Στην εφημερίδα «Ολύμπιο Βήμα» υποδεχόμαστε τον συγγραφέα κύριο Θάνο Κονδύλη, με αφορμή το νέο του μυθιστόρημα «Το μυστηριώδες χαμόγελο της Αθηνάς» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Ένα βιβλίο που μεταφέρει τον αναγνώστη στον παλμό της σύγχρονης αλλά και αρχαίας Αθήνας, με κεντρικό άξονα μια ανεξιχνίαστη υπόθεση, άρωμα μυστηρίου και το βλέμμα στραμμένο στην ψυχολογία των χαρακτήρων.
Συνέντευξη στη Νεκταρία Βαρσαμή-Πουλτσίδη
Κύριε Κονδύλη, «Το μυστηριώδες χαμόγελο της Αθηνάς» γεννήθηκε μέσα από εικόνες και διαδρομές στην Αθήνα, ανάμεσα σε σύγχρονες εμπειρίες και αρχαίους μύθους. Ποια ήταν η στιγμή που νιώσατε ότι έχετε πια στα χέρια σας το νήμα μιας ιστορίας ικανής να γίνει μυθιστόρημα;
Θ. Κονδ: Η στιγμή που ένιωσα ότι είχα το νήμα της ιστορίας στα χέρια μου δεν ήταν μια ξαφνική αποκάλυψη, αλλά μια βαθύτερη συνειδητοποίηση: ότι το «χαμόγελο της Αθηνάς» δεν ήταν απλώς μια αισθητική λεπτομέρεια, αλλά ένα ισχυρό σύμβολο σοφίας και μυστηρίου. Αυτό το σύμβολο αποτέλεσε το κλειδί για να πλέξω μια πλοκή που συνδέει την αρχαία κληρονομιά με τις σύγχρονες εμμονές. Η δημιουργική διαδικασία του ήταν σαν ένας διάλογος με την ίδια την πόλη, όπου η ιστορία αποκτούσε τη δική της ζωή, γεμάτη ανατροπές.
Στο βιβλίο σας μια φαινομενικά απλή κλοπή μετατρέπεται σε ένα σύνθετο παιχνίδι εξουσίας, με διαδρομές που διασταυρώνουν τον κόσμο της τέχνης, της πολιτικής και της παρανομίας. Πόσο δύσκολο ήταν να ελέγξετε αυτή τη «συμφόρηση» χαρακτήρων και υποθέσεων ώστε να διατηρηθεί η αγωνία μέχρι τέλους;
Θ. Κονδ: Η πρόκληση δεν ήταν απλώς να πλάσω μια ιστορία, αλλά να ελέγξω αυτή τη «συμφόρηση» χαρακτήρων και υποθέσεων, διατηρώντας την αγωνία μέχρι το τέλος. Αντί να μπερδεύει, η πολυφωνία του έργου προσφέρει μια κινηματογραφική εμπειρία όπου οι διαφορετικές πλοκές κινούνται παράλληλα, για να συναντηθούν τελικά σε ένα εκρηκτικό φινάλε. Ο κεντρικός ήρωας, ο αστυνόμος Πανταζής λειτουργεί ως ο κόμβος που συνδέει τους κόσμους της τέχνης, της πολιτικής και του υποκόσμου. Αυτό που διατηρεί την αγωνία δεν είναι μόνο οι συνεχείς ανατροπές, αλλά και η βαθύτερη σύνδεση των χαρακτήρων με το κεντρικό μυστήριο. Καθώς ξετυλίγεται το κουβάρι της ιστορίας, ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι κάθε πρόσωπο έχει έναν κρυφό ρόλο, μια μυστική ατζέντα που συνδέεται με το χαμένο αντικείμενο.
