Το καλοκαίρι, με την αφθονία των λαχανικών και φρούτων, ήταν η εποχή που οι νοικοκυρές ετοίμαζαν για το χειμώνα ό,τι μπορούσε να διατηρηθεί.
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
- Σε βαθιά πήλινα δοχεία, τα κιούπια, έβαζαν μέσα σε αλατισμένο νερό και ξύδι τις πράσινες ντομάτες, τις πιπεριές και τις μελιτζάνες για να γίνουν τουρσί.
- Σε ένα μεγάλο τενεκέ αράδιαζαν σε σειρές τις σαρδέλες, μαζί με χοντρό αλάτι.
- Με το αλεύρι έφτιαχναν γιουφκάδες, δηλαδή ένα είδος χυλοπίτες..
- Με το γάλα έφτιαχναν γιαούρτι, κι από αυτό τραχανά.
- Με το σιτάρι έφτιαχναν πλιγούρι. Υπήρχαν στο δρόμο μεγάλες πέτρινες γούβες, μέσα στις οποίες έβαζαν το σιτάρι, και οι άντρες, αλλά και οι γυναίκες, με μεγάλα ξύλινα κοπάνια το χτυπούσαν για να ξεφλουδιστεί. Στη συνέχεια το άλεθαν με δύο βαριές πέτρινες στρόγγυλες μυλόπετρες, τις οποίες γυρνούσαν με το χέρι.
- Σε μεγάλους ταβάδες σαν καζάνια, που χωρούσαν 50 οκάδες έβραζαν και έφτιαχναν το πετιμέζι, ένα είδος μαρμελάδας από σταφύλια, καρπούζια, σύκα, αχλάδια, ή μούρα, το οποίο χρησιμοποιούσαν για πρωινό. Υπήρχε και η θρεψίνη, κάτι σαν τη μερέντα, πού φτιαχνόταν από σουσάμι και φιστίκι.
- Τα βερίκοκα, τα αχλάδια και τα μήλα ξεραίνονταν στον ήλιο, για να αποτελέσουν τα χοσάφια, δηλαδή τις κομπόστες του χειμώνα.
- Τέλος, τα πεπόνια τα «χειμωνιάτικα» τα έβαζαν μέσα σε άχυρα σε στεγνό και αεριζόμενο μέρος, για να διατηρηθούν πολλούς μήνες.
Η θέρμανση το χειμώνα γινόταν με ξυλόσομπες, δηλαδή θερμάστρες από λαμαρίνα, που έκαιγαν συνήθως ξύλα ή σπανιότερα πετροκάρβουνα από τα ορυχεία της ΔΕΗ στην Πτολεμαίδα.
Γι’ αυτό, κάθε φθινόπωρο ο κόσμος προμηθευόταν τα ξύλα για τη θέρμανση και τις άλλες ανάγκες του σπιτιού (λ.χ. μαγείρεμα, πλύσιμο, μπάνιο).
Τα ξύλα αυτά ήταν χοντρά κλαδιά, τα οποία έφερναν και πουλούσαν ξυλοκόποι έμποροι με μουλάρια από τον Όλυμπο και τα Πιέρια, συνήθως Κοκκινοπλίτες ή Βροντινοί.
Επαγγελματίες κόφτες των ξύλων γυρνούσαν στις γειτονιές με ένα μηχάνημα που ονομαζόταν κορδέλα κι έκοβαν τα ξύλα σε μικρά κομμάτια, 30-40 εκατοστών, έτσι ώστε να χωράνε στην ξυλόσομπα.
Το φθινόπωρο περνούσαν οι έμποροι για να αγοράσουν τα δέματα των καπνών. Ήταν η εποχή της «καπνοπούλησης»
Όπως συμβαίνει αιώνες τώρα με τους εμπόρους, πλήρωναν πάντα λίγα σε σύγκριση με τον κόπο. Ένα σχετικό Ποντιακό τραγούδι που ακουγόταν έλεγε:
Έρταν έμποροι να πέρνε, τσάπα το καπνόν,
τον χωρέτε κι ρωτούνε, σο λογαριασμόν.
Με τα χρήματα που έπαιρναν από την πώληση των καπνών ξεχρέωσαν τον μπακάλη και τα άλλα καταστήματα όπου χρωστούσαν τα βερεσέδια.
Τέλος, το φθινόπωρο ήταν η εποχή με την πανήγυρη στον Πέλεκα και τη Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης.