Σε όλην την Ελλάδα λειτουργούσαν τότε 280 αίθουσες, κι από αυτές οι 90 στην Αθήνα, 9 πρώτης προβολής, 25 δεύτερης ή συνοικισμοί και 65 θερινοί). Δύο από αυτούς, το ΣΙΝΕΑΚ και το ΑΣΤΥ, πρόβαλλαν αποκλειστικά μόνο πολεμικά επίκαιρα στα ελληνικά και τα αγγλικά.
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κατερίνη, χρησιμοποιούσαν την δική τους μηχανή προβολής, για να έχουν και εικόνα και ήχο, επειδή η μηχανή του σινεμά λόγω φθοράς είχε μόνο εικόνα, δηλαδή κάτι όπως οι ταινίες βωβού κινηματογράφου. Τις προβολές εκείνες τις παρακολουθούσαν για ψυχαγωγία, κυρίως οι Γερμανοί στρατιώτες.
Η ουσιαστική λειτουργία σινεμά στην Κατερίνη ξεκίνησε το 1960 με την λειτουργία του ομώνυμου σινεμά του Ευκαρπίδη. Αντιγράφουμε μερικά πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία, που παραχώρησε σε συνέντευξη στον Γιάννη Χ. Ποικιλίδη ο ιδρυτής του, Βασίλης Ευκαρπίδης (cinemahellas.blogspot.com Ευκαρπιδη Η Ελλάδα στο σινεμά):
Οι εργασίες θεμελίωσής του κινηματογράφου Ευκαρπίδη ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1952 και η έγινε το 1955 με το Ασημένιο δισκοπότηρο, μια αμερικάνικη ταινία θρησκευτικού περιεχομένου που είχε πρωταγωνιστή τον Paul Newman. Τα έσοδα της ταινίας είχαν αποδέκτη τη μητρόπολη Κατερίνης. Μερικές από τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που έλαβαν χώρα σ’ αυτό το σινεμά ήταν η Συναυλία Καζαντζίδη – Μαρινέλλας, όπου έγινε το αδιαχώρητο από τον κόσμο. Επίσης συναυλίες Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, αλλά και παρουσίες όπως του Φωτόπουλου και Ηλιόπουλου. Επίσης Το Μεγάλο μας Τσίρκο με την Καρέζη και τον Καζάκο, αλλά και άλλοι όπως Λογοθετίδης, Σταυρίδης, Αυλωνίτης, Κωνσταντάρας, Βλαχοπούλο, Μάνος Κατράκης Η Βουγιουκλάκη με τον Παπαμιχαήλ πέρασαν πολλές φορές, όπως και όλα τα παλιά γνωστά ονόματα του θεάτρου και του κινηματογράφου..Ένα σημαντικό κομμάτι ήταν και τα παραδοσιακά (ποντιακά και θρακιώτικα) που ερχόντουσαν. Κάθε χρόνο είχαμε δυο-τρείς παραστάσεις, συνήθως Κυριακή πρωί και γινόταν το αδιαχώρητο. Στις περιοδείες τους τα θεατρικά μπουλούκια του ΄50 και του ΄60 ερχόντουσαν από Αθήνα και συνέχιζαν για την Βέροια.
Η εικόνα του σινεμά ήταν μια εικόνα μαγική. Έμπαινες και μαγευόσουν από την τεράστια οθόνη. Τα φώτα χαμηλώνανε και πάντα πριν από την προβολή είχαμε κάποια μικρά φιλμ ασπρόμαυρα, όπως Χοντρός-Λιγνός, το Τρίο Στούντζες, Διεθνή Επίκαιρα και άλλα. Τα πρώτα χρόνια προβάλλονταν μια ταινία ανά εισιτήριο, αλλά αργότερα καθιερώθηκε με ένα εισιτήριο δύο ταινίες. Ήταν μια πλήρης έξοδος αφού οι προβολές κρατούσαν τρείς – τέσσερεις ώρες. Και φυσικά δεν υπήρχε η αρχή της προβολής, αφού ο θεατής μπορούσε να μπαίνει στα τελευταία δέκα λεπτά και μετά να κάθεται και να την βλέπει πάλι από την αρχή. Στην δεκαετία του ΄60 οι προβολές ξεκινούσαν στις 11:30 το πρωί και τελείωναν στις 12:00 το βράδυ. Ήταν τότε με τις ταινίες του Ξανθόπουλου, της Βουγιουκλάκη, το ΟΧΙ, οι Γενναίοι του Βορρά, Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο και άλλα πολλά. Το ρεκόρ ήταν περίπου 3.500 εισιτήρια σε μια ημέρα. Κάποια στιγμή τα τούρκικα παίξανε κάποιο ρόλο στις αρχές της δεκαετίας αλλά γρήγορα τελειώσανε..
Από όσους ασχολήθηκαν με τον κινηματογράφο στην Κατερίνη ο Βασίλης Γατσιός ήταν ό,τι καλύτερο υπήρχε στον χώρο. Πίσω από αυτόν τρέχαμε όλοι, τόσο καλός και ωραίος άνθρωπος ήταν. Αυτός είχε το Ρέξ στο πάρκο, εκεί που έγινε αργότερα το Παλλάς και το Τιτάνια, στην αυλή του 4ου Δημοτικού Σχολείου. Όταν τα πλακάτ ήταν ζωγραφιστά ο Γατσιός τα έκανε μονάχος του. Θυμάμαι μια κάποια συνεργασία που είχε ο πατέρας μου για αυτά, με τον ζωγράφο τον Πίπερ. Ο Παπαδόπουλος είχε τα Διονύσια και ο Τίγκας το Ρίο. Ο Γιώργος Θεοδοσόπουλος, που είχε τη Σόνια, πέρασε κι αυτός ένα φεγγάρι από τον Ευκαρπίδη, σαν μηχανικός. Τη Σόνια είχα επίσης κι εγώ για πολλά χρόνια, ενώ με τον Γιώργο Τίγκα είχα την συνεκμετάλλευση του θερινού Λούξ. Επίσης παράλληλα με τον Ευκαρπίδη λειτούργησα τα θερινά Αστέρια, καθώς επίσης και τον θερινό Όαση.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 περνάμε την πρώτη κρίση με την εξάπλωση της τηλεόρασης. Χάνονται πάρα πολλές αίθουσες. Η σταθεροποίηση, με τάσεις ανόδου, εμφανίζεται αμυδρά στα τέλη της δεκαετίας. Η δεύτερη, πολύ πιο ήπια κρίση, εμφανίζεται στα μέσα της δεκαετίας του ’80 με το video και την βιντεοκασέτα. Και η τελευταία κρίση είναι γύρω στο 1992-93 που τα εισιτήρια έχουν πάρει τέτοιο κατήφορο που δεν αντέχεται άλλο και σκέφτεσαι ότι έχει φτάσει το τέλος. Έχουν κλείσει όλοι οι άλλοι κινηματογράφοι και είμαι μόνος. Σε όλη την Ελλάδα κλείνουν και στην επαρχία διατηρούνται μερικοί, αποκλειστικά από το μεράκι του ιδιοκτήτη τους. Κάποια στιγμή μου γίνεται μια πρόταση από τον Δήμαρχο, τον Μενέλαο Τερζόπουλο, να αγοράσει τον χώρο ο Δήμος προκειμένου να γίνει πολιτιστικό κέντρο και μάλιστα με πολύ καλό τίμημα. Αμφιταλαντεύτηκα αλλά τελικά δε συμφώνησα. Και μετά από λίγο έρχεται μια δεύτερη πρόταση από την Νομάρχη Πιερίας την κ. Αρσένη, για τον ίδιο σκοπό. Πάλι δε δέχτηκα γιατί υπήρχε πάντα το δέσιμό μου με το χώρο. Υπήρχε βλέπεις και η πλήρης άρνηση της οικογένειας. Τότε κάνω μια κίνηση που απεδείχθη πολύ έξυπνη. Ανοίγω το κλάμπ Mercedes μαζί με δύο συνεργάτες.