Ο αστυνόμος Πανταζής παρασύρεται από το βλέμμα και το χαμόγελο μιας άγνωστης κοπέλας, σε μια υπόθεση που δοκιμάζει τα όρια του επαγγελματισμού και του συναισθήματος. Τι ρόλο παίζει το πάθος ή η έλξη στη διαδικασία της διαλεύκανσης του μυστηρίου;
Θ. Κονδ: Η έλξη και το πάθος δεν αποτελούν απλώς ένα στοιχείο της πλοκής, αλλά είναι ο ίδιος ο καταλύτης που θέτει σε κίνηση όλη την ιστορία. Το μυστηριώδες χαμόγελο της άγνωστης κοπέλας λειτουργεί ως μια σειρήνα που παρασύρει τον αστυνόμο Πανταζή από τον κόσμο της λογικής και των αποδεικτικών στοιχείων, οδηγώντας τον σε έναν λαβύρινθο συναισθημάτων. Ο ρόλος του πάθους είναι διττός. Αρχικά, είναι μια αδυναμία. Η έλξη του Πανταζή για την κοπέλα θολώνει την επαγγελματική του κρίση και τον κάνει ευάλωτο. Η δυσπιστία που θα έπρεπε να δείξει απέναντι σε μια τόσο περίεργη περίπτωση υποχωρεί μπροστά στη γοητεία της. Ωστόσο, το πάθος είναι ταυτόχρονα και ένα κλειδί για τη διαλεύκανση του μυστηρίου. Η έλξη τον ωθεί να δει πέρα από τα φαινόμενα, να αντιληφθεί την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων και να βιώσει τη συναισθηματική διάσταση της υπόθεσης.
Το άγαλμα της Αθηνάς, με το ιδιαίτερο χαμόγελο, μοιάζει να είναι κάτι περισσότερο από απλό τεχνούργημα σαν να ενσαρκώνει ένα μυστήριο που αφορά κάθε ήρωα ξεχωριστά. Τι σημαίνει αυτό το χαμόγελο για τους πρωταγωνιστές και πώς επηρεάζει τις επιλογές τους;
Θ. Κονδ: Το χαμόγελο της Αθηνάς στο βιβλίο λειτουργεί ως ένας πολύπλοκος καθρέφτης, που αντανακλά τις βαθύτερες επιθυμίες και τα μυστικά των πρωταγωνιστών, αλλά και μια αστείρευτη πηγή μυστηρίου. Δεν είναι απλώς ένα καλλιτεχνικό στοιχείο, αλλά μια σιωπηλή πρόκληση που επηρεάζει τις επιλογές κάθε χαρακτήρα με διαφορετικό τρόπο. Για τον αστυνόμο Πανταζή, το χαμόγελο είναι μια διαρκής πρόκληση στη λογική του. Αντιπροσωπεύει την πλευρά της υπόθεσης που δεν μπορεί να κατανοήσει με γεγονότα και αποδείξεις. Για τους εγκληματίες και τους αρχαιοκάπηλους, το χαμόγελο έχει μια εντελώς διαφορετική σημασία. Δεν βλέπουν τη σοφία ή το μυστήριο, αλλά μόνο την αξία. Γι’ αυτούς, το χαμόγελο είναι η υπόσχεση του πλούτου και της εξουσίας. Τέλος, για την μυστηριώδη κοπέλα που ξεκινάει την υπόθεση, το χαμόγελο μπορεί να ενσαρκώνει έναν προσωπικό σκοπό ή μια κρυφή αποστολή. Είναι το κλειδί για να ξεκλειδώσει μια αλήθεια που μόνο εκείνη γνωρίζει.
«Το μυστηριώδες χαμόγελο της Αθηνάς» περιλαμβάνει συνεχείς ανατροπές και διαρκή αμφιβολία για το ποιος τελικά κινεί τα νήματα. Τι απολαμβάνετε περισσότερο στη διαδικασία δημιουργίας ενός μυθιστορήματος με τέτοιον γρίφο; Υπήρξε στιγμή που και εσείς ως συγγραφέας αιφνιδιαστήκατε από την εξέλιξη της πλοκής;
Θ. Κονδ: Η διαδικασία δημιουργίας ενός μυθιστορήματος με συνεχείς γρίφους και ανατροπές είναι σαν ένα παιχνίδι στρατηγικής με τον ίδιο μου τον εαυτό. Αυτό που απολαμβάνω περισσότερο είναι ο πνευματικός αγώνας, η πρόκληση του να στήσω ένα πολυεπίπεδο παζλ όπου κάθε κομμάτι, κάθε διάλογος και κάθε μικρή λεπτομέρεια, πρέπει να είναι προσεκτικά τοποθετημένα. Ομολογώ ότι υπήρξαν στιγμές που αιφνιδιάστηκα από την ίδια την εξέλιξη της πλοκής. Συμβαίνει συχνά οι χαρακτήρες να παίρνουν τη δική τους ζωή. Υπήρχε μια στιγμή, για παράδειγμα, που ένας δευτερεύων χαρακτήρας, τον οποίο είχα σχεδιάσει αρχικά να έχει μια πολύ συγκεκριμένη, μικρή μόνο, συνεισφορά, «επέμεινε» να ακολουθήσει μια απροσδόκητη πορεία. Η επιλογή του άλλαξε όχι μόνο τη μοίρα του, αλλά και την εξέλιξη της κεντρικής πλοκής.
