Συνέντευξη της Αργυρώς Πατσού για το βιβλίο «Στερνή πτήση»
«Βιώνω τη γραφή οργανικά, συναισθηματικά – Τα διηγήματα προέκυψαν αβίαστα όπως μία ακατανίκητη χημική έλξη»
Συνέντευξη της Αργυρώς Πατσού για το βιβλίο «Στερνή πτήση»
Μόλις κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων της Αργυρώς Πατσού με τίτλο: «Στερνή πτήση» (Εκδόσεις Παρέμβαση). Πρόκειται για την παράθεση έξι ιδιαίτερων ιστοριών με μυστηριακό υπόβαθρο, που στο επίκεντρο μπαίνει ο ψυχισμός των ηρώων τους. Ξεχωριστές εικόνες και «μαγικές» καταστάσεις κρατούν σε εγρήγορση το νου, οδηγώντας συνειρμικά από το ένα γεγονός στο άλλο. Πραγματοποιείται εν τέλει η «μεταμόρφωση» των ηρώων, που, προηγουμένως, έχουν σκάψει βαθιά στα μύχια της ψυχής τους.
Η Αργυρώ Πατσού είναι ποιήτρια, συγγραφέας, μεταφράστρια και παιδαγωγός. Έχει μεταφράσει πολλά βιβλία για λογαριασμό διαφόρων εκδοτικών οίκων και αρθρογραφεί στην Εφημερίδα των Συντακτών. Από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια κυκλοφόρησε, το 2011, η ποιητική συλλογή της «Απόσταγμα».
-«Στερνή πτήση» είναι, κα Πατσού, ο τίτλος της συλλογής διηγημάτων σας, που διακατέχεται από ένα μυστηριακό χαρακτήρα∙ αυτό το «τέλος» τι σημαίνει για τους ήρωες των ιστοριών σας;
«Τέλος» είναι μία πολυσύνθετη έννοια που η πρωταρχική σημασία της είναι «σκοπός». Για τους ήρωες του βιβλίου σημαίνει αυτοπραγμάτωση, επιστροφή στον ίδιο τους τον πυρήνα από όπου εκπορεύτηκαν. Στις σελίδες του βιβλίου, το «τέλος» εμπλέκεται και με τις άλλες, πιο οικείες και συνήθεις σημασίες του, ως τέρμα ή ως θάνατος, συμβολικός ή κυριολεκτικός. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, οι ήρωες οδηγούνται σε μία υπαρξιακή κορύφωση, στο έσχατο εκείνο σημείο όπου η ύπαρξη δεν μπορεί να είναι πια η ίδια και εκεί, στα ακρώρεια, τελείται το τέλος μίας κατάστασης ύπαρξης και η αρχή μίας άλλης – η υπαρξιακή μετάβαση, η μεταμόρφωσή τους.
Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου το «τέλος» ως απόλυτος θάνατος, ως ανυπαρξία, αμφισβητείται. Κι αφού τίποτα στο σύμπαν δεν τελειώνει, αφού σε όλο το φάσμα της Δημιουργίας το «τέλος» παραμένει για τον ανθρώπινο νου κάτι ουσιαστικά ασύλληπτο, οι ήρωες, ακόμα και αυτοί που πεθαίνουν, δεν χάνονται, τερματίζουν. Ξεχρεώνουν∙ τελούν, δηλαδή, το υπαρξιακό χρέος τους, που δεν είναι άλλο από το εκστασιασμένο πέταγμα μέσα στο Απόλυτό τους, η στερνή πτήση τους.
Η πτήση αυτή, για τους περισσότερους από τους χαρακτήρες, χρειάστηκε παραπάνω από μία ζωές για να πραγματωθεί. Στον αντίποδα του τέλους –άρα πλάι του, δίπλα του, μέσα του συνεχώς– βρίσκεται η αρχή, δοσμένη κυρίως με το αρχέτυπο του παιδιού μα και με εκείνο της ανόθευτης φύσης.
