Γράφει ο Ιερομ. Ιωακείμ Οικονομίκος, Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Κίτρους.
Ήταν 12 Οκτωβρίου 1904, και σε ένα μικρό χωρίο της Καστορίας την Στάτιστα, είχε σταματήσει για περάσει την νύχτα και την καταιγίδα, ένα ελληνικό αντάρτικο σώμα. Το Σώμα αυτό φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Καντζάκη και εκεί δέχονται τις περιποιήσεις της Οικογενείας και κυρίως των κοριτσιών του Καντζάκη. Ξαφνικά μέσα στην νύχτα ομάδα από Τούρκους στρατιώτες, περικυκλώνουν το σπίτι αρχίζοντας το πιστολίδι. Σκοπός των Οθωμανών είναι να συλλάβουν τον Αρχηγό του Σώματος και όλου του Αγώνος. Τον Παύλο Μελά. Ο Τουρκικός στρατός βρέθηκε εκεί, ύστερα από την προδοσία του Βούλγαρου Κομιτατζή Μήτρο Βλάχο. Μέσα σε εκείνο τον χαλασμό, ο Παύλος προτείνει τους δικούς του να κατεβούν από την σκάλα, να πάνε στο υπόγειο και από εκεί να προσπαθήσουν να φύγουν για να γλυτώσουν. Ξαφνικά ακούγεται η φωνή του αρχηγού: “Ωχ! στην μέση με πήρε παιδιά”. Μια σφαίρα τον βρήκε στην οσφυακή χώρα. Οι Οθωμανοί δεν ξέρουν ποίον είχαν χτυπήσει, αλλά ο στόχος ήταν εύκολος γιατί ο Μελάς φορούσε άσπρες κάλτσες, οι οποίες διακρίνοντας εύκολα μέσα στο σκοτάδι.
Ενώ οι άντρες του Παύλου Μελά προσπαθούν να κρατήσουν τους Οθωμανούς μακρυά, κάτω στο υπόγειο διαδραματίζονται οι πιο τραγικές στιγμές. Ο Παύλος ξαπλωμένος πονά αβάσταχτα. Δύο ώρες υποφέρει, χωρίς κανείς να μπορεί να τον βοηθήσει λόγω της καταστάσεως. Απευθυνόμενος στον φίλο του και πιστό του σύντροφο Λάκη Πύρζα, του δίνει τον σταυρό του και τον παρακαλεί να τον δώσει στην αγαπημένη του Ναταλία, ενώ το τουφέκι του στον γιό του Μιχαήλ – Μίκη, λέγοντας ότι έκανε το καθήκον του. Στην συνέχεια βγάζει το πορτοφόλι του και κοιτά την φωτογραφία των παιδιών του, λέγοντας συνεχώς τα όνομά τους: “Μίκη, Ζέζα, Μίκη, Ζέζα”. Ύστερα από μισή ώρα λέει “πονώ” και αφήνει την τελευταία του πνοή στην γή της Ελληνικής και Πατριαρχικής Μακεδονίας, την οποία τόσο αγάπησε και θυσιάστηκε.
Τα παλληκάρια του και σύντροφοί του αγωνιούν τι θα γίνει το σώμα του αρχηγού τους. Οι Οθωμανοί και οι Βούλγαροι δεν πρέπει επ’ ουδενί να μάθουν τον θάνατο του Αετού της Μακεδονίας, για να μην πέσει το ηθικό του αγωνιζομένου Πατριαρχικού Μακεδονικού Πληθυσμού. Τον τελευταίο αποχαιρετισμό και τις ετοιμασίες, τις αναλαμβάνουν τρείς “Μυροφόρες” Μακεδόνισσες του χωριού. “Μάνες και αδελφές Μακεδονίτισσες, μυροφόρες, η Χριστίνα Καντζάκη, η Λωζάννα Τσακάλου, η Ιωάννα Βρέλα και η Ευτέρπη Κανέλλου” τον ετοιμάζουν για “να μην περάσει άφκιαχτος και αστόλιστος στην αθανασία και στην θέωσή του”.
Το Ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης ύστερα από το μήνυμα πού δέχεται από το Προξενείο Μοναστηρίου για τον θάνατο του Παύλου Μελά, στέλνει τον Αγοραστό, ώστε να μεριμνήσει για την οριστική ταφή του Παύλου. Το μήνυμα έλεγε το εξής: “Παρελθούσαν Τετάρτην 12ην τρέχοντος [Οκτωβρίου] ημετέρων ευρεθέντων εν χωρίω Στάτιστα και περί ώραν 17:00 μ.μ. ήρξατο πυρός κατά των ημετέρων. Ημέτεροι απήντησαν γενναίως, μετά δίωρον δε ανταλλαγήν πυροβολισμών, απεφάσισαν επιχειρήσωσιν έξοδον. Παύλος Μελάς ωρμήσας πρώτος επί κεφαλής αυτών, ποτέ σφαίρα τουρκική πλήξασα αυτόν κατά την οσφυακήν χώραν, ετραυμάτισε θανασίμως. Σύντροφοί του τον εναπέθεσαν παρακειμένω οικισμώ, ένθα, μετά ημίσειαν ώραν διαρκούσης πάντοτε συμπλοκής, εθνικός ήρως ησύχασεν”. Την ώρα όμως πού γίνεται η εκταφή, ένα Οθωμανικό απόσπασμα φτάνει στην Στάτιστα. Οι φίλοι και σύντροφοι του Μελά, για να αποφύγουν την σύληση του νεκρού, κόβουν το κεφάλι και το μεταφέρουν στο Χωριό Πισοδέρι, το οποίο θάβουν με την βοήθεια του ηρωικού Παπά Σταύρου Τσάμη, κάτω από την Αγία Τράπεζα της Εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής.