Το μουσείο της Ακρόπολης, τα μάρμαρα και ο θησαυρός συνθέτουν ένα σύγχρονο «κυνήγι» μύθου στην καρδιά της Αθήνας. Πώς εργαστήκατε για να συνδυάσετε την αίσθηση του αρχαίου με το σημερινό; Ποια δυσκολία βρήκατε στην αναπαράσταση της πόλης ως σκηνικού μυστηρίου;
Θ. Κονδ: Στο μυθιστόρημα, η Αθήνα παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς συνδυάζω την αίσθηση του αρχαίου με το σύγχρονο, δημιουργώντας ένα σκηνικό γεμάτο αντιθέσεις και μυστήριο. Η αφήγηση επιτυγχάνει αυτόν τον συνδυασμό χρησιμοποιώντας ως βασικούς άξονες το Μουσείο της Ακρόπολης και τα ίδια τα Μάρμαρα. Η κύρια δυσκολία στην αναπαράσταση της πόλης ως σκηνικού μυστηρίου ήταν η αποφυγή του κλισέ. Η Αθήνα είναι μια πόλη που όλοι γνωρίζουν, γεμάτη τουριστικά σημεία. Λοιπόν έπρεπε να την μετατρέψω από έναν απλό προορισμό σε έναν χώρο γεμάτο κρυφές γωνίες και σκοτεινά μυστικά. Η πρόκληση ήταν να ανακαλύψω το «πνεύμα» του μυστηρίου κάτω από τον καθημερινό της θόρυβο. Έτσι, οι δρόμοι, οι πλατείες και οι αρχαίοι χώροι της δεν είναι απλά φόντο, αλλά ενεργά στοιχεία της πλοκής.
Αν «Το μυστηριώδες χαμόγελο της Αθηνάς» είχε φωνή, τι θα έλεγε στον αναγνώστη που φτάνει στην τελευταία σελίδα; Υπάρχει κάποιο μήνυμα ή συναίσθημα που εσείς θα θέλατε να αφήσει πίσω του το βιβλίο;
Θ. Κονδ: Αν το βιβλίο «Το Μυστηριώδες Χαμόγελο της Αθηνάς» μπορούσε να μιλήσει, δεν θα έλεγε απλώς «Τέλος». Θα ψιθύριζε στον αναγνώστη: «Το ταξίδι σου τελείωσε, αλλά το μυστήριο όχι. Νόμισες ότι βρήκες την αλήθεια, αλλά μήπως είδες μόνο όσα ήθελα να σου δείξω; Η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ, απλώς κρύβεται πίσω από μια νέα ανατροπή. Το χαμόγελο της Αθηνάς δεν ήταν μόνο ένα σημάδι της σοφίας της, αλλά και μια υπενθύμιση ότι η αλήθεια έχει πολλά πρόσωπα και ότι η ομορφιά και η διαφθορά συχνά συναντιούνται…». Το βιβλίο αφήνει πίσω του ένα πολύ δυνατό συναίσθημα: αυτό της αμφισημίας. Το μήνυμά του δεν είναι απλώς ότι η αρχαιοκαπηλία είναι κακό, αλλά ότι ο κόσμος μας είναι γεμάτος από γκρίζες ζώνες, όπου η ηθική δεν είναι πάντα ξεκάθαρη. Το μυθιστόρημα θέλει να αφήσει τον αναγνώστη με μια αίσθηση δεινής περιέργειας, όχι μόνο για το τι συνέβη στο τέλος, αλλά και για τους πραγματικούς λόγους πίσω από τις πράξεις των χαρακτήρων.




