-Για πολλούς συγγραφείς ελλοχεύει πάντα ο φόβος της λευκής σελίδας. Στη δική σας περίπτωση, οι ιστορίες των διηγημάτων σας προέκυψαν αβίαστα ή είναι προϊόν ώριμης σκέψης και συστηματικής επεξεργασίας;
Δεν έχω βιώσει ποτέ τον φόβο της λευκής σελίδας. Ίσως γιατί ποτέ δεν έκατσα να γράψω επί τούτου. Αντιθέτως, όταν φτάσω να ζητήσω τη λευκή σελίδα –ή οτιδήποτε άλλο εύκαιρο για να γράψω, αφού ελλείψει λευκής σελίδας έχω γράψει οπουδήποτε μπορείτε να φανταστείτε, μέχρι και σε πέτρες στη θάλασσα– είμαι ήδη σε μία κατάσταση τέτοια, η φούρια μου είναι τόση, που δεν σηκώνει αναβολή και έτσι δεν έχω την πολυτέλεια ή τον χρόνο να στοχαστώ πάνω της ώστε ίσως να με φοβίσει. Εάν δεν βρεθώ σε αυτή την κατάσταση δεν γράφω και δεν έχω κανένα πρόβλημα να αφήσω τις σελίδες λευκές. Θέλω να πω πως εάν αυτό που δημιουργείται εντός μου δεν με παίρνει υπό την κατοχή του, δεν με μαγεύει, δεν θα επέμβω στη σελίδα για να κοροϊδέψω –σύμφωνα πάντα με τα δικά μου μέτρα και σταθμά – αυτήν ή εμένα∙ δεν θα της πάρω και δεν θέλω να μου δώσει μεσοβέζικα την ωραία της παρθενία.
Στην περίπτωσή μου η γραφή δεν είναι καθόλου ένα εγκεφαλικό ζήτημα. Την βιώνω οργανικά, συναισθηματικά, με αισθήσεις, δονήσεις και διαισθήσεις∙ η σκέψη είναι εκεί ως μία βοηθητική και όχι ως κύρια λειτουργία. Αν μπορούσα να προσομοιάσω με κάτι αυτό που για μένα είναι η γραφή θα ήταν με την αληθινή ερωτική πράξη αυτή καθεαυτή. Χρειάζεται να υπάρχω μέσα της μέχρις εσχάτων. Οπότε ναι, και τα διηγήματα προέκυψαν αβίαστα όπως προκύπτει μια πηγαία, ακατανίκητη χημική έλξη.
Βέβαια, σε μια δεύτερη ανάγνωση, και όταν οι σελίδες είχαν πια γεμίσει, αυτό το «αβίαστα» μού συστήθηκε ως το ξεχείλισμα εσωτερικών ζυμώσεων που τελούνταν πολύ καιρό και είχε σημάνει η ώρα να σπάσουν τα νερά για να γεννηθούνε. Εγώ η ίδια βλέπετε βρισκόμουν στην κατάσταση στην οποία έφερα τους ήρωές μου και είναι πολλά τα βιωματικά στοιχεία που τους μετέφερα. Επεμβαίνω από ελάχιστα έως καθόλου στα πρωτόλειά μου∙ το ίδιο συνέβη και στα διηγήματα.
-Ασχολείστε με τη μετάφραση, νιώθετε επηρεασμένη από κάποιο έργο που μεταφράσατε; Υπήρξε ποτέ η ανάγκη να παρέμβετε σε έργο του οποίου έχετε αναλάβει τη μετάφραση ή αντίστροφα το έργο κάποιου δημιουργού να έχει τέτοια επίδραση πάνω σας που να θέλετε να το συνεχίσετε;
Ανάγκη να παρέμβω ή να συνεχίσω κάποιου το έργο, όχι. Η παρέμβαση θα ήταν αντιδεοντολογική, το να θελήσω να συνεχίσω οποιουδήποτε το έργο θα σήμαινε ότι δεν έχω έναν εντελώς προσωπικό δρόμο να διανύσω.
Έχω βιώσει όμως τη μέθεξη στο ακέραιο και αυτό μου συνέβη με τον Χαλίλ Γκιμπράν. Ήμουν ακόμα στα ξεκινήματά μου, πολύ νέα. Μετέφρασα τρία βιβλία του στη σοφίτα του πατρικού μου μέσα σε τρεις μόλις μήνες. Στο διάστημα αυτό, απομονώθηκα ηθελημένα και δόθηκα τόσο που πολλές φορές ξέχναγα ακόμα και να χτενιστώ ή να φάω∙ δεν μπορούσα να τον αποχωρίζομαι. Ακόμα και όταν σταμάταγα λιγάκι για να ξεκουραστώ ίσα ίσα, του μίλαγα σαν να ήταν εκεί, παρών.
