ενός ανθρώπου με την οργανωμένη εθνική συλλογικότητα στην οποία εντάσσεται και τον ιδιαίτερο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό χαρακτήρα της τελευταίας. Είναι ο καθοριστικότερος παράγων ταυτολογικού προσδιορισμού μιας προσωπικότητας και συνιστά το μέσο δια του οποίου ένα συγκεκριμένο κράτος θεμελιώνει τη δύναμη επιρροής και την ιστορική του συνέχεια.
Καθίσταται αυτονόητα, συνεπώς, πολύ ενδιαφέρουσα η συζήτηση κατά πόσο στο βωμό της εισροής κεφαλαίων σε μια χώρα, αν αυτή είναι δυνατόν τόσο εύκολα να ‘‘απονέμει’’ την υπηκοότητα της με κατ’ αποκλειστικότητα ουσιώδες κριτήριο το χρήμα, και ειδικά λαμβανομένου υπόψη του δεδομένου ότι η ιθαγένεια συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο της εθνικής ύπαρξης και η εμπορευματοποίηση της δύναται να οδηγήσει σε φαινόμενα ‘‘αλλοίωσης’’ του σκληρού πυρήνα της εθνικής ταυτότητας.
Ωστόσο, η περίπτωση της Μάλτας, αν δεν είναι… παράδειγμα προς μίμηση, είναι σίγουρα ένα διδακτικό παράδειγμα, διότι καταδεικνύει μέχρι που είναι ικανά και μάλιστα αποτολμούν να φτάσουν ορισμένα κράτη προκειμένου να σταθεροποιήσουν και τονώσουν την Οικονομία τους μέσω των επενδύσεων. Η πάλαι ποτέ αυτονόητη μα τόσο κομβική έννοια της εθνικής κυριαρχίας, του πολιτειακού αυτοπροσδιορισμού και κρατικής αυτενέργειας περνά σήμερα μέσα από μια ‘‘στιβαρή και σταθερή Οικονομία’’, υλικό μέσο στήριξης και βελτιστοποίησης της οποίας είναι (και) οι επενδύσεις. Οι επενδύσεις, άλλωστε, συνδέονται άμεσα με την παραγωγή, με τις νέες θέσεις εργασίας, με την κινητικότητα των συντελεστών της παραγωγής (απαραίτητη για κράτη που συμμετέχουν σε νομισματικές ενώσεις, όπως είναι η ΟΝΕ) και επηρεάζουν συνεπαγωγικά ουσιωδέστατα και την πολιτική σταθερότητα αλλά και την κοινωνική συνοχή μιας χώρας.
Το παράδειγμα της Μάλτας, επομένως, είναι ‘‘ολοζώντανο’’ μπροστά μας για να μας πει πόσο σημαντικές είναι οι επενδύσεις και πόσο ‘‘διψούν’’ ορισμένες χώρες γι’ αυτές, για να μας καταδείξει πόσο σκληρός και απαιτητικός είναι ο σύγχρονος διαδιεθνικός οικονομικός ανταγωνισμός στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης Οικονομίας και της ταχύτατης ροής των κεφαλαίων και των χρηματοπιστωτικών προϊόντων, για να μας ‘‘φωτίσει’’ μέχρι ποιου σημείου είναι διατεθειμένοι κάποιοι να φτάσουν προκειμένου να γίνουν εξωστρεφείς και ανταγωνιστικοί. Κάποια ναυτικά μίλια ανατολικότερα, στην Ελλάδα, φτάνουν άραγε τέτοια μηνύματα (;;;) ή εδώ μας ενδιαφέρει μόνο η ‘‘ περήφανη διαπραγμάτευση’’ για την ανακατανομή της μιζέριας και, στην καλύτερη, για τη μετάθεση στο βραχυπρόθεσμο μέλλον των χρόνιων δομικών προβλημάτων και των οικονομικών αγκυλώσεων της κοντόθωρης κρατικοδίαιτης νόρμας και αντίληψης;;;
Κατερίνη, 12/4/2017
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