Οι Οθωμανοί βρίσκουν το ακέφαλο σώμα και το μεταφέρουν στην Καστορία. Εκεί δίδεται ένας άλλος μεγάλος αγώνας από τον ήρωα Μητροπολίτη Καστορίας Γερμανό Καραβαγγέλη, να παραλάβει το σώμα και να το μεταφέρει στην Μητρόπολη. Εκεί αφού το ετοίμασε και το έκλαψε όλη την νύχτα στο τέλος το έθαψε στον Ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών. Το 1907, όταν τελέστηκε το τριετές μνημόσυνο από τον Καστορίας Γερμανό με την παρουσία της γυναίκας του Παύλου, Ναταλία, η οποία είχε πάρει ειδική άδεια από Υψηλή Πύλη να παραστεί στο μνημόσυνο του αντρός της, μεταφέρθηκε και το κεφάλι του.
Η θυσία του Παύλου Μελά, στάθηκε η αιτία να ξυπνήσει επιτέλους το μέχρι τότε αδρανές Κράτος των Αθηνών, και να καταλάβει ότι ο αγώνας των Μακεδόνων, ήταν αγώνας επιβιώσεως. Το αίμα του Παύλου Μελά, ξεσήκωσε τους κατοίκους της Μακεδονίας να αγωνιστούν με μεγαλύτερη θυσία για τα δίκαια τους. Η θυσία του Παύλου Μελά, έγινε η αιτία να περάσει στο Πάνθεον των Ηρώων, να αφυπνίσει τις καρδιές των Ελλήνων, ώστε να γίνει ένας ζωντανός θρύλος. Η θυσία του έγινε η αιτία, ώστε το όνομά του να προκαλεί ακόμα και σήμερα ρίγη συγκινήσεως για όλους τους σώφρονες Ρωμηούς.
Η θυσία του Παύλου Μελά αποτελεί παράδειγμα για όλους μας. Σήμερα που η Μακεδονία μας βρίσκεται και πάλι στο στόχαστρο γειτόνων με τον αλυτρωτισμό τους. Σήμερα πού η Ελλάδα ταλαιπωρείται από μια κρίση, σήμερα πού οι αξίες και τα ιδανικά του Γένους περνούν σε δεύτερη μοίρα, σήμερα πού νέα ήθη και έθιμα έρχονται και νομοθετούνται, πια θα είναι η θέση μας απέναντι σε όλους αυτούς πού έγραψαν την δική τους ιστορία, ελευθερώνοντας τον τόπο μας; Ο Δημήτριος Καμπούρογλου (1852 – 1942) ιστοριοδίφης, λογοτέχνης, ποιητής και ακαδημαϊκός, γεννημένος στην Αθήνα, γιός του Γρηγορίου Καμπούρογλου, ιδρυτής της Εθνικής Σκηνής, στο έργο του “Θρύψαλα” το 1911 έγραψε ένα υπέροχο γνωμικό με βαθύ νόημα. “Όλοι λαοί εάν θέλουν να προοδεύσουν θα πρέπει να κάνουν ένα βήμα μπροστά. οι Έλληνες όμως, για να πάνε μπροστά, θα πρέπει να κάνουν ένα βήμα πίσω”.
Ο αείμνηστος αυτός λογοτέχνης, είχε απόλυτο δίκαιο. Εμείς οι Έλληνες, εμείς οι Ρωμηοί είμαστε ένας λαός με μεγάλη ιστορία, εάν θέλουμε να πάμε μπροστά θα πρέπει να κοιτάμε πίσω. Ο προοδευτισμός δεν είναι η κατάργηση του παρελθόντος, αλλά εάν θέλει κάποιος να είναι προοδευτικός, θα πρέπει να δεί το παρελθόν. Οι λαοί της Δύσεως δεν έχουν ιστορία και πολιτισμό σαν τον δικό μας. Ο δικός μας προοδευτισμός, είναι να κοιτάμε πίσω ώστε να πάμε μπροστά.
Κλείνοντας αυτός το αφιέρωμα στον Αετό της Μακεδονίας τον Ήρωα Παύλο Μέλα, θα αναφέρουμε το παρακάτω τραγούδι πού εξυμνεί την δόξα και την θυσία του παλληκαριού αυτού.
Σαν τέτοια ώρα στο βουνό
ο Παύλος πληγωμένος
μες στο νερό του αυλακιού
ήτανε ξαπλωμένος.
Για σύρε Δήμο μου πιστέ
στην ποθητή πηγή μου
και φέρε μου κρύο νερό
να πλύνω την πληγή μου.
Δεν κλαίω την λαβωματιά
δεν κλαίω για το βόλι
μον’ κλαίω που με άφησε
η συντροφιά μου όλη.
Σταλαγματιά το αίμα μου
για σε Πατρίς μου δίνω
για να ‘χεις δόξα και τιμή
να λάμπεις σαν τον ήλιο.
Παύλος Μελάς κι αν πέθανε
τ’ αδέρφια του θα ζούνε
αυτά θα πολεμήσουνε
και θα εκδικηθούνε”.
Ας είναι αιωνία του η μνήμη.
Ιερομ. Ιωακείμ Οικονομίκος.
Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Κίτρους.