Χρόνια αργότερα, άρχισε να δημιουργείται μέσα μου η αίσθηση μιας εκκρεμότητας, σαν κάτι να έλειπε, σαν κάτι ακόμα να χρειαζόταν. Θέλησα να τον νιώσω και στον τόπο του. Λόγω των πολύ δύσκολων συνθηκών που επικρατούσαν (και συνεχίζουν να επικρατούν) στη γενέτειρά του, κατάφερα, μόλις πρόπερσι, να πραγματοποιήσω το ταξίδι στον Λίβανο και να βρεθώ, μετά κόπων και βασάνων, στο σπίτι του, ένα εγκαταλελειμμένο ταπεινό σπίτι με χωματένιο πάτωμα, μια τρύπια κουνιστή καρέκλα, ένα σεντούκι, έναν σταυρό χαραγμένο στη βαριά, ξύλινη πόρτα. Παρόλη τη ρημαγμένη γύμνια που με περίμενε, ένιωσα σαν να βρέθηκα στο σπίτι κάποιου πολύ οικείου μου, κάποιου που μάλιστα με είχε προσκαλέσει.
Με ενημέρωσαν πως οι πίνακες και ο τάφος του βρίσκονταν στο Μουσείο Γκιμπράν, στην Ιερή Κοιλάδα, ένα λευκό κτίσμα που θυμίζει αιγαιοπελαγίτικο σπίτι. Και ήταν εκεί που λύθηκε η εκκρεμότητα. Γνώριζα τους πίνακές του –όχι βέβαια όλους– μα αυτό που με καθήλωσε ήταν τα προσωπικά αντικείμενά του. Τα αρχαιοαιγυπτιακά αγαλματίδια, τα τοτέμ, η νεκρική μάσκα του, οι πένες και τα γράμματά του, τα φετίχ του όλα, ήταν τέτοιας υψηλής αισθητικής και σπανιότητας, τόσο όμορφα…ύλη γεμάτη πνεύμα που αποπνευματωνόταν στο θυμίαμα ενός πολύ βαθιού μυστικισμού (βαθιού σαν τα βαθιά μάτια του) που μετέτρεψε τελικά την επίσκεψη σε «προσκύνημα». Ξέρετε, τα αντικείμενά μας –παρότι ουδέποτε μου άρεσε αυτή η λέξη αφού αντιλαμβάνομαι και βιώνω τα πάντα ως έμψυχη ύλη– είναι ένας αδιάψευστος μάρτυρας της ψυχής που καταθέτουμε σε αυτά, την αναδύουν και εάν δεν υπάρχει χωριστικότητα ανάμεσα σε εμάς και σε αυτά, εάν τα εμποτίζουμε με την ουσία μας και αυτά εμάς με τη δική τους, τότε μετατρέπονται σε ιερά κειμήλια. Ο Γκιμπράν ήταν μέσα στα πράγματά του.
Σε μεγάλη όμως, άλλου είδους, περιπέτεια με έριξε και ο Γιουνγκ. Όταν μου ανατέθηκε η μετάφραση μίας ογκώδους βιογραφίας του άνοιξε για μένα μια κομβική πόρτα. Αρχής γενομένης από τη στιγμή που ξεκίνησα να μεταφράζω, κατά τη διάρκεια της μετάφρασης, μα και για εφτά ολόκληρα χρόνια από την ολοκλήρωσή της, τον μελετούσα κατά αποκλειστικότητα. Ο Γιουνγκ έμελλε να έχει μια πιο ήσυχη, μόνιμη επενέργεια πάνω μου.
-Ο λογοτεχνικός κόσμος της χώρας είναι γεμάτος από μεγαλεπήβολα ονόματα. Πιστεύετε πως το «νέο αίμα» είναι άξιος συνεχιστής αυτής της παράδοσης;
Αυτό το «νέο αίμα», όπως το ονομάζετε, δεν θα ήθελα να το συνδέσω με γενιές, ηλικίες ή χρονολογίες αλλά με το έργο καθεαυτό. Ο Καββαδίας, παραδείγματος χάριν, είναι πάντα νέο αίμα που κυλά στα μέλη ζωοποιώντας τα. Αντιστρόφως, αρκετοί σύγχρονοι, ακόμα και εάν δεν το αντιλαμβάνονται, ξεκινούν, από τα λογοτεχνικά γεννοφάσκια τους, με ξεραμένο αίμα. Έχετε προσέξει πόσοι και πόσοι ταυτίζονται με τον έναν ή με τον άλλον αναγνωρισμένο συγγραφέα ή ποιητή, περιστρέφονται γύρω του, τον μιμούνται, γίνονται ετερόφωτοι;
Δεν είναι λίγα τα μεγάλα ονόματα που, τρόπον τινά, μας επιβλήθηκαν, και μάλιστα ως θέσφατα, όπως δεν είναι λίγοι και εκείνοι (και τι να πω για εκείνες! Εάν αρχίσω να μιλώ για εκείνες δεν θα έχουμε τελειωμό) που μπορεί και να υπερείχαν σε αξία και να έμειναν στην αφάνεια για διάφορους λόγους, που πολύ συχνά ένας εξ αυτών είναι η πολεμική που τους ασκήθηκε από το ίδιο το λογοτεχνικό κατεστημένο. Αυτό είναι κάτι που συνέβαινε, συμβαίνει και θα συμβαίνει σε όλο τον κόσμο.
