Τα παγωτά πρωτοεμφανίστηκαν στην Κατερίνη το 1952 και τα πουλούσαν πλανόδιοι πωλητές από ένα βαθύ κυλινδρικό κάδο, ο οποίος είχε στο διπλό τοίχωμά του τριμμένο πάγο, για να διατηρεί χαμηλή θερμοκρασία.
Τον κάδο αυτό οι πλανόδιοι πωλητές είτε τον κουβαλούσαν στον ώμο, είτε πάνω σε ένα μικρό αυτοσχέδιο ξύλινο καροτσάκι με ρόδες.
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Αργότερα εμφανίστηκαν πλανόδιοι πωλητές, οι οποίοι πουλούσαν το παγωτό από μια ειδική μεγάλη ξύλινη κάσσα με πάγο, μέσα στην οποία ήταν ο κύλινδρος με το παγωτό. Από αυτήν την κάσσα πήρε το όνομά του και το κασάτο παγωτό. Την κάσσα αυτή την κουβαλούσαν πάνω σε ένα τρίκυκλο ποδήλατο, διαλαλώντας στο δρόμο με δυνατή φωνή:
- – Έλα, παγωτό…
- – Έλα να πάρεις παγωτό…
- – Κρέμα, σοκολάτα, καϊμάκι παγωτό…
Τα πρώτα παγωτά σερβίρονταν σε «χωνάκι» από γκοφρέτα.
Αργότερα και σε μορφή μικρού σάντουϊτς, πάλι από γκοφρέτα: Ο πωλητής κρατούσε με το ένα χέρι μια μεταλλική υποδοχή, που είχε μέγεθος λίγο μεγαλύτερο από ένα κουτί σπίρτων. Στον πάτο της υποδοχής έβαζε ένα φύλλο γκοφρέτας, κατόπιν έπαιρνε από τον κύλινδρο με ένα κουτάλι το παγωτό χύμα, γέμιζε τη μεταλλική υποδοχή, κι από πάνω έβαζε άλλο ένα φύλλο γκοφρέτα. Έτσι, έφτιαχνε ένα μικρό παγωτό-σάντουϊτς, που στοίχιζε μόνον μία δραχμή. Αυτό ήταν και το μοναδικό παγωτό.
Μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, ιδιαίτερα όσοι αρμάθιαζαν τα καπνά κάτω από τα καλαμένια ή λαμαρινένια τσαρδάκια, δροσίζονταν με το παγωτό αυτό. Οι γονείς μάλιστα, για να παρακινήσουν τα παιδιά να βοηθήσουν κι αυτά στο αρμάθιασμα του καπνού, υπόσχονταν ότι θα τους αγοράσουν παγωτό, εφ’ όσον τα παιδιά έφτιαχναν έναν ορισμένο αριθμό «ράμματα» (εάν, δηλαδή, περνούσαν στις κλωστές τα φύλλα του καπνού).
Το 1954 εμφανίστηκαν τα πρώτα έτοιμα παγωτά ΚΡΙΝΟΣ, κι αργότερα τα ΕΒΓΑ (Ελληνική Βιομηχανία Γάλακτος Αθηνών)..
Ελάχιστα σπίτια διέθεταν ηλεκτρικό ψυγείο. Οι περισσότεροι είχαν τις λεγόμενες παγωνιέρες, δηλαδή ξύλινα κουτιά, σε μέγεθος ψυγείου, τα οποία στο πάνω μέρος (εκεί όπου στα σημερινά ηλεκτρικά ψυγεία είναι η κατάψυξη) είχαν ένα χώρο για την τοποθέτηση πάγου. Τον πάγο τον πουλούσε στο δρόμο με κάρο ο παγοπώλης πριονίζοντας σε κομμάτια τις στενόμακρες παγοκολώνες.
Σήμερα το παγωτό μπορεί να το βρει κανείς παντού, στα ζαχαροπλαστεία, στα σούπερ μάρκετ, ακόμα και στα ψιλικατζίδικα και τα περίπτερα. Στην Κατερίνη, που οι κάτοικοί της εξακολουθούν να είναι πολύ μερακλήδες σε ό,τι τρώνε, υπάρχουν αμέτρητα ζαχαροπλαστεία, σε κάθε γωνία και γειτονιά, με μια απίθανη ποικιλία 20 ή και περισσότερων ειδών παγωτού.
Η κεντρική Πλατεία Ελευθερίας, και ο κεντρικός δρόμος Μεγάλου Αλεξάνδρου, που διασχίζει την πόλη (από την πλατεία μέχρι το σιντριβάνι) έχουν γίνει πεζόδρομος και είναι γεμάτοι υπαίθρια τραπεζάκια, στα οποία χειμώνα-καλοκαίρι σερβίρεται, εκτός από τα άλλα, και παγωτό, γαρνιρισμένο με μπισκότα, σαντιγί, φρούτα και σιρόπια, στολισμένο με σημαιούλες, ακόμα και με αναμμένη φλόγα ή μικρά πυροτεχνήματα.
Την εποχή εκείνη, όμως, δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Όποιος ήθελε να φάει παγωτό, περίμενε να περάσει από τη γειτονιά του ο πλανόδιος πωλητής, με το -μοναδικό- κασάτο παγωτό που πουλούσε.
Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι ενώ το παγωτό της εποχής εκείνης υστερούσε σε ποικιλία και ποσότητα, υπερτερούσε ασύγκριτα σε γεύση και νοστιμιά από τα σύγχρονα βιομηχανοποιημένα παγωτά.
Ήταν πραγματικά παγωτό, χειροποίητο και σπιτικό, και είχε μια υπέροχη γεύση, από αγνό γάλα αγελάδας ή προβάτων, από κοπάδια που έβοσκαν ελεύθερα στις πλαγιές του Ολύμπου και των Πιερίων, των ψηλών βουνών της περιοχής Κατερίνης.