Είχαμε ήδη μαζί το roofgarden και είχαμε δεθεί σαν ομάδα. Το Mercendes άφησε εποχή για τα πέντε χρόνια που λειτούργησε.. Δυο μήνες μετά την έναρξη του κλαμπ αρχίζω να λειτουργώ παράλληλα και το σινεμά. Είχαμε καθίσματα σκηνοθέτη που τα απλώναμε και τα μαζεύαμε. Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή κλαμπ και τις καθημερινές κινηματογράφος με το τραπεζάκι σου, τον καφέ σου, το ποτό σου, το τσιγάρο σου … είχε μια άνεση πρωτόγνωρη. Μπορεί να μην είχε την τέλεια εικόνα και ήχο, αλλά ήταν αξιοπρεπής και κρατήθηκε έτσι λίγο ζωντανό το σινεμά στα χρόνια της μεγάλης κρίσης. Το 1998 που τελειώνει η εποχή του κλαμπ, ανοίγω πάλι τον κινηματογράφο και κάποια στιγμή, για έναν χρόνο περίπου, μετατρέπω τον εξώστη σε δεύτερη αίθουσα.
Και ξαφνικά γύρω στο 2002 πέφτουν βροχή οι προτάσεις από μεγάλα supermarket όπως ο Μαρινόπουλος που μου ζητάν το χώρο. Τότε κάνω μια καλή κίνηση, δημιουργώντας στο ισόγειο μεγάλο χώρο για εμπορική εκμετάλλευση και στους ορόφους δυο πολύ καλές αίθουσες. Είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτές γιατί διαθέτουν ό,τι καλύτερο υπάρχει στην Ελλάδα αυτήν την στιγμή σε εικόνα και ήχο. Οι δυο μηχανές μου είναι ψηφιακές, αφού το φιλμ οδεύει προς το τέλος του. Το παλιό roofgarden επίσης αξιοποιήθηκε αφού έγινε ένας χώρος ψυχαγωγίας με οκτώ διαδρόμους bowling, 2 μπιλιάρδα, 2 τραπέζια πινγκ-πονγκ, ηλεκτρονικά παιχνίδια, καφέ για παιδικά γενέθλια και άλλες εκδηλώσεις. Η Κινηματογραφική Λέσχη, επίσης, βρήκε τον χώρο της εδώ. Οι άνθρωποι της Λέσχης δέσανε την εμπορικότητα με την ποιότητα, πράγμα που της έδωσε μια ώθηση και τα εισιτήριά της αυξήθηκαν. Όλα αυτά τα χρόνια δεν σταματήσαμε να φιλοξενούμε θεατρικές παραστάσεις».
Να προσθέσουμε εδώ μερικές ακόμα πληροφορίες από το βιβλίο ΟΙ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΗ, του Άκη Δημητριάδη, έκδοση 2003 του Συλλόγου Προστασίας Παιδιών ΒΕΝΙΑΜΙΝ:
Οι άντρες προτιμούσαν έργα με δράση και περιπέτεια, ενώ οι γυναίκες τα “κοινωνικά” και συναισθηματικά, δηλαδή με θέμα τις αδικίες της ζωής και τα δράματα. Γι’ αυτό πολλές φορές μετά την προβολή έφευγαν με τα μάτια πρησμένα από το κλάμα και όταν σχολίαζαν ή θυμόντουσαν το φιλμ έλεγαν, “Ωραίο έργο, πολύ μού άρεσε, έκλαψα πολύ”.
Τα έργα διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με το πόσο τολμηρές ήταν οι ερωτικές σκηνές, Κατάλληλον και Ακατάλληλον, για παράδειγμα με την ” σεξοβόμβα” Μπριζίτ Μπαρντώ. Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστες ταινίες ήταν τόσο τολμηρές ώστε σήμερα να χαρακτηρίζονταν «κατάλληλη μόνο για άνω των 18 ετων»”.
Το Πάσχα είχε πάντα μια θρησκευτική ταινία, όπως π.χ. ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΟΙ ΔΕΚΑ ΕΝΤΟΛΕΣ, ΚΒΟ ΒΑΝΤΙΣ, που τις παρακολουθούσαν ακόμα και ομαδικά μαθητές σχολείων.