Στο εδώ και στο τώρα θα έλεγα πως όπως στα πάντα, και πάντοτε, το νόμισμα έχει δύο όψεις. Για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, μιλάμε για έναν χώρο ιδιαίτερα ανταγωνιστικό με μπόλικη δόση ναρκισσισμού και αλαζονείας, στοιχεία που απογείωσε η εξέλιξη της τεχνολογίας, η εύκολη πρόσβαση και υπερέκθεση στα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Ο ίδιος αυτός μηχανισμός δημιούργησε, στον αγώνα πολλών να βρίσκονται μονίμως στην επικαιρότητα, μια φάμπρικα λογοτεχνικής υπερπαραγωγής άνευ ουσιαστικού λόγου και αιτίας, πλαστών εικόνων και αυτοεικόνων που τελικά μαχόμενη για μία πρόσκαιρη επωνυμία, καταλήγει στην πολτοποίηση που ισοδυναμεί με ανωνυμία. Αυτή η στημένη παγίδα δεν υπήρχε για τους προγενέστερους.
Ιδού όμως και το μεγάλο στοίχημα. Όταν πέφτουν πολλά σκοτάδια –και η εποχή που διανύουμε είναι σκοταδιστική– η τέχνη αναβαπτίζεται. Πού όμως την αναζητάμε; Την αναζητάμε; Έχουμε την υπομονή και την όρεξη να υπερβούμε το ζοφερό τοπίο που προανέφερα, να βρούμε πού και από ποιους γεννιέται αληθινή τέχνη που πηγάζει από εσωτερικό χρέος και δεν καταδέχεται να αναλωθεί σε κούρσες εντυπώσεων, ή είμαστε αρτηριοσκληρωμένοι; Θα μπούμε στον κόπο, σαν τα καλά λαγωνικά, να την εντοπίσουμε ή θα μείνουμε υπό τη σκέπη του Σεφέρη, του Ελύτη ή όποιου άλλου, απαξιώνοντας εκ προοιμίου τους νεότερους; Αριστουργήματα γεννιούνται σε όλες τις εποχές, σε όλες τις τέχνες και σε όλες τις ηλικίες. Εγώ προσωπικά έχω βρει αρκετά.
-Θεωρείτε πως η ανάγνωση ενός καλού βιβλίου αποτελεί «βάλσαμο» για την ψύχη;
Ναι, οπωσδήποτε. Κάθε μορφή καλής τέχνης είναι ιαματική.
-Έχοντας εκδώσει και μία ποιητική συλλογή, με ποιο από τα δύο είδη γραπτού λόγου αναμένεται να συνεχίσετε; Η στιχουργία ή η πρόζα σας εκφράζει καλύτερα;
Νομίζω πως την ποίηση δεν μπορώ να την αποφύγω ούτε και στην πρόζα. Υπάρχει στα σκαριά μία δεύτερη ποιητική συλλογή, υπάρχουν όμως και διηγήματα. Δεν ξέρω ειλικρινά… όπως βγει, εάν βγει και όπου βγει.
Συνέντευξη στη Φιλιώ Μπτούρη
*Το βιβλίο διατίθεται σε μεγάλα βιβλιοπωλεία, όπως: Ιανός (Αριστοτέλους 7,Θεσσαλονίκη και Σταδίου 24, Αθήνα), Πρωτοπορία (Λεωφόρος Νίκης 3, Θεσσαλονίκη- Γραβιάς 3-5, Αθήνα, Πλατεία Κάνιγγος – Γεροκωστοπούλου 31, Πάτρα), Επί Λέξει – Κιβωτός της Τέχνης (Ακαδημίας 32, Αθήνα), Το κεντρί (Δημ. Γούναρη 22, Θεσσαλονίκη), καθώς και στις Εκδόσεις Παρέμβαση (24610-29475, info@paremvasibooks.gr, Σ. Μπλιούρα 2 Κοζάνη)