Πρόκειται για την ιστορία μας οικογένειας εβραίων της Θεσσαλονίκης, που αρχίζει το 1917 με την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης, φτάνει στην κορύφωσή της την περίοδο του ολοκαυτώματος και ολοκληρώνεται να το θάνατο του ήρωα πριν μερικά χρόνια.
Είναι μια από τις συγκινητικές ιστορίες που αναδύονται από την πρόσφατη ιστορική μνήμη, που η μεγάλη οδύνη είχε θάψει προσωρινά.
Η συγγραφέας που αποδεικνύεται αριστοτέχνης στο λόγο γράφει μια προσωπική ιστορία που όμως έχει πανανθρώπινη απήχηση. Αυτό άλλωστε εξηγεί την επιτυχία του βιβλίου της που πρόσφατα έχει εκδοθεί και για το αγγλόφωνο κοινό.
Στο ελληνικό κοινό «Το βραχιόλι της φωτιάς» έγινε γνωστό με την πολύ ωραία μεταφορά του στη μικρή οθόνη από την ΕΡΤ 1 και σύντομα μεταφέρεται σε διεθνή τηλεοπτική πλατφόρμα.
Οι συντελεστές της διοργάνωσης ήταν άψογοι. Ή πρόεδρος του Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Μαρία Γκριμούλα, και ο πρόεδρος του Φεστιβάλ Γρηγόρης Παπαχρήστος με μέλη του Φεστιβάλ ήταν επί ποδός.
Αποσπάσματα του βιβλίου διάβασαν η Μελίνα Παπαδοπούλου δικηγόρος και ο Κώστας Μυστακίδης ηθοποιός.
Για το βιβλίο μίλησαν η συγγραφέας Φάνη Κουντουριανού – Μανωλοπούλου και ο δημοσιογράφος και ποιητής Χάρης Μπικηρόπουλος, δίνοντας ο καθένας τη δική του οπτική στο βιβλίο επεκτείνοντας όμως στη γενεσιουργό αιτία της συγγραφής του, το ολοκαύτωμα.
Συγκινητική ήταν η προσέγγιση του κοινού στη συγγραφέα κατά την υπογραφή αντιτύπων του βιβλίου της.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στη μουσική επένδυση της εκδήλωσης από τις δύο υπέροχες κυρίες που μας συγκίνησαν με το Άσμα – Ασμάτων «Τι ωραία είναι η αγάπη μου» του Μίκη Θεοδωράκη και του Ιάκωβου Καμπανέλη, τη μουσικό Κατερίνα Ελενίδου και την ερμηνεύτρια Ιωάννα Ηλιάδου, η οποία είναι η δεύτερη Φαραντούρη.
Τι είπε για το βιβλίο η Φανή Κουντουριανού
Η τέχνη είναι σημαντική για τον κάθε άνθρωπο, καθώς κρατά μέσα της ό, τι είναι αιώνιο και ακατάλυτο. Είναι η κοινή γλώσσα των ανθρώπων κάθε φυλής και φύλου, κοινό σημείο αναφοράς, σημείο συνάντησης μιας βαθύτερης επίγνωσης της ανθρώπινης ψυχής. Η τέχνη της γραφής ειδικότερα, η λογοτεχνία, που κατά τον Φερνάντο Πεσόα είναι η ύψιστη μορφή τέχνης, ασχολείται πρωτίστως με το νόημα της ύπαρξης, ανιχνεύει τα όρια του ανθρώπινου είναι, σκιαγραφεί όλες τις πτυχές της ανθρώπινης καρδιάς, επαναπροσδιορίζει τη ζωή, συγκατανεύει στην οδύνη και στην ομορφιά, βοηθά τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν το μεγαλείο που βρίσκεται μέσα τους, τους ωθεί σ’ αυτό που τους υπερβαίνει και αποκαθαίρει την ύπαρξη τους από ό, τι φθαρτό και μελανό.
Είτε είναι συνειδητός σκοπός του συγγραφέα είτε όχι, το έργο του εντείνει την ηθική συναίσθηση των ανθρώπων, τους οικοδομεί από άτομα σε πρόσωπα, τους προτρέπει να εξερευνήσουν τις ρωγμές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, να επεκτείνουν ό, τι παρέλαβαν από τις προηγούμενες γενιές, να σφυρηλατήσουν έναν κόσμο καλύτερο.
Η Βεατρίκη Σαΐας – Μαγρίζου στο μυθιστόρημα της «το βραχιόλι της φωτιάς» διαθέτει όλα αυτά τα στοιχεία.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος είναι ο Μεντές και η Μπενούτα με τα παιδιά τους. Ιδιαίτερα φωτισμένος στο έργο είναι ο μικρότερος γυιος, ο Ιωσήφ, ο πατέρας της συγγραφέως, χαρισματικός, έξυπνος, δυναμικός, καταφερτζής. Με πολύ θετικό τρόπο προεξάρχει στο έργο η Μπενούτα, η γιαγιά της συγγραφέως, η αρχόντισσα, η καλλιεργημένη, η πηγή ακένωτης αγάπης και τρυφερότητας για τα παιδιά της, ο κυματοθραύστης στην αυταρχικότητα του πατέρα και η πραγματική δύναμη, όταν εκείνος καταστρέφεται οικονομικά. Πολλά άλλα πρόσωπα πλαισιώνουν την αφήγηση, η κοινότητα των Εβραίων, η κοινότητα των Τσιγγάνων, οι Χριστιανοί Θεσσαλονικείς, οι Γερμανοί, πρόσωπα πολλά τα οποία η συγγραφέας παρακολουθεί να δρουν εσωτερικά κι εξωτερικά, τα παρατηρεί στις πτώσεις, τις μεταπτώσεις κι αναστάσεις τους. Φόντο η Ιστορία, πανταχού παρούσα, να καταπίνει ζωές.
Μέσα σ’ έναν κόσμο ρευστό, όπου «τα πάντα ρει, πάντα χωρεί και ουδέν μένει», μέσα στον στρόβιλο των γεγονότων της συγκεκριμένης δραματικής ιστορικής περιόδου και στο λαβύρινθο των ανθρωπίνων σχέσεων, οι ήρωες αποδύονται σ’ έναν αγώνα επιβίωσης, καθώς έχουν ήδη αρχίσει να υλοποιούνται τα σκοτεινά σχέδια του Χίτλερ, η αποτρόπαιη «τελική λύση», η απαλλαγή, ο αφανισμός με οποιαδήποτε μέσα, με θαλάμους αερίων και φούρνους, της εβραϊκής φυλής και όχι μόνο.
Πριν από τις συμφορές όμως περιγράφονται μέρες ειρηνικές. Η αφήγηση ξεκινά με μια θελκτική εικόνα. Η τρυφερή μάννα, η νεαρή Μπενούτα νανουρίζει με παραμύθι – αληθινή ιστορία τον πολυαγαπημένο υστερότοκο γυιο της Ιωσήφ, που προτιμά να χιλιακούει την αφήγηση της πυρκαγιάς του 1917 στη Θεσσαλονίκη, που η οικογένεια τους διασώθηκε από τους Τσιγγάνους.
Η οικογένεια Σαΐας, πριν από τον πόλεμο, που η λαίλαπα της Ιστορίας ξεθεμελίωσε τις ζωές όλων, ήταν μια παραδοσιακή εβραϊκή οικογένεια, πατριαρχική, με αυστηρούς κανόνες, όπου ο καθένας ήξερε τη θέση του και τις υποχρεώσεις του, μπορεί να ένιωθε καταπιεσμένος στα ασφυκτικά όρια του «πρέπει» αλλά όλοι ένιωθαν ασφαλείς και περιβαλλόμενοι από αγάπη. Διάσπαρτες είναι στο βιβλίο οι αναφορές για τις εβραϊκές παραδόσεις. Με τα χείλη του πατέρα της οικογένειας, του Μεντές, η συγγραφέας αποφαίνεται: «… οι ρίζες και οι παραδόσεις είναι οι μόνες που μπορούν και κρατούν ζωντανές τις κάθε λογής μειονότητες, όπου κι αν βρίσκονται αυτές. Θα’ χαμε εξαφανιστεί, αν δεν κρατούσαμε όλα αυτά τα έθιμα, που οι προγονοί μας μας άφησαν».
Την ευτυχισμένη καθημερινότητα της οικογένειας την πληγώνουν πολλά γεγονότα: έρωτες ανεπίτρεπτοι, ξενιτεμοί, θάνατοι. Όλα τα βιώνουν ως ανυπέρβλητες συμφορές αλλά η ιστορία δεν έχει εξαπολύσει ακόμη τη λαίλαπα, που θα αφανίσει ζωές , σχέσεις, δεν θ’ αφήσει τίποτε όμοιο με πριν. Η ιστορία, μια μαινόμενη θύελλα, που θα καταποντίσει όχι μόνο την οικογένεια Σαΐας αλλά και εκατομμύρια άλλους. Ποταμοί αιμάτων και δακρύων, εκατόμβες νεκρών, γόοι και κοπετοί, ο διεστραμμένος ευτελισμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η αποθηρίωση του κατ’ εικόνα θεού ανθρώπινου προσώπου, οι οικτροί, ατιμωτικοί, άδικοι θάνατοι, οι πιο ατιμωτικές, βασανιστικές , εφιαλτικές ζωές στα στρατόπεδα των Ναζί.
Στην αρχή η άρνηση να δεχθούν την ωμή πραγματικότητα. Και πώς να το χωρέσει ο νούς ότι μπορεί άνθρωπος να ασκήσει τόσο ψυχρή, υπολογισμένη, βία σε συνάνθρωπο. Αδιανόητη η ναζιστική θηριωδία. Αποσβολώνει και τον πιο υποψιασμένο άνθρωπο. Κεραυνοβολείται, πετρώνει και εφησυχάζει, καθώς δεν την πιστεύει. Η πραγματικότητα όμως αποδείχθηκε πιο σκληρή από την πιο μεγάλη φαντασία. Οι χριστιανοί Έλληνες δεν αίρονται όλοι στο ύψος των περιστάσεων. Η αλληλεγγύη, η αλληλοπεριχώρηση, η αυτοθυσιαστική αγάπη, που νοηματοδοτεί, την ταυτότητα του χριστιανού, η έφοδος του πνεύματος του στη φωτοφόρο αγάπη του Χριστού δεν είναι αυτονόητη για πολλούς. Κάποιοι πράγματι βρίσκουν, κρύβουν διωκόμενους Εβραίους με κίνδυνο της ζωής τους, όπως ο Κων/νος, σύζυγος της πρώτης κόρης της οικογένειας, ο οποίος σώζει την μικρότερη αδελφή της γυναίκας του από εκτέλεση, πληρώνονται με χρυσές λίρες.
Άλλοι όμως δεν μπόρεσαν να βαστάσουν με συμπάθεια τις θλίψεις και την κακοπάθεια των συνανθρώπων τους και προδίδουν ψυχρά, αισχρά, όπως η συμμαθήτρια της μιας κόρης. Άλλοι εκβιάζουν ότι θα τους καταδώσουν για να τους αποσπάσουν χρήματα. Η ανθρώπινη ευτέλεια, η απόλυτη διαστροφή. Η οικογένεια Σαΐας ακολούθησε τη μοίρα χιλιάδων Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Πρώτα για 3 ημέρες στο γκέτο του Βαρόνου Χιρς κοντά στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό στη Θεσσαλονίκη κι ύστερα στο φορτηγό στο τρένο , το κατάλληλο για ζώα, με τους Γερμανούς στρατιώτες πάνοπλους να τους στοιβάζουν σα μικροκαμωμένα ζώα και να ταξιδεύουν μαρτυρικά για ατελείωτες μέρες μέσα σε μια πνιγηρή βρώμα.
Και ήταν ακόμα στην αρχή. Το σχέδιο του εξολοθρεμού, που είχε εκπονηθεί σατανικά, είχε ακόμη πολλά σκαλοπάτια κατάπτωσης, πολλές φρικαλεότητες και θυριωδίες, ωσπού να κατέβουν στον Άδη της οδύνης.
Η Συγγραφέας περιγράφει χαρακτηριστικά τι αντίκρυσαν οι καταρρακωμένοι ταξιδιώτες, όταν έφθασαν στο Άουσβιτς. «Ένα πλήθος αιχμαλώτων με ριγωτές στολές, με πρόσωπα και σώματα αφυδατωμένα και παραμορφωμένα, λες φερμένα απ’ τον άλλο κόσμο, όρμηξε μες στα βαγόνια. Κι άρχισαν ν’ ανακατεύουν τα πράγματα, που άφησαν νεοφερμένοι, να σκαλίζουν με την ίδια ευλάβεια τα καθαρά και τις ακαθαρσίες με λαιμαργία να καταβροχθίζουν ό, τι έβρισκαν. Άνθρωποι – φαντάσματα, ριγωτά ανθρωπάκια χωρίς κρέας, μόνο με κόκκαλα και ξερές, μαύρες αφυδατωμένες πέτσες, με πρόσωπα απολιθωμένα και με δόντια σάπια, κιτρινισμένα και μυτερά. Ανατριχιαστική εικόνα». Με πανουργία ασυναγώνιστα οι Ναζί κάνουν τη διαλογή. Οι νέοι άνδρες και οι δυνατές γυναίκες επιλέγονται για εργασία, οι γέροι, τα παιδιά και οι αδύναμες γυναίκες για τα «λουτρά». …..
Μετά την απελευθέρωση, όσοι επέζησαν επέστρεψαν αγνώριστοι. Πρόσωπα μελαγχολικά, σε μόνιμη ψυχολογική αναταραχή από τον πόνο και την οδύνη και από την καθημερινή αγωνία της επιβίωσης, τραγικά θύματα της πολιτικής και της ιστορίας, Αλλά η ζωή απαιτητική, δημεγερτική, ζητούσε τα εαυτής. Οι πληγές επουλώνονται, ο μυρηκασμός του πόνου του πρώτου καιρού υποχωρεί, ο έρωτας παντοκράτωρ αλώνει τις καρδιές των νέων, που γύρισαν παντέρημοι, στερημένοι από αγαπημένους συγγενείς και φίλους, και νέες οικογένειες δημιουργούνται. Η ζωή τραβά την ανηφόρα. Με μια απαίτηση. Ποτέ πια. Η ανθρωπότητα να μην ξαναζήσει τέτοια αποκτήνωση.
Η Βεατρ. Σαίας – Μαγρίζου μας πρόσφερε το δραματικό οδοιπορικό της δίκης της οικογένειας Εβραίων της Θεσσαλονίκης κατά τη τρομερή περίοδο του β’ παγκοσμίου πολέμου και του διωγμού και τις απόπειρας εξόντωσης μιας αξιόλογης φυλετικής εθνότητας. Αξίζει να το διαβάσετε.
Ο Χάρης Μπικηρόπουλος είπε:
Την τελευταία δεκαετία, ξεκινήσαμε να μιλάμε και στην Ελλάδα για το Ολοκαύτωμα και τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης.
«Το βραχιόλι της φωτιάς», το συγκλονιστικό βιβλίο και το τηλεοπτικό σήριαλ, σπάνε αυτή τη σιωπή, χωρίς όμως ποτέ και κανείς, να μπορεί να απαντήσει στο «γιατί;» όπως το έγραψε ο Ελύτης στο «Άξιον εστί»:
«των φονιάδων η άλλη πλευρά η αθέατη
το μικρό “γιατί”, που έμεινε αναπάντητο».
Μόνο που το «γιατί» του Ολοκαυτώματος είναι τεράστιο και δεν το χωράει του ανθρώπου ο νους. Ίσως γι΄ αυτό θα παραμείνει αναπάντητο…
«Το βραχιόλι της φωτιάς» είναι ένα βιβλίο, ένα μυθιστόρημα βασισμένο σε αληθινή ιστορία, φόρος τιμής, για τα έξι εκατομμύρια Εβραίων, θύματα του Ναζισμού και φόρος τιμής και μνημόσυνο, στα 54.000 θύματα Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης.
67.000 Έλληνες Εβραίοι ζούσαν στη Θεσσαλονίκη στην Κατοχή, από αυτούς 54.000 άνθρωποι οδηγήθηκαν στο Άουσβιτς. Επιβίωσαν μόνο 1950…
Το Ολοκαύτωμα το χειρότερο έγκλημα κατά της Ανθρωπότητας, για εμάς τους Έλληνες, σηματοδοτεί την καταδίκη κάθε Γενοκτονίας, αφού έχουμε ζήσει κι εμείς, ως λαός και ως έθνος, την τραγωδία τριών Γενοκτονιών:
Της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και
της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Θράκης.
Καμιά γενοκτονία δεν πρέπει να επαναληφθεί.
Γι αυτό, καλούμαστε να μελετούμε την ιστορία. Να μην ξεχάσουμε.
Η ιστορία και η μνήμη βέβαια είναι δύο διαφορετικά πράγματα.
Η ιστορία και η γνώση της, η γνώση των γεγονότων μέσα από την μάθηση και την συνεχή αναζήτηση (και συζήτηση) είναι ικανή να δημιουργήσει ένα είδος μνήμης, που θα γίνει το προπέτασμα σε κάθε αγώνα, ώστε να μην επαναληφθεί ποτέ ξανά και για να υποψιαζόμαστε τι κρύβει το αυγό του φιδιού και να το καταστρέψουμε.
Η κοινωνία προετοιμάζει το έγκλημα, η κοινωνία το ανέχεται και όταν το συγχωρεί γίνεται συνένοχη και δυστυχώς μπορεί να στείλει ακόμη και στη βουλή, παραφυάδες του φασισμού για λάθος λόγους.
***Διάβασα το βιβλίο με προσοχή και συνειρμικά ανακάλεσα με ιερή συγκίνηση στη μνήμη μου, την σοκαριστική περιήγησή μου στο στρατόπεδο του ΑΟΥΣΒΙΤΣ και τις τρομερές εικόνες που αντίκρισα.
Δε μπορώ να ξεχάσω τους τόνους μαλλιών αντρών και γυναικών στις προθήκες, από τα κουρεμένα κεφάλια των Εβραίων, τα εκατοντάδες χιλιάδες γυαλιά, τεχνητά μέλη των αναπήρων, παπούτσια, κούπες, χτένες, βαλίτσες και άλλα προσωπικά αντικείμενα των ομήρων, στις βιτρίνες/προθήκες πλέον των κτιρίων του Άουσβιτς.
Αυτό όμως που δε θα ξεχάσω όσο ζω, είναι η μυρωδιά του χώρου. Δεκαετίες μετά, παραμένει μάρτυρας της βαναυσότητας των Γερμανών. Και όχι, δεν ήταν παραίσθησή μου.
Όλοι αναρωτιόμασταν και ρωτήσαμε «γιατί μυρίζουν καμένη σάρκα αυτά τα κτίρια (οι φούρνοι)» και η απάντηση ήταν:
«Είναι τα κρεματόρια», δηλαδή οι «ειδικές εγκαταστάσεις με κλιβάνους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης για την εξολόθρευση των κρατουμένων από τους Ναζί»… Το Άουσβιτς δεν ήταν ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης αλλά στρατόπεδο εξόντωσης, η απόλυτη έκφραση του ρατσιστικού μίσους, της απόρριψης της ύπαρξης του άλλου.
Κι αν μου έχουν μείνει στο μυαλό αυτές οι εικόνες, σίγουρα δε μπορώ να νιώσω το βαθύ πόνο και τι έζησαν αυτοί οι άνθρωποι…
Μέσα σε όλη την τραγικότητα της αφήγησης, τον αβάσταχτο πόνο, την αγωνία για τη ζωή, τις σχέσεις των ανθρώπων, τον αγώνα για επιβίωση, είναι τα όνειρα που μένουν όνειρα, γιατί προέχει η ίδια η ζωή, ο αγώνας να κρατηθείς στη ζωή, για την ίδια τη ζωή αλλά και για τους ανθρώπους που αγαπάς.
Έρχεται η στιγμή, που πρέπει να βάλουμε κι εμείς ως αναγνώστες στη ζυγαριά, τα πράγματα όπως ο Ραούλ:
«από τη μια τα συναισθήματα και από την άλλη τη λογική, και είναι αλήθεια τόσο βαριά τα συναισθήματα…» (σελ 55).
Τα συναισθήματα τα ζεις έντονα μέσα στη λογοτεχνία.
Κυρία Μαγρίζου
σας ευχαριστούμε για όσα μας ψιθυρίσατε για τους Έλληνες Εβραίους της Θεσσαλονίκης, της Μητρόπολης του μεσογειακού εβραϊσμού, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου σας, γι΄ αυτούς που κανένας δε νοιάστηκε, κανένας δεν έκλαψε,
κανένας δεν αναρωτήθηκε το «γιατί», όταν έφυγαν οι Γερμανοί από τη Θεσσαλονίκη…
Πού ήταν αυτές οι 54.000 γείτονες, γνωστοί, φίλοι, τι απέγιναν τα σπίτια, οι περιουσίες, οι ίδιοι οι άνθρωποι…
Σιωπή.
Ένοχη σιωπή, ένοχο μυστικό.
Συνενοχή.
Ας μιλήσουμε τώρα.
Με λόγια και έργα: το Μουσείο Ολοκαυτώματος της Θεσσαλονίκης, 8 δεκαετίες μετά, είθε να εξιλεώσει τη Θεσσαλονίκη για όσα δεν έκανε. Για την αδιαφορία, για τις σιωπές.
Να είστε σίγουρη ότι βάλατε το λιθαράκι σας,
να μας αφυπνίσετε για να μην ξεχάσουμε ποτέ
τι έκαναν οι Ναζί στο Άουσβιτς,
τι έκαναν στην Ευρώπη, τι έκαναν στην Ελλάδα,
αλλά και να αγωνιστούμε για να μπει κάποτε ένα τέλος στον αντισημιτισμό, τον ρατσισμό και την ξενοφοβία.
Η καταπολέμηση του αντισημιτισμού και του ρατσισμού
δεν είναι αγώνας υπέρ των Εβραίων
αλλά αγώνας υπέρ της ανθρωπότητας.
Εύχομαι να είναι το βιβλίο καλοτάξιδο και το σήριαλ να συνεχίσει να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο…
Η συγγραφέας Βεατρίκη Σαία- Μαγρίζου μίλησε τελευταία και είπε από καρδιάς και με πολύ συγκίνηση :
«Για πολλά χρόνια οι επιζήσαντες δεν μιλούσαν. Δεν έλεγαν τίποτα. Απλά όταν ήμασταν μικρά παιδιά και βλέπαμε τον αριθμό στο χέρι του μπαμπά μας, έλεγε οι Γερμανοί.
Μετά όταν μεγαλώσαμε και ζητούσαμε παραπάνω πράγματα, ξεκινούσε να λέει λίγα πράγματα αλλά σταματούσε. Όταν εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο μου είπε «έλα τώρα να στα πω. Αφού μπορείς να γράφεις.»
Πήγα και μετά από πολλή ώρα, μέσα από αγκαλιές και κλάματα, μου αφηγήθηκε για πρώτη φορά όσα πέρασε. Και εγώ το έγραψα στο βιβλίο μου ¨Το βραχιόλι της φωτιάς¨. Και άλλες ιστορίες οικογενειών γράφονται και έχουν γραφτεί. Θα μου πείτε γράφοντας την ιστορία ενός ανθρώπου, μιας οικογένειας, γίνεται κάτι;
Κι όμως γίνεται. Θυμάμαι όταν είχα πάει να επισκεφθώ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η ξεναγός μας έβαζε σε διάφορα σημεία. Και μας έλεγε, σκεφτείτε έναν άνθρωπο και μπαίναμε στον ήρωα αυτό, στο τι περνούσε εκείνη την ώρα».