Τέλος, απαγορευόταν στους μαθητές γενικά να πηγαίνουν σινεμά βραδυνές προβολές, ιδίως σε έργο Ακατάλληλο. Εάν ο καθηγητής του Γυμνασίου σε εντόπιζε, την άλλη μέρα έτρωγες τιμωρία 5νθημερη αποβολή…
Μερικά από τα έργα που έπαιζαν oi κινηματογράφοι στην Κατερίνη ήταν:
ΛΑΤΕΡΝΑ ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΤΙΜΟ,
O ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑΣ,
ΒΙΟΛΕΤΕΡΑ,
ΘΛΙΜΕΝΗ ΝΑΡΓΚΙΣ,
ΤΟ ΡΟΔΟΝ ΤΩΝ ΙΝΔΙΩΝ,
Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΠΕΙΡΑΤΗΣ
ΓΗ ΠΟΤΙΣΜΕΝΗ ΜΕ ΑΙΜΑ,
ΤΑ ΚΑΝΟΝΙΑ ΤΟΥ ΝΑΒΑΡΟΝΕ,
ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΗΣ ΕΔΕΜ,
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΧΩΡΙΣ ΑΙΤΙΑ,
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΓΙΓΑΝΤΩΝ,
ΚΑΙ ΟΙ 7 ΗΤΑΝ ΥΠΕΡΟΧΟΙ,
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΔΡΑΣΗ,
ΣΑΜΨΩΝ ΚΑΙ ΔΑΛΙΔΑ,
ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ,
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ,
ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ,
Ο ΓΙΓΑΣ (Έρολ Φλυν)
ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ (Ραφ Βαλλόνε)
ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ ΤΩΝ 7 (Τζόαν Κόλλινς, Ροντ Στέϊγκερ)
Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ (Πέντρο Αρμεντάριθ)
ΜΕΤΑΞΥ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΚΟΛΑΣΕΩΣ (Ρόμπερτ Βάγκνερ)
Η ΚΟΜΗΣΣΑ ΤΗΣ ΒΑΣΤΙΛΛΗΣ (Υβόν Ντε Κάρλο)
ΟΤΑΝ Η ΣΑΡΞ ΥΠΟΚΥΠΤΕΙ (Μπριζίτ Μπαρντό).
Διάσημοι ηθοποιοί της εποχής ήταν ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Γεωργία Βασιλειάδου, Μίμης Φωτόπουλος, Κώστας Χατζηχρήστος, ο Φραγκίσκος Μανέλης, Ντίνος Ηλιόπουλος, Γκάρυ Γκραντ, Τζέημς Ντην, Γκάρυ Κούπερ, Σοφία Λόρεν, Φράνκ Σινάτρα, Χόμφρεϋ Μπόγκαρτ, Ρούντολφ Σκοτ, Τζέημς Κάγκνεϋ, Κλάρκ Γκέϊμπλ, Ζαν Γκαμπέν, Γιουλ Μπρίνερ, Στηβ Μακ Κουήν, Ρίτα Χέηγουορθ, Ροκ Χάτσον, Βιτόριο Γκάσμαν, Γκρέγκορυ Πεκ, Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Αλέν Ντελόν, Μπριζίτ Μπαρντό.
Στα διαλείμματα οι πλανόδιοι μικροπωλητές περιφέροναν ανάμεσα στους θεατές και πουλούσαν καραμέλες, τσίκλες, μέντες, ευκάλυπτους, και αναψυκτικά όπως λεμονάδες, πορτοκαλάδες και μπυράλ, που ήταν κάτι σαν βυσσιναδα.
Κάτι ποε σχετιζόταν με τις προβολές, ήταν τα …σπόρια! Τα «μπατιρόσπορα», όπως τα έλεγαν, ήταν ηλιόσποροι ή κολοκυθόσποροι, καβουρδισμένοι και αλμυροί. Υπήρχαν ένα – δυο μόνο καταστήματα ξηρών καρπών (το πιο γνωστό του Αβακιάν), συνήθως όμως τα πουλούσαν χύμα πλανόδιοι πωλητές με ένα φλιτζανάκι του καφέ από έναν τορβά. Δεν υπήρχαν τότε ούτε συσκευασίες σε νάιλον, ούτε η μεγάλη ποικιλία ξηρών καρπών, όπως σήμερα. Επίσης πολύ συνηθισμένα ήταν και τα στραγάλια, που τα πουλούσαν κι αυτά με τον ίδιο τρόπο, σε μικρά χωνάκια από εφημερίδα, και κάθε φλιτζανάκι στοίχιζε 10 ή 20 λεπτά της δραχμής. Αυτά τα 10/λεπτα ή 20/λεπτα της δραχμής ήταν κέρματα που είχαν μια στρόγγυλη τρύπα στη μέση, γι’ αυτό και τα έλεγαν «τρύπια δεκάρα» ή «εικοσάρα» (από αυτά προέρχεται και η παλιά έκφραση «δεν δίνει τσακιστή δεκάρα», ή « δεν αξίζει ούτε τρύπια δεκάρα»).
Σήμερα πολλοί αγοράζουν αυτά τα σπόρια για τα πουλιά και τα άλλα κατοικίδια ζώα. Εκείνη την εποχή, όμως, ήταν για τον πολύ κόσμο μια από τις πιο συνηθισμένες, φτηνές, και μερικές φορές λιγοστές γευστικές απολαύσεις. Ο χαρακτηρισμός μπατιρόσπορα πιθανότατα υποδηλώνει την πολύ χαμηλή αγοραστική δύναμη του πολύ κόσμου (που ήταν μπατίρης, δηλαδή φτωχός), και ο άλλος χαρακτηρισμός πασατέμπο (που προέρχεται από ιταλικές λέξεις που σημαίνει για να περνά ο καιρός) υποδηλώνει ότι τα σπόρια συνόδευαν πολύωρες εκδηλώσεις, όπως λ.χ. σινεμά, βόλτα, παρέα, στο γήπεδο, κ.ά.
Πράγματι, στα σινεμά οι περισσότεροι προμηθεύονταν ένα σακουλάκι σπόρια και, τσικ-τσικ, τα ξεφλούδιζαν με τα δόντια την ώρα της προβολής, πετώντας κάτω τα φλούδια.
Το ίδιο συνέβαινε με τα σπόρια και στη βόλτα στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου τις Κυριακές. Καθώς ο κόσμος περπατούσε τα ξεφλούδιζε με τα δόντια, και κατόπιν πετούσαν τα φλούδια κάτω στο δρόμο, χωρίς να νοιάζεται κανείς για ρύπανση περιβάλλοντος. Την άλλη μέρα το πρωί ένας υπάλληλος του Δήμου, εφοδιασμένος με μια μεγάλη σκούπα από κλαδιά σησαμιάς, σάρωνε τον δρόμο και καθάριζε τα πεταμένα φλούδια.
Τα παλιά σινεμά, ιδίως τα θερινά, είχαν ένα άλλο χρώμα, ένα άρωμα μεθυστικό, ρομαντικό, από αγιόκλημα και γιασεμιά. Αυτήν την εμπειρία την έχουν ζήσει μόνον οι παλιοί, και την έχει τραγουδήσει νοσταλγικά ο Λουκιανός Κηλαηδώνης:
Φεύγουν τα καλύτερά μας χρόνια,
ώρα με την ώρα βιαστικά
Νιάτα που περνούν, που δε θα ξαναρθούν
και κείνο που βλέπω να μένει τελικά
Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι
μες στα θερινά τα σινεμά
Νύχτες που περνούν, που δε θα ξαναρθούν
μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά
Φεύγουν τα καλύτερά μας χρόνια
κάποιος μάς τα κλέβει μυστικά
Χρόνια που περνούν, που δεν θα ξαναρθούν
και κείνο που βλέπω να μένει τελικά
Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι
μες στα θερινά τα σινεμά
Νύχτες που περνούν, που δε θα ξαναρθούν
μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά….